Πέμπτη 31 Ιουλίου 2014

Μήνας Ναυάγιο και Ώρα σε Αμάρτημα


μέσα σ εξαντλημένους ήχους έφθασα στο θάνατο
κανείς δεν αναγνώρισε εκείνο το λυγμό σαν σύρθηκε
στοιβαγμένη σε πόνο ! και σινιάλα δε θέλησα απο ευπρέπεια
ανοίγω το στήθος ριψοκινδυνεύοντας αποκεφαλισμένο δράμα
καυτά μεσημέρια παραδωμένα σε ξεφλουδισμένα αμαρτήματα

αναπάντεχα έσβησαν μέτωπα ορμητήρια κι εγώ
ποτέ δεν εμπιστεύτηκα αθωώσεις και σε σκοτάδια θανατώνομαι
μα γνώριζα τα ψεύδη του φωτός σε γεύσεις ξεκλείδωτες
με μια φτιαριά τις σάρκες μου ματόβρεχτες τυραγνισμένα θυσίασα
στην πιο μικρή μου ανασεμιά φυλάκισα την καθε εκκρεμότητα
γιατι βεβήλωση άλλη δεν επέτρεψα σ ανασκαμμένα δευτερόλεπτα
κι ας ξεκουράζεται ο ουρανός στα αγναντέματα μικρής αιωνιότητας

δε γέννησε έμπιστο η θάλασσα σε κρεμασμένο όνειρο διασκορπισμού
θα μηνύσω στο αναναπάντεχο πως κρεμασμένη σε ξάρτια φονεύομαι
θα εξαγνισθεί κάθε παράσταση που ρίζες δεν απόκτησε σ' άθλους ασάλευτους 

μηδένισα και καθε αυγή ας μπει καλά στη θέση της οι αθώες φλόγες ρίμαξαν
ξέσφιξα τα δάκτυλα και χύθηκα ολομόναχη σε ναυαγισμένη λησμονιά

Μήνας Κουρσάρος και Ώρα σε Αιχμή


αφανίζομαι μέσα σε πόνου μεθυσμένες σιωπές
αλυσοδεμένος παράδεισος κι εγώ έκπτωτος
την ελπίδα μισθοφόρο την κούρσεψε ο κίνδυνος
κι εσυ να ζητάς να καρφώσεις τις θάλασσες
δευτερεύοντες πόθοι τριγυρνούν απαιτώντας
φιλί αφημένο στο ανεπανόρθωτα κουρασμένο βύθισμα

αχρηστευμένα φτερά απο ταπείνωση ταξίδι δεν κίνησαν
βυθίζεται ο ουρανός σε θάλασσα ακαθρέφτιστη
πόσες ανυπαρξίες δε μέτρησα μες σε μετακινήσεις
ανύποπτοι ορισμοί με καθησύχαζαν πάνω σε ξυραφιού αιχμή
και δες ως και το αόρατο υποδορίως με παγίδευε
αλλού διαβαίνει θάνατος ασχημάτιστος μα 'γω δε θέλω να σωθώ

την έκτη ώρα καταμεσής μιας διδρομής παντελώς ασύμαντης
απ τη γέννηση ως να φθάσω στο θάνατο καρπώθηκα έρωτα
το σύμπαν με τύλιξε στο δικό του μύθο μα δε θέλησα
στην όχθη του σκότους μου ξεκλείδωσε ο θάνατος μια αιωνιότητα
εσυ εγκαλούσες μιαν ευθύνη που δε μ' αναγνώριζε...
επέστρεψα ζητώντας μέσα μου να συνυπάρξω
στον προσωπικό μου άθλο μα δε θα βγω θελημένα μονάχος ...

Μήνας Άτεχνος και Ώρα Άπλαστη


πόσοι δρόμοι προσηλωμένοι στο ψεύδος το αβοήθητο
στέκονται περιμένοντας τη σωτηρία απ τον παράδεισο
πλανόδιες λέξεις χάραζαν σώματα με συλλαβές άπλαστες
ξορκίζοντας φόβους ανύπαρκτους τυλιγμένους σε λόγο ακάλεστο
πριν γεννηθώ γνώριζα το μύθο σου τον άτεχνο σαν ψευδομαρτυρούσε

ανεπαίσθητος ο θόρυβος στη ρωγμή τ ουρανού σαν ντύθηκε η σιωπή
κοίτα πόσους διαφορετικούς ήχους έχουν οι σιωπές σαν διαβαίνουν θάλασσα
και πώς γελάστηκες οτι με το φτερούγισμα δεν θά 'ναι διασταυρωμένες
στα αδιάβατα τείχη δε γεννιέται έρωτας από αξόδευτη μοναξιά
συλλαβίζω το όνομα ενός θεού μα ήχο δεν ανιχνεύω κι ο θεός άγνωστος

λέξεις σταυρωμένες σε όχθες θηλυκών χειμάρρων σφίνωναν
απελπισία κραυγών αδιαπέραστων συλλαμβάνουν τον θάνατο σε αγγέλου χνάρι
απλώνω το χέρι χάδι στου βυθού μου το δάκρυ μα μετανόησα
γυμνή θάλασσα με περιττριγύριζε χωρίς ανάπαυλα άτακτες εκρήξεις
μικρού θυμού πτυχές σε πίστη περιπέτεια που ξέμεινε σε μουράγιο

όταν θα βγω με τ αμαρτήματα κουβαριασμένα στην ψυχή μη ξεχαστείς
απ τα συρματόσχοινα ενός κοινοβίου οι σάρκες μου άγρια ξοδιάστηκαν
σε μια παραίσθηση κομμάτι κομμάτι με λέξη αναπλάθαμε μόνοι ζωή
θάνατος καθοδηγητής απελπισμένα στα ναυάγια μιάς φρίκης με παρέδωσε
όταν θα βγώ με ξεπλυμένα τ αμαρτήματα και ξεχαστείς σε συμπληγάδες
μες σε τραγούδι ανίερης σιωπής θα φυλακίζω τις λέξεις που με πρόδωσαν..

Μήνας Τμονιέρης και Ώρα Γερμένη


στην επιθυμία φαινομένων
απο ένστικτα μικρά δίσεκτων στιγμών
κι ας ήθελε η ψυχή προσβάσεις
σε φώς ακατοίκητο απο σκοτάδι
μυστικές ανακωχές
σε μυστήρια νύκτα αβάπτιστη
αιωρούνταν δειλά κι ασχημάτιστες
τα πάθη μου σε τρομαγμένα μάτια διάβασα
θρηνώντας φθορά ασυμβίβαστη

δίχως αφή ο βοριάς αποπλανά τη θάλασσα
χυμένες φωτιές σε αρχαίες λέξεις ξαπόσταιναν
καρφωμένα χάδια σε κύκλο μεσημεριού
μάτωναν καλοκαίρι σε εξομολόγηση
ο Εις που αναζητούσε το ταίρι του με απόγνωση
θαμμένες αθωότητες και εξέρχομαι εισερχόμενος
στο μεθύσι απο μυστήριο να παραδοθώ

διπλός εγώ ,διπλός εσύ , διπλός κι ο βυθός
και τα βουνά διπλά κι ας ράγισαν και τι σημαίνει
που κλέψαν το μέλλον και πώς να σου εξιστορώ
το ανεπανόρθωτο για την αποκεφαλισμένη απόκριση
στο κατώφλι νόησης έμεινα μόνος
εκτοξεύω μνήμες σπασμένες ενότητες
πόσες σταγόνες ζωής κυοφορεί η θάλασσα
σε μήνα τιμοινέρη κι η ώρα γερμένη στο πλευρό ν αναζητά το άλλο της.

Μήνας Αδιάβαστος και Ώρα Έκπληκτη


κάποτε οι σιωπές
κόβουν πιότερο απο ξυράφι
σ αυτές ταξίδι σαν κινώ
δεν ξέρω ποτέ αν θα γυρίσω
αυτοεξόριστος έμαθα να ζω
έκπληκτος
μπρος σ αδιάβαστες σελίδες εμπαιγμού
κι απ το ελάχιστο με ράπιζε
ο εμπαιγμός και η χλεύη
ω! ναι η χλεύη στα χείλη αποτύπωμα
εύρετρα αισθήματα σε κόσμου λάθη.....

Μήνας Κραυγή και Ώρα Αζύγιαστη


μία λέξη που δεν έχει όνομα με λεηλατεί
η αμαρτία της ευχαρίστησης με ξεσαρκίζει
ένα ποίημα που δε θέλησε να γεννηθεί
αφού οι λέξεις το ξεσχίζουν και πεθαίνει
τι θ' απογίνουν τα σακατεμένα χέρια μου με τόσο αίμα
που κατατρώγει τη σάρκα μου

με διαπερνά πόνος που γκρεμίζει τα μέσα μου
απεγνωσμένα γυρισμός στην πιο σκοτεινή άβυσσο
να βρει δρόμο διαφυγής να γλιτώσει από μένα
τούτα τα ρέματα βαθύτερα δε μ έσκαψαν ποτέ
ακατάλυπτη η λέξη δεν είχε λόγο αυτή να γεννηθεί
κι εγώ αναρμόνιστη πιό χρέος να πληρώνω

ποιός ειν ο στόχος μιας ζωής στο έρεβος κλεισμένη
αντάριασε , μάνιασε η ψυχή δε θέλει να μιλήσει
κι εγω παλιός δικαιωμένος πολεμιστής αμήχανα σιωπώ
καμμιά κραυγή δεν αναγνώρισα είναι όλες ξένες
τι κι αν είχα ευθύνη αζύγιαστη κι αμέτρητη
πνιγμός στα σωθικά μου μυριάδες οι βρυκόλακες
μ' αυτή τη λέξη που σμίγει ο νούς σε θολωμένα σκοτάδια
δολοφονηθηκε η καρδιά και ταξιδεύει στον Άδη.

Μήνας Ανύπαρκτος και Ώρα σε Αυταπάτη



κάποτε νομίσαμε ότι αγαπήσαμε πολύ κάτι
πιστέψαμε οτι αγαπήσαμε πολύ κάποιον
τι αυταπάτη ...
τελικά δεν ήταν αυτός ο όποιος ή το κάτι
παρά το όχημα
για να φθάσουμε μόνοι στην αγάπη για την αγάπη.

Μήνας Ξέψυχος και Ώρα Ανέγγιχτη


Πώς ξεψύχησε η ζωή μου
πάνω σε μιαν ανάσα σου
κρεμάστηκα σε γεύση μέρας
σαν ρήμαζε ανήμπορη
όρμησαν όλοι οι χειμώνες
σαν στάλαζα αίμα στην πέτρα μου
υποταγμένη μ' άδραξε
πυκνό σκοτάδι άγνωστο
δυστυχισμένη θάλασσα με αμφισημία
σε νέου Δαίμονα αγκαλιά
σε ερημιά άνυδρη με ταξίδεψαν
κι εξαντλήθηκα

σπάζει η φωνή και χάνεται
πάνω σ αφηνιασμένο αγέρα άπιστο
κι αυτοδιαψεύδομαι σ' όλα
γι'αυτον τον άγουρο εκφυλισμό
σαν ατιθάσευτος ξέντυνε εικόνες
παράγωγα από κάτοπτρα
αγρύπνια έγειρε απρόθυμα
ποτέ της δε με ένοιωσε
δε με ήθελε σιμά της
μα όσο κι αν ζάρωνα
στης απροθυμιάς τον κίνδυνο
τόσο τη σάρκα ξέσχιζα
και εξοφλούσα όνειρο άνομο
με το μεθύσι του πιο άγριου πόνου

ελάχιστοι θάνατοι άντεξαν ως εδω
κι έγιναν όλα διάφανα
κι ακόμη να χωρέσει η ώρα
μα μετριέται η λύπη ; προβάλλει ο πόνος;
μέσα απ τα δόντια η ζωή κλαδεύτηκε
κι αν αιχμαλώτισα ήχο ψεύτη υποκριτή
ο μόχθος για τη λήθη πνίγεται στα σκοτάδια
νεκρή ζωή μου, δολοφονημένη ψυχή μου
ανυπόμονα μην αγγίξετε καμμιά γιορτή που μεσουρανεί

Μήνας Μονάχος και Ώρα Παράλογη

αφιερωμένο .....

ωμότητα ζωής ανεπεξέργαστης λουσμένη στην αθωότητα
άναρχα σήμανε ανατροπές αναπαράστησε τροχιά παράλογη
πολλά τα ιμάτια κι άλλο τόσα τα όνειρα γυμνά περιδιάβαιναν
κι ως αντίσταση ψευδαισθήσεις έπλεκαν δρόμους ιδρωμένους

εφαπτόμενοι παράλληλοι σχίζανε της ζωής το πρόσωπο
ταξίδι τόσο τρομακτικό μες σε σιωπές που αναπαράγονταν
και ποια η φύση συνόψιζε σαν προσδοκίες κρεμασμένες
καρφιά που φορέσαμε με γνώση που ταλάνιζε λέξεις

ανυπεράσπιστα μικρά χαμόγελα ταξίδεψαν από ανάγκη
είχα ξεχάσει την εικόνα σου δεν ειχες δει να μεγαλώνω
καρφωμένες λέξεις μας στρίμωγναν σε παραγράφους
που τίποτα δε χώρεσαν απο ραγισμένα δάκρυα αταξίδευτα

πέρασες αντίπερα μονάχος να αγναντέψω μιαν ανάπαυση
που δεν την γνώρισα τι μ άφησες το σώμα σου απρόθυμα ;
αρνήθηκα την καθε διεκδίκηση μέσα σ οδύνη εισχώρησα
συλλαβίζω λέξεις ματόβρεχτες φιλώ τη γής γεννιέται θάλασσα

με συνθλιβει η μνήμη και λουφάζω σε απόγνωση
με στέρεψες με του θανάτου το χνώτο μα δεν αρνιέμαι
καμμιά καταγωγή αφιλόξενη και ντυνω τη λέξη μου
ενα ο άνεμος ένα η πνοή κι οι θύμησες χωμάτινες
σαν σάρκα σε απύθμενη σιγή.........

Μήνας Πένθημος και Ώρα σε Θάνατο

ήταν τη μέρα που ναυάγησε το σύμπαν σε θυμό
κείνες τις λέξεις σου που έσταζαν αρμύρα αίμα
λιγόστεψαν οι ώρες κι από τότε ανάμεσα στις σιωπές
περνώ και γεύομαι θάνατο ανεκτύπωτο, αλήθεια σαβανωμένη

με αγκομαχητό πνίγω την ανάγκη να σου μιλήσω
βουλιάζω σε χάος κι άλλο ,κι άλλο , οι μέρες στέπα ακίνητη
πώς σβήνει το γέλιο σου το κελαρυστό κάτω απ τη γης
άρρωστη υγρή γης σαν πέτρα αιματοφορεμένη

 

στην όχθη του κόσμου στέκομαι κι αγναντεύω την εικόνα
τρύπα απύθμενη στα σωθικά μου το χνώτο σου να με διαπερνά
δάκρυα αιμάτινα σκάβουν τη νόηση και η ψυχή ξεντύθηκε το τέλος της
σε στάχτη η αντίληψη και τα σβησμένα μάτια σου χορεύουν
ανορθόγραφα πίσω απ τον καπνό των ατέλειωτων τσιγάρων σου

τίποτα δεν είναι πια εκεί κι εγώ έχω αναχωρήσει οριστικά
να το θυμηθώ δε θα μπορέσω να δώσω λύτρα
να εξαργυρώσω την ομηρία που θέλησα αφού τυφλώθηκαν τα χέρια σου
την ώρα που κομματιζόμουνα κι αντίδωρο μοιραζόμουνα

να κρύψω καλά τα λόγια σου μη και τα μισοφαγωμένα μου όνειρα
αφήσουν χνάρι αθωότητας αμοίραστης ντροπής
για δες που ο θάνατος καυχήθηκε σε χρέος ανάρμοστο
ω! πόσο θέλω να σου μιλήσω μα ο ήχος πυκνός και παραδόθηκε
διαχώρισα τα πένθιμα κι αλυσοδέθηκα μαζί σου ως στο θάνατο.

Μήνας σε βάδην και Ώρα Ακοίμητη


σε γαληνεμένα μονοπάτια
κοίμησα τις καταιγίδες μου
και κίνησα άγνωστο ταξίδι
σε γνώριμες βυθισμένες στιγμές.

Μήνας Ευρύχωρος και Ώρα σε Παύση



ακόμη εξαργυρώνω
την έβδομη μέρα την άχτιστη
μέσα μου
ευρύχωρα ευάερα
και εισέρχομαι Νύκτα
μεταθέτω λέξεις
πλυμένες με αρμύρα
αρνιέμαι το ανέλπιστο
βασιλεύει ένα δάκρυ σε βιασμένη αγκαλιά
κι εσύ μετρούσες όνειρα .

Μήνας σε Ιλασμό και Ώρα Αφανισμένη


κοιτώ απορημένα τα σκοτάδια μου
ταϊσμένα με τις σάρκες μου
ανώριμος θάνατος στα πορνεία λέξεων
που προδοσίες ύφαναν κι ένας θεός συνωμότης
ανεκπαίδευτος συλλαβίζει σε ανέλπιδο χάος
ψιθυρίζοντας σπέρνει φωτιά και τόσοι οι ίσκιοι

ξεντύθηκα την ψυχή μου κι αφανίζομαι
ασυμβίβαστη με το ψεύδος μιας κόλασης
δε θα σωθώ απ του θανάτου το άγριο χάδι
σφαλιγμένη φωνή από λόγια συννεφιασμένα
που πλήθαιναν την αδικία σε αλληγορίες αστερέωτες
ναυαγός στο ασήμαντο

μα δεν αναγνώριζω τα σύνορα σε θάλασσα
που δε στάθηκε βολική σε συντριβή ανίερη
τώρα το ξέρω απείθαρχα θα σταθώ και αδάμαστη
σε μοναξιάς βύθισμα που με πνίγει βίαιος θάνατος
και ιλασμό δε θα ζητήσω για όσες παραδόσεις διέπραξα
μα πώς μου αποδόθηκαν όσα δεν πόθησα;

Μήνας Αδιάβατος και ΄Ωρα σε Παύση


μέρες ολόκληρες ρημαγμένες
νύκτες γεμάτες σκουριά
χανόμουν σε χαρακιές 

πέτρας πολύβουης
εκεί ματωμένη ξεθώριαζα έναν ήχο
κι ούτε μια δίψα θάλασσας 

και παγωνιά δεν με ξεπέρασαν

υποτάχτηκα στο αίμα μου 

γνώριμη ανάσα πνιγηρή
ατιθάσευτη μου ξέσχιζε τη σάρκα
ξεντύθηκε η ψυχή
άσαρκη με ράπισε ο Ανατολικός
με κείνο το φοβερό παραλήρημα 

εγκλήματος αδιάπρακτου

αποδεσμεύτηκαν 

και μετατέθηκαν όλες οι παύσεις
σαν να είχα αγαπηθεί 

τόλμησα βάθη ανεξερεύνητα
δεν είχα ύστερα σκιά 

σαν έσπασα ολόκληρο διάφραγμα
ξάγρυπνες ώρες θα σταθώ 

σε χείλη αθάμπωτα που στάζουν ήλιο
κλεμένες ζωές νεοσύστατες 

που βιάστηκαν ξοδεύοντας ουρανό

Κυριακή 27 Ιουλίου 2014

Μήνας Διάφανος και Ώρα πεινασμένη

κάθε περπατησιά μου σε αθέατο λυγμό
ένας άνεμος που αγνοήθηκε
υποδόρια εισβάλλει  κι αποθέτει
απόσταγμα θανάτου ανύποπτου
ανάγλυφες θάλασσες σε λόγο ακράτητο

κι εσύ στο βυθό μιάς παλάμης να χαράζεις
αποστάσεις με παγιδευμένες απελπισίες
παρελθόντα ξημέρωσαν κι ότι απέμεινε
χυμένα κι απροφύλακτα ξεσχίζουν δισταγμούς
ποιός τυραγνά μια λέξη ριψοκίνδυνη

εγείρεται όραση τρίτη κι αίσθηση εβδόμη
δε θέλεις να ξέρεις τις εξομολογήσεις
αμίλητου Ουρανού που απαγχονίζεται
σε Νύκτα  ακοίμητη δίχως έναν Έρωτα
εξήλθε κεραυνός διαλυμένος  κι άηχος

αποπλανήθηκες  απ όνειρο απαρηγόρητο
αδυσώπητα νυστέρια τρυγυρνούν απόψε  φωνήεν
στην άγνοια ναυαγός αναπότρεπτα ματώνεις
σπάζει ο χρόνος του γυρισμού καμώματα
σε είδωλα κατόπτρων που λεληλάτησαν ψυχή
κι ήταν ένας μήνας διάφανος κι η ώρα πεινασμένη







Σάββατο 26 Ιουλίου 2014

Μήνας Ασάλευτος και Ώρα Εξαγνισμένη

ασάλευτοι σταθήκαμε με μια σμίλη στη σάρκα
και σάστιζε ο καιρός μες στην κραιπάλη μιας καταιγίδας
με δυο ησυχίες καρφωμένες στα μάτια που ράγιζαν
και παραδέχθηκα την ήττα μου
σαν ο λυγμός μολογούσε τη δική σου

χαράζω σχήμα πάνω σου ακόρεστη δίψα φλέβας
την ώρα που αλιεύεις δυο λέξεις αταξίδευτες
που μας ακολουθούν ως τη συντέλεια ενός χαμού
κραυγή που μεταγγίζει ανάμνηση ερωτευμένων
χρωμάτων που εξοντώθηκαν σε πάθος

τριγύζαμε λέξεις ληστεύαμε ουρανό ποθούσαμε εξόντωση
πώς μεταγγίζει ενα κοχύλι δύναμη αντοχή σε δαγκωμένη λέξη
κι ερχόταν η συχνότητα σα σπίθα αγριεμένη για ν' αφανίσει
τα άχραντά σαν γεύθηκες κι οι δυό μέσα σε θέρμη
έκπληκτα λόγια άφωνα στη λύτρωση της ώρας που λιγοστεύει
ασάλευτοι σταθήκαμε εξαγνισμένοι πιο λίγοι πιο γεμάτοι.

Μήνας Ακοίμητος και Ωρα σε Θλίψη

έσπασαν όλα τα είδωλα
παίζουν στα ζάρια τα όνειρα
ανυπότακτοι ίσκιοι γκρεμίζονται
καρφωμένη στα ξάρτια μια γραμμή ορίζοντα
τι να ξέρει κι ο θεός απο ταξίδια εγκόσμια

λαβωμένα λόγια καρφώνω στα μάτια
ένα ένα τ αστέρια σε βοή απόκοσμη βυθίζονται
φεγγάρια καρφωμένα σε λέξεις στέκουν ακοίμητα
παραδίδω αυτό που έγινα κρατώ αυτό που είμαι

για πες ,τι γυρεύεις μες σε σακατεμένη φωνή
έρχονται τα βλέπω τα αλλαγμένα μες στην ταραχή
μες στο έλεος του φόβου και της συνήθειας
περασμένου καιρού ευκίνητου
μοιραίοι σύντροφοι ανυπόστατοι
φεύγω δε γυρίζω πίσω
στο κουρέλι μιας θλίψης ...

Μήνας σε Απαίτηση και Ωρα Ακαρπη

του φονικού η αρπαγή μες στα μεγάλα μάτια σου
στάζουν οι λέξεις σιωπηλά σε ξεχασμένο χρόνο
δένουν τ αγγίγματα αιμάτινες ρωγμές
πως λιγοστεύει ο ουρανός σ αξεδιάλυτα φτερουγίσματα
ανάσα ανάγλυφη ανασταίνεται σε άγνωστο πόθο ακριβό

και πώς λικνίζεσαι σε αγκαλιά φιλί τ ανέμου άγγιγμα
πόθου λύτρωση θα ρθει όπου βασιλεύει ασίγαστη βροχή
προσεκτικά σε δέχομαι το πάθος σου ανιχνεύω
κι όποιες και νάναι οι αφορμές τα μυστικά ειν άλυτα
κι αφήνει χνάρι η ψυχή αλύτρωτη πάνω σε πρόσταγμα

σ αυτό το πρόσταγμα λησμονημένου στοχασμού
για κεραυνό που πάγωσε σε στάχτες κι αποκαϊδια
έχει μια μοναξιά το στεριανό νερό μες στην υπομονή του
πλαγιάζει ο βράχος γλιστρώντας και σκοντάφτοντας
σε μια θάλασσα ακριανή ψίθυρος βαρύς στη φυλακή του

ένα ατέλειωτο μαζί που πάει κι έρχεται άσπιλο ανασαίνει
μουσική η ανάσα σου δεν εχει αναπαμό γρήγορα πνίγεται σε βάθη
κι αν δε μπορούσα να διαβώ σκέψεις ερωτευμένες ξέσχιζα
και συ να ! με τόση απαίτηση να με καλείς για να σωθώ
κι ας είχα χείλη που δεν κάρπισαν επάνω στα φιλιά σου

σε μαγεμένη κόλαση με έφθασες γλυκός σπαμός χαμόγελου
γράφει μιαν ανάσα σου μυστικά σε δάκρυα θάλασσας κρυμένα
στάθηκα στην όχθη κατάξερης γης και στάλαξα το αίμα μου
μικρά πουλιά φτερούγησαν σε αναστημένα τραγούδια επάνω
εκείνα τραγούδησαν αλλά εγώ σου πήρα μια στιγμή ήχου κι έζησα.

Μήνας Ρημαγμένος και Ωρα Ατέλειωτη

κορμιά υφασμένα απο βροχή
κι οι λέξεις ματωμένες δεν πλάγιαζαν
στέκονταν ρημαγμένες
κι οι καταδίκες μου ατέλειωτες
θάλασσες έσταζαν φιλιά
κι εγώ στην άβυσσο χαμόγελο σε πόνο
ξαστόχησα τα βήματα και ντύθηκα ουρανό
πολλούς θανάτους έδρεψα
έσπαζαν οι αλήθειες σε σκλάβας νύκτας τόλμη
κι εγώ μονάχη σε άγνωστη σιωπή
ματοβαμένοι ποταμοί
ξέχειλοι από κουφάρια θύμησες
πικρό τρικύμισμα
πολιτείες δραπετεύουν απ τα παραθυρόφυλλα
κορμιά χωρίς ανασεμιά
τις μικρές νύκτες που η σάρκα δεν αντέχει την κόλαση
με επίγνωση σε χρόνο που η ανάγκη γιγάντωνε
το παρελθόν και το μέλλον δένονται
να κατακτήσουν μνήμες που δε γεννήθηκαν

Μήνας στην Οχθη και Ωρα Αδεια

έφθανε να ραγίσω
και χύθηκαν οι σάρκες μου
κουρέλια ξοδεμένα
σε λασπωμένο αίμα
πνίγηκε η κραυγή σαν όρμησε για γλιτωμό
μεθυσμένο φεγγάρι
ημέρευε μια θλίψη
που γύρευε φόνους ξιπασιάς
είχε εγερθεί ο καιρός
που κατέστρεφε τα αόρατα

ζητούσες νά 'ρθω
σε διαδρομή δακρύων που έκλεβε ο άνεμος
έχει μυώνες ο ουρανός
την όψη μου σαν παίρνει τη στερνή
και η απόγνωση στα πέτρινα χέρια μου
κλώνους απλώνει
χαμηλωμένα βλέφαρα
και πού κρύβεται η αλήθεια που δεν τόλμησες;

ξαστόχησε το βέλος μου
κατόπτρου όψη γδέρνει και σχίζει δέρμα ζωντανό
δαίμονες ξεπήδησαν
τυραγνούν μικρούς θεούς ανίδεους
έφθανε μόνο να ραγίσω να μείνει το ρούχο αδειανό
και ποιός θεός και τι καιρός
στην όχθη της αβύσσου με προσμένει.....

Μήνας Ηδονικός και Ωρα με Εκρήξεις

παραμορφώθηκε ο κόσμος σαν έσταζε
απ τ απλωμένα χέρια μου υγρές θύμησες
σέρνονται στις πτυχές μιας αυγής ματωμένες
και πώς να θυμηθώ το δρόμο
που θα με φθάσει ως τα χέρια σου
πλαγιάζω δειλά σε θάνατο
κανείς δε βλέπει τη σιωπή την άπληστη

αφιλόξενα λόγια ανατέλλουν στη νύκτα μου
και πώς να θυμηθώ πόθους και όνειρα
φορεμένες αγάπες απο καιρό εκτελεσμένες
κι όμως επέμεναν σε ήλιου φως
γδέρνοντας ομίχλες και βροχές θυμωμένες
μες στης ψυχής τα έγκατα καρφωμένες βαθιά

να θυμάσαι πως σβήνω σε μεγάλα κύματα
δε θα ξεβραστώ πουθενά να ξεχάσω την επιθετικότητα
αυτό το θλιβερό πρόσωπο ενός κόσμου μικρού
που δεν έζησε γιατί δεν τόλμησε ηδονικές εκρήξεις
να γευθεί στα δίχρονα φωνήεντα του έρωτα
ατενίζοντας το μέλλον των σημείων στίξης .

Μήνας Άλαλος και Ώρα Δύστοκη

εκεί που χαράζει το αίμα μου ποτάμια
που με λύσσα ξεσχίζουν γης και χάνομαι
την ώρα που εξολοθρεύεις ένα ένα τα φιλιά μου
σίγησε ο ήλιος καίοντας σιωπές ημερών αθανάτων

λιώνω βυθισμένη στο χάος που πυρακτώνονται οι λέξεις μου
εκεί στα κρυφά κρατώ το δάκρυ της ψυχής μου ανάρμοστα
στη θάλασσά μου νοστάλγησα με μιαν έγνοια του κόσμου
κι εσύ να χάνεσαι σε σκιές που ύφαινες καινούρια μύθου όψη

φεγγάρι κρατώ καρφωμένο σ εκείνη τη μικρή λέξη μου
να λάμπει απ αγάπη η θωριά σου
μα θες να σβήνεις κάτω απ τα χαμηλωμένα βλέφαρα
όλους τους καρπούς του έρωτα και να χάνεσαι

σε καθυστερημένα  κι ανίερα φθινόπωρα

έπνιξες ήχους πρωτόγεννους
χθές βράδυ που γύρισε ο καιρός αγκάλιασα όλα του ανέμου
ντύθηκα την αγάπη αγάπη μου 

άλλος τρόπος δεν θα υπάρξει
να σταματήσει ο ήλιος να καίει τις σιωπές 

σε ώρες δύστοκες κι οι μέρες να πάψουν 
να είναι αθάνατες για νά 'χουν άρωμα ξανά.

Μήνας Αλαλος και Ωρα σε Αρπάγη

τρελοί εραστές σε ματωμένη νύκτα
πικρά φιλιά τραγούδησαν
σάρκα με σάρκα και το αίμα ελαττωμένο
τύφλωνε τα μικρά φεγγάρια μέθη
στους ώμους σου κρεμώ
μικρούς ήχους βασανισμένους
σκοτεινιασμένα μάτια ξεχύνουν ευωδιές
στις μικρές σιωπές οι θάλασσες χάνουν ρυθμούς
πλουταίνουν οι λέξεις με γεύσεις που καίνε
και πόσο φέγγος σε αγγίγματα μαγεύουν τις ώρες
αγέρωχοι εξόριστοι του χρόνου πνιγμένοι σε φιλί
ανάσες αταξίδευτες ήχος μικρός κι η έκσταση γιγαντώνει
πόσες φορές σε κύματα κρατήθηκα
αψήφισα όλους τους πνιγμούς
κι ας ξεψυχά το βλέμμα ενός θεού θεριού
εσυ αγέρας που χυμά να φέρει μέλι ηλιόφωτο
και γω να γεύομαι αρμύρα απο φεγγάρι
τα χέρια σου τα χέρια μου κουπιά μας ταξιδεύουν
και στην αρπάγη απ το αχανές εσένα αναζητάω
παραδομένες θάλασσες με διαρρέουν
λυώνουν όλα τα ρήματα με μιάς
αλάλητα διαβαίνουν
γυμνοί καθρέφτες οι ψυχές
θρονιάζουν δυό χαμόγελα επάνω στο τετέλεσθαι.

Μήνας Εγκόσμιος και Ωρα Ξέχειλη απο Κουφάρια

πάει καιρός που με τυφλή φωνή
δολοφόνησα θεό πριν τα μεσάνυκτα
άφθαρτες λέξεις άηχες μέσα σε μνήμες ματωμένες
άσπορος στο χρόνο κατοίκησα
δένοντας κρυμμένες σιωπές μπρος στης αβύσσου το νεύμα
ψηλαφίζω νεροποντές κρίσιμων ωρών με τόλμη αμέτρητη

επέστρεψαν δυό ποτάμια με νερό και φωτιά
σε τόπους αλλαγμένους απο αγέννητα όνειρα
η μοίρα μου είναι η σιωπή σε τόξο
διαπερνά χωρόχρονο ηχηρό που δεν έζησαν χαμόγελα
το στερνό μου σπαθί καρφωμένο στην καρδιά μεστού έρωτα ένοχου
ταϊσμένος με σάρκες ο θεός μα εγω είμαι χώμα και θάλασσα

είναι αλήθεια πως η φωτιά εξατμίζεται κάθε που ζυγώνω
η σαρκοβόρα καταχνιά που ορμάει απ τα φαράγγια ,αυτή!
ναι αυτή ταξιδεύει σε διψασμένες λίμνες δροσιά της κόλασης
κι ύστερα ξαναπέφτω στην αγάπη ως δόλωμα και τόσος πόνος
που ξεκουφαίνομαι απ τις σιωπές ενός κόσμου αδέξιου και παράλογου

πάει καιρός που με τυφλή φωνή γεννήθηκα
απ τα σπλάχνα ακοίμητου νεκρού θεού
σε μήνα εγκόσμιο και ώρα ξέχειλη απο κουφάρια.

Μήνας Απρόθυμος και Ωρα Ματωμένη

οι δρόμοι σχίζονται 
χάθηκε η προσδοκία πολιτείας αμέτοχης
και χύνονται στη λήθη 

αφού ήπιαν τη μόνη λέξη 
ενώ διψούσα
αδιαπέραστο σύνορο 

σημαδεμένες ζωές από ερώτων χαραυγή
δισταγμοί για της ζωής χαμόγελο 

και λιθοβόλησες Ανατολή μιας Νύκτας

σπαράζουν αλυσοδεμένα μυστικά 

κουρέλια θύελλας προδομένης
μολύνουν με ρυτίδες αμαρτίας 

σκιά που ολόγυμνη ξέφρενα χορεύει
λησμονημένα ταξίδια 

το μάταιο προσπάθησα 
κι αλάφρυνε η λαλιά
μυρίζει λάσπη το φεγγάρι απόψε 

αιφνιδιάστηκα στον τάφο μου μπροστά
κι ο μήνας απρόθυμος και  η  ώρα ματωμένη

Μήνας Αβοήθητος και Ωρα Παραδομένη

σε ράγες δαίμονα που στα ακρωτήρια οι ξενητεμοί σφάδαζαν
κι η τρέλα εκει στο καταφύγι γυρτού βλεφάρου ανάγλυφη
αντίρροπες δημιουργίες κι ο νους με σπέρμα εφήμερο ψηλαφίζει
τυφλή ακοή απαλλάσει την ουσία που κρυφογελά σ άπλαστη σάρκα

παγιδευμένος σ ένα φωνήεν ο ουρανός βιάζει αντοχή και πού ειν ο θάνατος;
τρικύμισμα απείρου σκοτεινού και στην όχθη του κόσμου φίλησα έρημο
εφαρμόζουν δυό λόγια δεξιά τ' άλλα ζερβά μα ο ήλιος δεν υπακούει
εξαγριωμένη νύκτα σχίζει σώματα γδέρνει ψυχές και φεύγει ακόλαστη

ανώνυμος κι έχω τα ρούχα αδειανά το αίμα μες στη λέξη που θροϊζει
όπου ακουμπώ ξαποσταμό ζητώντας, βαθιά τρυπάει η άβυσσος
δάμαζα τους αιώνες απ την αυγή χωρίς καμμία συγκατάθεση δαιμονική
θρύψαλα γίνηκε ο θεός χύνεται σε ξέσκεπη γη κανείς δεν τον ενταφιάζει

σε ράγες που σέρνονται τα ορατά η αγάπη πουθενά δεν μπαινοβγαίνει
οι πεθυμιές διεκδικούν ταξίδι αναίμακτο και ανονείρευτες υπάρξεις
βαπτισμένες ταπείνωση συλλαμβάνουν παράδεισο κατόπτρου τυχαίου
μήνας ξενητεμένος κι αβοήθητος κι η ώρα σε τρέλα ανάγλυφη παραδομένη

Μήνας Αχόρταγος και Ωρα Αβάπτιστη Πόρνη

με καρφωμένα βήματα πόρνες αχόρταγες
άγγιξαν χρόνο άπιστο
έρχονται σιμά τα σημάδια
δαγκωμένων ονείρων
πόσο δίψασε η αγάπη
κυοφορώ μνήμη μέλλοντος
μαρμάρωσε βροχή
κατακτήθηκε παρελθών χρόνος
σε μαύρο χώμα κρυφά ρίζωσα
και με χέρια ορθάνοικτα βυθίζω πελάγη

σφήνωσε η γαλήνη
σε αναβλύζοντες ήχους
και τόσα βήματα ιδρωμένα
πλήθη θανάτων
συντρίμια άστρα ξετυλίγουν
καημό στα σκοτάδια του κόσμου
στο μέτωπό μου φυλάω
τη μορφή του αγέρα
θρέφω με τις σάρκες μου λέξη μικρή
γλυκοξυπνάει ο θάνατος
και φυλακίζει καλοκαίρια θλιμμένα
απο φωτιά και αίμα υφασμένα

θησαυρίζουν νερά κάτω απ τα βλέφαρα
ξεψυχάει ανέλπιδη νύκτα
ένα σφύριγμα δικό σου σιγανά σχίζει σκοτάδια
χνάρι βαθύ στον κόρφο κύματος άσπαστου
κι ακόμη δαγκώνουν τα όνειρα
πεθαίνει η αγάπη μ ακούς; ο χρόνος ήταν προδότης
να! γιατι δεν πίστεψα καμμιά σιγή θάλασσας αβοήθητης
ο μήνας παραμένει αχόρταγος και η ώρα αβάπτιστη πόρνη

Μεθυσμένα Δευτερόλεπτα -δευτερόλεπτο 40


Σε απλή φάση, υπάρχουν δυό λογικές . Η λογική του λογικού και η λογική του συναισθήματος . Ο συγκερασμός των δυό ειδών λογικής δίνει ισορροπία και δύναμη .
Με μόνη τη λογική του λογικού ο άνθρωπος καθίσταται άτεκτος. Με μόνη τη λογική του συναισθήματος καθίσταται έρμαιο καταστάσεων. Ο συγκερασμός απαιτεί παίδευση αλλά το αποτέλεσμα δικαιώνει τους πόνους ,

Πέμπτη 24 Ιουλίου 2014

Ματωμένα δευτερόλεπτα - δευτερόλεπτο αγιασμού 39

σε Νύκτα  απροσπέλαστη κι ας κράτησα
μια στάλα Μέρας μέσα μου σε ύδατα
η σάρκα μου σαν όνειρο βυθίστηκε
πόσα κλειδιά  συνθήκη ξεκλείδωναν
κι εγώ χειραφετώ εξόδους αβίαστα 

νυσταγμένο λιμάνι αμίλητο σε σκοτάδια
με βρώμικα καφενεία πεθαμένης θαλπωρής
και τοίχους που γράφουν βάσανα
εξουσιασμένων σιωπών ήττες
βυθισμένες σε συγκατάβαση

δε λυπήθηκα καμμιάς υπομονής κραυγή
τρεις οι βράχοι κι θάλασσα σκόρπισε
σε κύκλους πνιγμών ανελέητων
σκουριασμένες λέξεις σε ουρανό αβασίλευτο
κι ας κράτησε το όγδοο χρώμα η ψυχή
στη μοναχικότητά της την ακλυδώνιστη.

Τετάρτη 23 Ιουλίου 2014

Ματωμένα Δευτερόλεπτα - δευτερόλεπτο 38

ανίσχυροι και άηχοι στεναγμοί
πεινασμένες λέξεις μπρος σε πύλες
φυλακίζουν μνήμη αργοπορημένη
στο ικρίωμα η ελευθερία
να μην κινδυνέψουν τα σκοτάδια

γίνομαι φως στο αύριο που με ακολούθησε
άδειος κόσμος ντύνεται κακουργήματα
νύκτας  ανελέητης που στραγγαλίζει την ώρα
ανεξάντλητος δαίμονας  ερωτεύθηκε θλίψη
και πώς να σταθεί η μέρα  σε θρόισμα αφορμής

τίς οίδε σαν ξανοίχτηκα στην ενδεκάτη θάλασσα
κι ο αιχμάλωτος απαρατήρητος σε ελικοειδή πάλη
ισχυρίζεται ο ήχος της όρασης
γεύσεις χρωμάτων
σαν γεύεται στο άβατο
πως αγαπήθηκαν θεοί  μικροί

θραύσματα αιώνων στις φούχτες μου
ασχημάτιστη ομορφιά σε μυριάδες ίνες χρυσές
κι απ την ανασεμιά μου συλλαβές αβάπτιστες
σε αυθόρμητες συμμετρίες κτυπούν στο βράχο
κι ήταν ο μήνας αναμάρτητος κι η ώρα πόρνη.

Τρίτη 22 Ιουλίου 2014

Ματωμένα Δευτερόλεπτα - δευτερόλεπτο 37

άδειαζα μες σε σκιές
και πέθανα επτά φορές
φορώ τα χρώματα μιας μοναξιάς
αυτά που έχουν στέρηση
ανάλαφρα
με ψιθυρίσματα μ' αγανακτούσε
ανώφελα αχάρακτη ψυχή
γυρίζουν όλες οι νύκτες
στ αδειανά μου χέρια ματωμένες

ένας θεός ντυμένος πληρωμή κρατά ιδρωμένο φόνο
μες σε σκοτάδι λάμπει ο λόγος σου ασάλευτος
πάνω σε χορδή ατραγούδιστη ανεξάντλητη
ριζώνει ο κόσμος προσηλωμένος σε ρυθμό
αφτιασίδωτα καταδικασμένος με τυραγνά

ανέλπιδα οκτώ φεγγάρια αδάκρυστα σβήνουν
τελευταία στιγμή ο πιο βαθύς άγραφος ίσκιος
λησμονημένος άτρωτος ζυμώνεται με ανάγκη
αν ήταν νερό, αν ήταν βράχος , στάθηκα
παραδομένη αστόχαστα κι ύστερα με τα χέρια μου
ξεθεμελιώνω τα μέσα μου σαρκάζοντας μιά μιά τις σιωπές μου.

Ματωμένα Δευτερόλεπτα- δευτερόλεπτο 36

Σμίξαμε ατελώς ως γράμματα
χωρίς διαστήματα
καθώς θρόισαν σύμφωνα
κατάματα κοιτάξαμε
τα δημιουργήματα της καρδιάς

καμώνομαι πως με κρατούν φτερά
κινδυνεύει η θάλασσα από ατύπωτη λύπη
μη διαβάζεις των ερώτων σκέψη
μέσα σ' ένα δίχρονο "α" ασυγκράτητο

η απώλεια αυθόρμητα θα εκφραστεί
η αρχέγονη γνώση των αισθήσεων
αλληλέγγυα τα ματωμένα σπλάχνα μου
θα σημάνουν την ώρα σκιάς που αναπνέει

πόντο πόντο τις παλίρροιες θα πιώ
ρούφηξε απ τα βάθη της σκέψης μου
με βήματα θα κάψω τη δίψα μου
τι παράξενο! να σμίγουν τ' αρώματα
μαζί θα καρφώσουμε της ζωής την απαίτηση

Ματωμένα Δευτερόλεπτα - δευτερόλεπτο 34

διασταυρώθηκε το δάκρυ μου με τη τη βροχή
κι εγω λησμονημένος στου απείρου το μαύρο
ενδύομαι σάβανα αγάπες να περάσω αντίπερα

είναι ανώφελος ο θάνατος ψιθύριζες
κι έχυνα τη μια ζωή μετά την άλλη
σε δρόμους που δεν τέλειωναν
γεμάτοι από πόρνες σκέψεις ,οιμωγές

εγώ δε σπάραξα κι ως τό 'χα πάντα συνήθεια
σε πόνους που με ξέσχιζαν τραγούδια να μοιράζω
μα τι κρατουν τα χέρια μου ; δυό χίμαιρες
ντυμένες στην οδύνη κι ήλθαν να κατοικήσουν
στην άκρη του ήλιου μου που δάκρυζε

χθες που διασταυρώθηκε το δάκρυ μου με τη βροχή
πνίγηκαν τα φεγγάρια κι ουδε ενας ήχος παράπονο
κι εγώ; που θα σταθώ δίχως τον ήχο μιας μουσικής
που τσάκισε σχήμα και χρώματα ραγίζοντας τις λέξεις...

Ματωμένα Δευτερόλεπτα - δευτερόλεπτο 33

σε σύμφωνα με τους ήχους
τους μυστικούς σκάλωσα...
μη χάνεσαι πίσω από μνήμη αγέννητη
μη ραγίζεις τ ουρανού τα χαμόγελα
κράτησέ με στην άκρια του κόσμου
και με το δάκρυ μου ξέπλυνε λέξεις μύθου

στις χαραυγές έχε κι ένα σκοτάδι πρόχειρο
να μη ματώνει ο ήλιος απ το χαμόγελό σου
φοβάμαι σου λέω, φοβάμαι τις δρασκελιές
στα σύμπαντα σταυρώθηκε η φωνή μου
τ' αζήτητα επρόσμενα κρυφά τραγουδισμένα

απελπισμένα βαθιά μέσα σε ήχους των ματιών
πώς φιλοξένησες θεούς που δε με αγαπάνε;
στέκω στην άκρια αθώρητη μα τόσο διψασμένη
δύο φιλιά και μια αγκαλιά αβόγκηχτα κυλάνε
σ' έξωση βασανιστική συστρέφονται, εκδικούνται

πλημμύρες στα χαλάσματα και ο Τιτάνας κλαίει
με γλείφουν ανίερες φωτιές κάθε που με κοιτάζεις
σαν μου μιλάς ο ήχος σου στη θάλασσα με πάει
θα θυμηθείς να κρατηθείς απ τη στερνή κραυγή μου;
μα αν τύχει και παρασυρθείς αράγιστη θα μείνω.

Ματωμένα Δευτερόλεπτα -Δευτερόλεπτο 32

 
Δυό λεύγες δάκρυ,
σε δαντέλα λευκή
ποτισμένη μ αρμύρα.
Αναδιπλώνονται οι μνήμες,
αυξάνουν ολοένα και πιότερο οι λεύγες
να ξεφύγω
δε στάθηκε μπορετό.
Σπαρταρά η ψυχή
μες στις φούχτες μου
και το γέλιο που γεννιέται
και ξεχύνεται ολόγυρα
είναι το τρόπαιο
της ήττας μου.
Σε παράλογες αλήθειες
χτίζουμε το ψέμμα της ζήσης μας
κι εκείνη παίρνει εκδίκηση
κάθε στιγμή.
Εχω δυό φούχτες θάλασσα
φτιαγμένη από δάκρυ
και μ αυτές
θα σε ράνω ύπνε πανώριε
που με νικάς...
Τόλμησα κι έφυγα στο φως....
για πρώτη φορά....
Αναδιπλώνω το χρόνο
και κεντώ στου φτερού μου τον ήχο
το πρόσωπο που ήθελα να είχαμε,
εδώ και καιρό...

Ματωμένα Δευτερόλεπτα - δευτερόλεπτα 31

Ξεκίνησα ,
ένα μακρύ
κοπιαστικό ταξίδι ....
Μέσα στους χρόνους
που ήταν πότε βουτηγμένοι σε τραγωδόες,
άλλοτε σε χαρές αναίτιες,
έμαθα την προοπτική....
έμαθα ακόμη οτι η ζωή,
έχει ασυνείδητες προθέσεις....
σπάζω ένα ένα τα κάτοπτρα
που γεννούν ψεύδη ....
άνοιξε η διαφραγματική μου πύλη....
κουρελιάζω τους μύθους,
τον έναν πίσω από τον άλλον
κι επειδή... τίποτα δεν πετιέται
υφανα τα δικά μου αρμονικά μέσα,
που μετατρέπονται σε όχημα
μ αυτο προφυλαγμένη οδευω πια
προς τις σκληρες αλήθειες της άγνωστης αρχής......

Ματωμένα Δευτερόλεπτα - δευτερόλεπτο 30

το ακούς εκείνο το παράπονο
που μάτωσε τα χείλη;
πες μου λοιπόν αν το ακούς ...
φοβάσαι ...
κουρνιάζει ο φόβος σου
στις φούχτες μου
και δε μπορώ να σε αγγίζω...
είναι αμηδένιστες οι ανάσες
που κυλούν
ανάμεσα απ τις λέξεις σου
και σε προδίδουν...
τρυπώνεις
στις γωνιές του χρόνου
του ανύπαρκτου ....
για τούτο σε αρνούμαι...
μ αγάπησε η μοναξιά..
με φίλησε τόσο βαθιά ,
τόσο
που ρίγησε η θάλασσα ...
απέστρεψες το πρόσωπο ,
μα πρόλαβα
και πιότερο αισθάνθηκα
παρά είδα
τα ραγισμένα σου
μικρά χαμόγελα...
απέιθαρχα με φώναξες
κι εγώ δεν αποκρίθηκα ...
έχω πιότερο θάρρος
να κοιτώ στο κέντρο των σιωπών
να αποκωδικοποιώ
του έρωτα το χνώτο....
κι έχει σκληράδα επικίνδυνη
τούτη η αναμέτρηση
καθώς επιβάλλει
ανελέητες εσώτερες αναζητήσεις....

 από κάπου έρχεται ο ήχος του νερού....
από κάπου...
ζήτησες να σε κρατήσω αγκαλιά
αλλά τα χέρια μου
γεμάτα είναι απ το παράπονό σου...
η προσπάθειά σου
έτσι όπως την ακουμπώ
κραυγάζει πως όλα όσα έλεγες πως θες....
δεν είναι παρά .....
μονάχα μια ....επίφαση....
2013

Ματωμένα Δευτερόλεπτα - δευτερόλεπτο 29

ματαιοπονούν ώρες ημίγυμνες
προσμένοντάς με στ άδυτα της αβύσσου
αετός μου παράστεκε σ' όλες τις συνουσίες
με ουρανό αδιάφορο σ ένα βαρύ κρεββάτι
έρεε το αίμα μου γυμνή πρόκληση σε αιώνα

στην κόλαση πηγαίνω να συναντήσω το θεό
αν αγαπιώνται ήμερα οι έρωτες να μάθω
πάνω σε διάφανες σιωπές εκει που η τρέλα
αναγνωρίζει το έγκλημα το πιο καλοστημένο

μοιραίο δοξάρι πώς κλαίει το βιολί στη φρίκη
αναγνωρίζει χνάρια βαθιά απο ψυχή που ξόδεψε
σιωπηλά και τρομαγμένα ανιχνεύει ξένη ανάγκη
για όνειρο μες στο όνειρο και ψηλαφώντας το
εκείνο φωνάζει στο βιολι δε σε χρειάζομαι

αθέατο δοξάρι πιά στριφογυρνά σε σύμφωνα μπλεγμένο
βαρύ φορτίο στεναγμού μα δεν το εκδικούμαι
χάρτινες σκιές σκοντάφτουν σε λυγμό που σφάχθηκε
ακουμπώ τα χείλη πάνω του δίχως να γλείφω το αίμα του

μη με κοιτάς σαν σέρνεται ο ήχος σου σκαλώνοντας
στα δύχτια που ύφανες να ξεψυχά ο λόγος
διψάω για κείνη τη ζωή που με ξεσχίζει η δύναμη
μιας ηδονής που μου χαρίζει αναίτιος θάνατος
ας ματαιωπονούν οι ώρες που ξοδιάζονταν
πάνω σε συνουσίες μιας μνήμης που φωτίστηκε.

9/3/2014

Ματωμένα Δευτερόλεπτα - δευτερόλεπτο 28

αντίστροφες ώρες δέθηκαν βροχή
σε επικίνδυνο καημό λυσσάει ο θάνατος
αντέχεις τα καρφιά είπε και κει
στο βράχο πάνω συντρίφθηκα

εξαντλείται η απόγνωση θεού
τρομακτικό φεγγάρι σαν πνίγηκε
στ ανθρώπινα αγγίγματα ο δαίμονας
στίβει μοναξιά δε λιγοστεύει τίποτα

βρυχάται αίμα στην όχθη σκέψης
τραντάζει η φλέβα την καρδιά
άφωνη λέξη αγέννητη κυλάει
πάνω στα δυό ποτάμια του έρωτα

με μουσική να σπαν οι αλυσίδες
μην έχεις φόβο βαθύς πόθος γεννήθηκε
στέκω ήρεμος στην άκρια μιας λέξης
δεν έχω ακόμη γεννηθεί
άνοιξε τα χέρια θα κατοικήσω στα χείλη σου .

Ματωμένα Δευτερόλεπτα - δευτερόλεπτο 27

ανεξερεύνητη διάτρητη αγέννητη
και φίλη του θανάτου
δε μου μιλούσε
κι εγω ικέτευα την ελευθερία μου
πού ειν το κύμα σου ψυχή μου;
σπάσαν οι λέξεις
μπλεγμένες σε ματωμένα δευτερόλεπτα
χτυπά βίαια το φώς
μεθώ στου πόνου το μεγάλο τραγούδι
και δεν γυρεύω
παρά την αθωότητα
εφάμιλλη της αγάπης
και του θανάτου εκείνου που χτίζει το σύμπαν
αποκαθηλώνομαι
σωριάζομαι με πάταγο σε ξέμπαρκο θαύμα
πώς να τραφώ με αγέρα που έφυγε
με το σχήμα τ ανθρώπου κρατώ
το σφιγμό μιάς στιγμής ερειπωμένης
πού χάνεσαι; δε ζήσαμε ..
μη λυπηθείς τα χρώματα τα άφτιαχτα
πνίγηκα στους κύκλους των χρωμάτων φωνής
καθώς θριάμβευε στη γνώση μιας φωτιάς
για να εξέχω του χρόνου που με τρομάζει
μίλα μου ! δώς μου το κύμα σου ψυχή μου .

Δευτέρα 21 Ιουλίου 2014

Ματωμένα Δευτερόλεπτα - δευτερόλεπτο 26

αθέατες όψεις
σπασμένο αλφάβητο
αισθήσεων δίχως χειρόγραφα
και δεν είμαι μόνος
μυριάδες πανσέληνοι
σε δεμένο σύμπαν

με  συναισθησία  κι αφέλεια
βουτώ μες στο χρώμα
και κείνο
γελά σαν το γεύομαι  μυστικά
δεν δικαιώθηκαν τα ανθρώπινα
έως ότου η αφή μαρτυρήσει τα ψεύδη της
θα γυρίζω ανάποδα την απόσταση

όλα τα ένστικτα που σκοντάφτουν
γαληνεμένων σφυγμών
και το μέγα σκίρτημα
σαν ξεντύνομαι το σώμα μου για ταξίδι
μυστική η χαρά σε στροβιλισμούς
αλητεύω σε σφαιρίδια
κοινωνώ απαγορεύσεις

και ο λώρος που με δένει στη συνήθεια
θαμβωτικό το φως χωρίς συνενόχους
συναρπαστικές πτήσεις
στην προκυμαία ανταμώνουν τα πεπρωμένα
κι εκβάλλει η απόλυτη καθαρότητα
σε αθέλητα διευρυμένα δευτερόλεπτα.

Σάββατο 19 Ιουλίου 2014

Ματωμένα Δευτερόλεπτα - δευτερόλεπτο 25

κατακτώ θανάτους σε ώρα αιχμής 
δηλητήριο φυτρώνει σε ανακωχή
με τα μάτια ορθάνοικτα 
σαστισμένοι ξεντύθηκαν οι αιώνες 
σαν διασταυρώθηκαν στην ομίχλη 
ανάξιας θλίψης ..... 

ριψικίνδυνες αφορμές σκιρτούν
στροβιλίζονται απογοητευμένες
σε κάθε αποκαθήλωση ανασεμιάς
ατραυμάτιστης συλλαβής σε τραχύ τάφο
θραύσματα νύκτας ανακάλυπτα 
σε ιδρωμένες θάλασσες ένοχες

δαγκώνω σφυγμό ανέμου
σπαράζει η γης κάθε που γλιστρούν
ένστικα δημίων απαχθέντων απο δεσμά
ας μην έχω συγκατάθεση απόστασης 
εγώ ο μέτοικος σε βάρδια άγνωστης γενιάς 
δίχως αποκατάσταση αφού δεν γεννήθηκα

θα εξαργυρώνω έναν πόνο, έναν έρωτα
και μέσα σε σάρκα που κατοίκησα
άφρακτα τα όνειρα θα ραγίζουν 
και ο βυθός μου θα αρνείται  υποταγή
σε κάθε μεταθανάτια εκκρεμότητα 
με παραπλανημένα δευτερόλεπτα  
που έλιωσαν σε ζύγι.

" Αλαργινά "

Δυό τρεις ξέπνοες λέξεις
ένας απαίσιος ήχος
λαίλαπα γινήκαν
και ξεριζώσαν τη γης
απ του γαλαξία το στέρφο στήθος
μετεωρίζομαι
σε σάπια κρανία
μαστιγώνομαι στις πλατείες
όταν το πλήθος συναθροίζεται
ο λόγος σας γίνεται το ικρίωμα
που ποθει
τη στερνή μου πνοή
μα εγώ
του πατέρα το κομμένο κρανίο
στις φούχτες σαν έχω
διόλου το φόβο δεν αντάμωσα πιά
και χλευάζω
τα σπασμένα κορμιά σας
απ των πόθων τη λάβα
που τυφλά δολοφωνεί την καρδιά σας
δε θέλησα ν' απλώσω σιμά σας
μεταξένια σκαλιά
το δαυλό
να κρατά ζεστά τα όνειρά σας
μια άδεια τρύπα
σε διαλυμένο τετράδιο
χάσκετε πάντα
μπρος στου θανάτου
το άδειο τριπόδισμα
ετσι, αιτία γινόσαστε
να γεννιέμαι ξανά.


" Αλαργινά "
εκδόσεις Σμυρνιωτάκη 1989

Ματωμένα Δευτερόλεπτα - δευτερόλεπτο 24

Δεν υπάρχουν σχήματα,
ουδέ χρόνος και ώρες
έσπασαν όλα τα δεσμά
κι από τότε όσο κι αν ξεμακραίνω
πιο σιμά βρίσκομαι στη νέα αρχή 
προβάλλει το ακαθόριστο
χάνομαι
έτσι νομίζω
μαστιγώνω το τίποτα
γεννιέται η εσωτερική όραση
εδράζει στο κέντρο του μετώπου μου
ότι ήταν πέρα από τον ήχο
πέρα απ τα σχήματα
ότι ήταν άπιαστο
ενώθηκαν
έπαψαν να είναι ακαθόριστα
κι εγώ κέρδισα την εικόνα του μη εικονικού
τούτο είναι απερίγραπτο
αφάνταστο
κέρδισα την εικόνα του
όμορφου
στέκω με έκσταση
μπρος στην ανύπαρκτη αρχή
ακολουθώ απ το τέλος
που κι αυτό δεν υπάρχει
μήνας παρελθοντικός και ώρα άρχουσα.

Ματωμένα Δευτερόλεπτα - δευτερόλεπτο 23

ανάμεσα σε δυό αποχρώσεις λευκού αιχμάλωτη
ένα άρωμα φυλαγμένο στο μικρό "ε" με νανούριζε
να μη δω το μακελάρη
σε ματωμένες λίμνες σαν πρόδιδε
με δισταγμό πλέκαν οι λέξεις
άσκοπη ζωή σε αμβλεία γωνία

κι ήλθαν μυστικά λιακάδες
καμωμένες απο έκρηξη
να φανερώσουν τους αυτόχειρες
αμετανόητους ντυμένους αμαρτία
ζυγιάζω τα εικοσιτετράωρα
που παριστάνουν ευλαβικούς έρωτες
και οι στιγμές απόδετες
γδέρναν κάθε ομοιότητα καταρρέοντος χρόνου

εκπνέει ερώτηση αβοήθητη τσαλακωμένη
μες σε σύμφωνα βασανισμένη
κι ύστερα ντύνεται μοναξιά
νύκτας καθάριας και ψιθυρίζει οτι είδε το θάνατο
ακόμη αιχμάλωτη σε αποχρώσεις ονείρου
ενωμένη με εξαντλημένα αγγίγματα ραγίζω το απίστευτο
στίγμα θανάτου στην όχθη απο δάκρυα
κι ήταν μήνας αόρατος και η ώρα αναλλοίωτη

16 / 6 / 2014

Ματωμένα Δευτερόλεπτα - δευτερόλεπτο 22

πεπερασμένοι και 
εξαγοράσιμοι καιροί
άφησα αυτό που έγινα 

κράτησα αυτό που είμαι
εξουσιασμένοι απ ανάγκες

 καλότυχων αγανακτήσεων
όσα σημάδια διάβαιναν ανάμεσα 

συνέθεταν κίνηση απούσα
δεν είχαν το δικό μου περιεχόμενο ,

όχι δεν τό ' χαν
ειχα δει τον προορισμό και τις αντιδράσεις
πάλι οχι θα πω 

στον εκ του μακρόθεν μαχόμενο
με σημαδεμένες λέξεις 

μιαρά αγκαλιάσματα
κοινής μικτής καταγωγής ο φόνος 

με σφοδρότητα
και η επιθυμία 

να με μάθει ύψιστους πόθους 
σε ίδιο τόπο
κι ήταν μήνας μισός ανθρώπινος 

και η ώρα απολύτως θεϊκή

18 / 6 / 2014

Πέμπτη 17 Ιουλίου 2014

Ματωμένα Δευτερόλεπτα - δευτερόλεπτο 21

δεν αξιώθηκα
να κλάψω δίπλα σε μεσάνυκτα
πάνω σ εκείνη
την πλανεμένη ώρα που ξεπόρτιζε
απατημένες μνήμες
στροβιλίστηκαν σ αγγίγματα
κι εσυ
δεμένος στην απελπησία
για όσα δεν πόθησες

σακατεμένη φλέβα
και τα χέρια ανάγλυφα
σε ξένη φωνή
καρφώνω
γεύσεις ερωτευμένες
αμοίραστες απο ανάξια κάτοπτρα
αγρίμι ατρόμητο
καρφωμένο σε κοράλι
μια χλεύη ταπεινή
κι η γής στέγνωσε και ρίμαξε
ανίσχυρη να προσπεράσει

στην πρώτη πτώση
πολιορκήθηκα
στη δεύτερη πλανήθηκα
βαραίνει η σκόνη
και οι ανακωχές
παραμένουν αβάπτιστες
σε μικρά νυστέρια
το σκοτάδι αφύλακτο σε ύποπτη ερημιά
ακόμη κυοφορώ τη σκιά
ενός "είναι" που κρατιέται απ την άβυσσο

κλειδωμένες μοναξιές
σε πληγές με ανάστημα
μοιρασμένη αγωνία
έσπασε ο σταυρός που με κάρφωναν
άγονη άρνηση και βαραίνει
εμποδίζει το ευτελές
κι η συνήθεια
δεν αξιώθηκα να κλάψω
σε απελπησμένο μήνα και σε ώρα αμοίραστη .

17 /6 / 2014

Ματωμένα Δευτερόλεπτα - δευτερόλεπτο 20

φορτωμένες σιωπές ξενιτεμένες με φερσίματα αόριστα
κι ένας έρωτας που πίκρες σπιθίζει πυρπολεί χορδές
ήττες κρυμένες ξεχάστηκαν στου κορμιού αγκαλιάσματα
ο καιρός ειναι λίγος κι η ζωή ακοινώνητη εξοικείωση

αγγίζω λογής -λογής εξαφανίσεις και δεν αφομοιώνομαι
υπολείμματα γυμνών λόγων εύφλεκτων ενθαρρύνουν νότες
οι ψυχές τους μου κουβέντιασαν κι ολοζώντανοι νεκροί
χάραξαν με σύνεση και γενναιοδωρία σε μέρες ατερμάτιστες

εκει στεκόσουν με το λωτό ανάμεσα στα χείλη και το αίμα στη λέξη
βαπτισμένος αιωνιότητα επαλήθευση χαμένου ονείρου πληγή
και κάρφωνες στο στήθος μου δισταγμούς μεταμελημένους
σε μήνα αθώα περιστρεφόμενο και η ώρα σε προσταγή ανεξαργύρωτη

21 /6 / 2014

Ματωμένα Δευτερόλεπτα - δευτερόλεπτο 19


εκεί ανάμεσα
στον κτύπο μιας ώρας
συνθλίφθηκα
τ' αναθέματα του αδύνατου
στέκουν αβάπτιστα
κι εγώ να μοιράζομαι
στα παρμένα τα ακατάκτητα
βογκάει η νύκτα
κρέμεται ένα κουρέλι ουρανού
καρφώθηκε σε μισοφέγγαρο
αφουγκράζεται

στάθηκε ο χρόνος
στους παιδεμούς
απλήρωτη ερημιά
ο φόνος ασυντρόφιαστος
ευλογημένος κλώθει στον Άδη
κρεμιέμαι από μια θύμηση
ριζώνω σε καημό και πάλι αιμοραγώ
γλυκό μαύρο κρασί
και δε λογάριασα τα σπασμένα κατάρτια
σε θύελα συνέχιζα
σα νάτανε γιορτή έρωτα ζηλόφθονου

γνωρίζω όλα τα μέλλοντα σπέρνω σκιά
μη και λευτερωθεί η ευωδιά από το αλλόκοτο
και πως να σηκώσω τα βρώμικα
σέρνονται σε επίγεια Τάρταρα ασταμάτητα
δοξολογώντας Ανάσταση κι ήταν
μήνας απάτριδος και η ώρα
συνθλίβει ακόμη τη σάρκα μου

Τετάρτη 16 Ιουλίου 2014

Ματωμένα Δευτερόλεπτα -δευτερόλεπτο 18

άγριος σεισμός πείνας αιρετικής
θραύσμα ζωής ασυντέλεστης
μισή αγάπη μισό όνειρο και το μελτέμι
τις νοσταλγίες τραγούδησε
και μεγάλωσαν τα φεγγάρια
απ' του χαμού  το διάβα κι όμως
αντιλαμβάνομαι τον άνθρωπο
σαν κλέπτει αισθήσεις
μικρών συμφώνων ακυμάτιστων

άγριος σεισμός αδιάβαστων χρησμών
Νύκτας που πνίγηκε σε τάφους προσμονών
γδύθηκα τα χέρια μου να μην πλάσω ομορφιά
ξέρεις μιλώ σ εκείνο το άγαλμα που
ο λυγμός του περασμένα μεσάνυχτα πια
μεταβάλει τα σώματα σε ποταμούς αδιάβατους

δεν έχω πεπρωμένο εγώ
ταξιδευτής σε διάρκεια
μυστικών χρησμό η αμοιβή μου και να σκύβω
από βαριά κληρονομιά μιας μεταμόρφωσης
και πόσα περάσματα Σειριακά ως νά 'ρθει η Αλήθεια
σε παλιούς καιρούς ήμουν κι εγώ άγαλμα
ένοχο για τους σεισμούς πείνας ατελεύτητης 
και είναι αναπόφευκτο να δρω πέρα απ τα όρια
με πλήρη μνήμη σε πετρωμένα δευτερόλεπτα