Παρασκευή 31 Οκτωβρίου 2014

αλόγιστα ντυθήκαμε γυμνή ψυχή
φυλάκισα στην άγνοια τον εαυτό μου
να μην πονά για  ετοιμοθάνατα όνειρα
μετράς φωνήεντα αγγίζοντας θλίψη
θύελα ραγίζει όλα τα σούρουπα

σκιρτά στοργή μα
δεν προσμένω φιλί καυτό
με γεύση ακαθόριστη ο δισταγμός
μιά τρικυμία καινούρια
καμμιά τελειότητα κι
έδεσα χέρια σε έρημες θάλασσες
αρνήθηκα ταξίδια αδυσώπητα

γυρεύω ώρα  άρνηση ευαίσθητη
η πίστη περνά σε  σχήματα  φορτωμένα αυταπάτη
γυμνώνεται ο έρωτας εύπιστος ανυπότακτος
μια μουσική που ξύπνησε βουτά με διάκριση
σε θάλασσα αχρωμάτιστη
με λάμψη παντοδύναμη

δε σε γνώρισα κι όμως σε ξέρω
δε σε άγγιξα κι όμως το σχήμα σου έχω
δε σε άκουσα κι όμως στη μελωδία σου πνίγηκα
μ ερωτευμένη βροχή έδεσα τα καράβια
σ αγκυροβόλι  παρθένο ώσπου η εικόνα έσπασε
πάνω στα χαλάσματα ισορροπούσα
βάθη αμέτρητα.
άγριες δαιμόνιες φωτιές αλήτισσες
σε πόνους αμεταμόρφωτους
εισχώρησαν και φόνους πραγματώσανε
με δυό λεπίδες χόρτο πιο ισχυρές απ' τα γόρδια

τα δάκρυα χείμαρος γινήκανε ομίχλη
ούτε μια μέρα δε θα ρθεί ίσια να μας κοιτάξει
πώς να στο πω οτι έχασα τον ήχο μου
ένας τεράστιος θάνατος καρφώθηκε απο λέξη

σε βέλος μαύρο έδεσα τη φλέβα μου
χύθηκε εξω απ τη γής μονάχη η ψυχή μου
μην κλαις θα παραβγώ στον άνεμο
άφησε με θάρρος γυμνούς τάφους
δε σου ανήκουν

κατάδικος θεός λιποψυχά σε τόση δα αγάπη
βιάστηκε η θάλασσα μα ωστόσο δεν ξεψύχησε
μην κλαις
ο προδότης χρόνος
έπαψε νάναι απροσμέτρητος
αλλού είναι η λευτεριά μας.

15/2/2014
τα γυμνά σου χέρια λεπίδες αδυσώπητες
αλλόκοτα κύματα ματωβαμένα ασφυκτιούν
ραγίζει χνάρι βαθύ  κάτω από τεθλασμένο ήχο
πόσα σχήματα αντανακλούν σε μοναξιά

κι εγω να σε γυρεύω σ'ασύνδετα άυπνα σύμφωνα
τι κι αν σιωπαίναμε μπροστά σε πυρκαγιές
κι αν χαράζαμε το σούρουπο σε σοκάκια  ήλιους
καρφώνοντας τις λέξεις μας σε χρόνο βιαστικό

αβάσταχτα μαστίγωσα και πάλι ατίθασα χρώματα
πυρπόλησα τον λαύρο Αύγουστο να ανατρέψω
την ήττα που ψυχοραγούσε σε κενό συνοστισμών
αλέθω σε συμληγάδες ωροδείκτες της καρδιάς

θα σε αφήσω σε χρόνο άθικτο
και θά 'ναι καταμεσήμερο
να αιφνιδιαστείς απο θανάτους φυγάδες
εκει που θα εξαπολύουν βάρος ψυχής
που στερήθηκε βλέφαρο για να κρατήσει δάκρυ.

Στάζει Νύκτα

καρφώθηκα σε σιωπή που έσταζε νύκτα
στην όχθη της αγάπης άκουσα στεναγμό
σε πέτρα παγωμένη σμίλεψα χρόνο
έγυρα να ξεδιψάσω με το δάκρυ της γης

ριπές αγέρα σχίζουν ματώνουν παράφορα το χρόνο
ποτάμι δίχως όχθες  βασανίζει λέξεις παράφορες
ταξιδεμένες σε μεσημέρια αδούλωτα
ξεπέρασα και μετακίνησα θάνατο

μπήκα στο ακατόρθωτο ανάμεσα σε φωτιές
ερωτευμένα φεγγάρια λαβώθηκαν
σε ήχο βημάτων που κροτάλιζαν
καθώς έσβηναν ένα ένα τα σκοτάδια

συστέλλομαι σ έναν κόσμο που καταδιώκεται
στέκω και διαστέλλομαι στα μικρά απείθαρχα
σε όσα συμβαίνουν μέσα μου
δε διαψεύδομαι καθώς σ αγγίζω στο φως
κι ας νόμιζα
παραμένει τόσο ακριβά απλησίαστη η ζωή.
δε μου δίδαξαν ποτέ τη γραφή
ούτε καν να διαβάζω δεν έμαθα
πώς ακούω τους ήχους όμως;
κι αγωνίζομαι
να αρθρώσω το λόγο μου
που δεν ωριμάζει ποτέ
έμαθα μόνος
να διαβάζω τα σχήματα
και κυρίως τα χρώματα
αυτά τα ηχοχρώματα
θα είναι που δεν έμαθα
ποτέ να διαβάζω
και κανείς ποτέ
δε μου δίδαξε τη γραφή.
2013

Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2014

Μήνας Λαβωμένος

σε μιάς βοής το ξόδεμα με άφησες
μια πεινασμένη θάλασσα βρυχάται και ορμά
στην όχθη κορμιού αθέατου ξεσπά
ανήσυχη απεραντοσύνη  ανένδοτη
πυκνές σκιές σβήνουν τον ήχο σου
σκάβω στην πέτρα βαθιά μνήμη να σμιλέψω

έρωτας που ανασαίνει Αύγουστο
κι έτσι όπως ραγίζει το τραγούδι
ταράζει τον καιρό και μεγαλώνει τ' άπειρο
βαθαίνει η λαχτάρα αγάπη μου
μες στις ερήμους σου να μπω
ριγά η ψυχή ταράζεται δεν ημπορεί
πίσω από σύνορα να χάνονται τα ίχνη σου

δύω σε σκόνη πέτρας, μαύρη πυκνή ομίχλη
εκείνη την πέτρα σαν σμίλεψα τον ήχο σου μη χάσω
μου μίλησε η θάλασσα τον ουρανό σαν ξέσχιζα
μεθώ πίνοντας   δάκρυ μικρής αβύσσου
ούτε μια μέρα που νά 'χει φως δε φάνηκε
ούτε μια μέρα
κι εσυ να βασανίζεσαι ανάμεσα σε δυό ερήμους
Μήνας λαβωμένος και ώρα σε Αύγουστο

Μήνας Μεταμόρφωσης και Ώρα σε Παλίρροια

Αργούσε πολύ να φανεί το φως
σ εκείνη την απόπειρα
να μεταμορφωθεί σε λέξη
πολύ προσωπική υπόθεση
δέθηκε σε παλίρροιες και ξόκειλε
σε δαγκωμένο βράχο
πώς να σου εξηγήσω
την απουσία των ωρών;
σε παλιά ταλαιπωρία πνοής αγέρωχης
φυσάει μια λύπη άγνωστη
μέσα απ τη δύνη του νερού
ξέσχισε ο κίνδυνος τις σάρκες μου,
ματώνω
κι ως έσκυψα θάλασσα να πιω
είδα το πρόσωπό σου
στα χέρια κρέμονταν ξέφτια ουρανού
η χθεσινή βροχή
καθόταν πίσω απ τα βλέφαρά σου
πώς ξεψυχά η πέτρα
μέσα σ ολόκληρη ελπίδα
μεταμορφώνεται
σε κομμάτια σιωπής
που στενάζει
στράφηκα
να σου πω
το θαύμα να γνωρίσεις
μα είχες χαθεί
μέσα στο ολοστρόγγυλο κενό
την ώρα που έφθανε το φως .
Μήνας  μεταμόρφωσης  και ώρα σε παλίρροια

Mήνας Aγέννητος και Ώρα η Πρώτη

Αν έβρισκε γωνιά
ο νους να ξαποστάσει....
αν γνώριζα
την αιτία που τολμά
κι αναδύει
εκείνη τη μορφή του συναισθήματος
και κάνω τόσες αποδράσεις...
Εκείνες τις αποδράσεις
που οι λώροι δεν σπάζουν
αλλά
ποτέ δεν κατάλαβα αν επί ματαίω....
μήνας αγέννητος και ώρα η πρώτη.

Ἐπιστολὴ ἀρχηγοῦ Ἰνδιάνων στὸν Πρόεδρο τῶν ΗΠΑ

Ἐπιστολὴ ἀρχηγοῦ Ἰνδιάνων στὸν Πρόεδρο τῶν ΗΠΑ
http://www.youtube.com/watch?v=SoDpjyze9KQ

(Μᾶλλον ἦταν λόγος πού ἐκφώνησε ὡς ἀπάντηση ὁ Σηάτλ καί ὁ ὁποῖος καταγράφηκε ἐκ τῶν ὑστέρων ἀπό τόν παρόντα ἐκεῖ Η.Α. Smith, τήν ἀπάντηση δέ αὐτή τήν ἔδωσε στή δημοσιότητα ἡ ἀμερικανική κυβέρνηση 121 χρόνια μετά, τό 1976, στό γιορτασμό τῶν 200 χρόνων ἀπό τή διακήρυξη τῆς ἀνεξαρτησίας. Ὅπως καί να ’χει, πρόκειται γιά τό κείμενο μιᾶς ἀπάντησης, πού χρονολογεῖται ἀπό τό 1854 καί εἶναι κείμενο πραγματικά προφητικό!)

Οἱ Ἰνδιάνοι Suquamish ἦσαν ἄριστοι ψαράδες, χαράκτες, κατασκευαστές καλαθιῶν καί κανό. Στά μέσα τοῦ 19ου αἰώνα ἡ τότε κυβέρνηση τῶν ἀμερικανῶν ἀποίκων τοὺς ἀνακοίνωσε τήν πρόθεσή της νά ἀγοράσει τή γῆ τους καί νά τούς μεταφέρει σέ ἕναν ἄλλο τόπο γιά νά ζήσουν. Ἐκείνη τήν ἐποχή ἀρχηγός τῆς φυλῆς Suquamish ἦταν ὁ See-at-la, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε τό 1786 καί πέθανε στίς 7 Ἰουνίου τοῦ 1866. Ἀπό τό ὄνομά του πῆρε τό ὄνομά της ἡ πολιτεία τοῦ Σηάτλ.

Ἡ πρόταση αὐτῆς τῆς ἀγοραπωλησίας ἦταν ἐντελῶς ξένη στίς ἀντιλήψεις καί στόν τρόπο ζωῆς τῶν Ἰνδιάνων, ὁ δεσμός τῶν ὁποίων μέ τή φύση εἶναι ἱερός καί ἀδιάσπαστος, ὅπως ἡ ἀδερφική ἀγάπη. Ὁ Σηάτλ ἐκφράζει μέ περηφάνια καί σεβασμό στήν παράδοση τόν τρόπο σκέψης τῆς φυλῆς του, ὁ ὁποῖος διαφέρει πλήρως ἀπό τίς ὑλικές ἀξίες καί τόν κατακτητικό πολιτισμό τῶν λευκῶν. Οἱ σκέψεις πού διατυπώνει ὁ Σηάτλ ἀπέχουν ἀπό ἐμᾶς πάνω ἀπό ἐνάμιση αἰώνα, εἶναι ὅμως ἐξαιρετικά ἐπίκαιρες στήν ἐποχή μας, τώρα πού ὅλοι πλέον βιώνουμε τίς ὀλέθριες συνέπειες ἀπό τήν ὑπερβολική ἐκμετάλλευση τῶν φυσικῶν πόρων, τή μόλυνση τοῦ περιβάλλοντος καί τή διαρκῶς ἐπεκτεινόμενη οἰκολογική καταστροφή τοῦ πλανήτη μας.

Ἡ Ἐπιστολή

«Ὁ μεγάλος ἀρχηγός στήν Οὐάσιγκτον μηνάει* πώς θέλει νά ἀγοράσει τή γῆ μας. Ὁ μεγάλος ἀρχηγός μηνάει ἀκόμα λόγια φιλικά καί καλοθέλητα. Καλοσύνη του, γιατί ξέρομε πώς αὐτός λίγο τή χρειάζεται ἀντίστοιχα τή φιλία μας.

Τήν προσφορά του θά τή μελετήσαμε, γιατί ξέρομε πώς, ἄν δέν τό πράξουμε, μπορεῖ ὁ λευκός νά προφτάσει μέ τά ὅπλα καί νά πάρει τή γῆ μας.

Πῶς μπορεῖτε νά ἀγοράζετε ἤ νά πουλᾶτε τόν οὐρανό - τή ζέστα τῆς γῆς; Γιά μᾶς μοιάζει παράξενο. Ἡ δροσιά τοῦ ἀγέρα ἤ τό ἄφρισμα τοῦ νεροῦ ὡστόσο δέ μᾶς ἀνήκουν. Πῶς μπορεῖτε νά τά ἀγοράσετε ἀπό μᾶς; Κάθε μέρος τῆς γῆς αὐτῆς εἶναι ἱερό γιά τό λαό μου. Κάθε ἀστραφτερή πευκοβελόνα, κάθε ἀμμούδα στίς ἀκρογιαλιές, κάθε θολούρα στό σκοτεινό δάσος, κάθε ξέφωτο καί κάθε ζουζούνι πού ζουζουνίζει εἶναι στή μνήμη καί στήν πεῖρα τοῦ λαοῦ μου, ἱερό.

Ξέρομε πώς ὁ λευκός δέν καταλαβαίνει τούς τρόπους μας. Τά μέρη τῆς γῆς, τό ἕνα μέ τό ἄλλο, δέν κάνουν γι' αὐτόν διαφορά, γιατί εἶναι ἕνας ξένος πού φτάνει τή νύχτα καί παίρνει ἀπό τή γῆ ὅλα ὅσα τοῦ χρειάζονται. Ἡ γῆ δέν εἶναι ἀδερφός του, ἀλλά ἐχθρός πού πρέπει νά τόν καταχτήσει, καί ἀφοῦ τόν καταχτήσει, πηγαίνει παρακάτω. Μέ τό ταμάχι* πού ἔχει θά καταπιεῖ τή γῆ καί θά ἀφήσει πίσω του μιὰ ἔρημο. Ἡ ὄψη πού παρουσιάζουν οἱ πολιτεῖες σας, κάνει κακό στά μάτια τοῦ ἐρυθρόδερμου. Ὅμως αὐτό μπορεῖ καί νά συμβαίνει ἐπειδή ὁ ἐρυθρόδερμος εἶναι ἄγριος καί δέν καταλαβαίνει.

Ἄν ἀποφασίσω καί δεχτῶ, θά βάλω ἕναν ὅρο. Τά ζῶα τῆς γῆς αὐτῆς ὁ λευκός θά πρέπει νά τά μεταχειριστεῖ σάν ἀδέρφια του. Τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος δίχως τά ζῶα; Ἄν ὅλα τά ζῶα φύγουν ἀπό τή μέση, ὁ ἄνθρωπος θά πεθάνει ἀπό μεγάλη ἐσωτερική μοναξιά, γιατί ὅσα συμβαίνουν στά ζῶα, τά ἴδια συμβαίνουν στόν ἄνθρωπο. Ἕνα ξέρομε, πού μπορεῖ μιὰ μέρα ὁ λευκός νά τό ἀνακαλύψει: ὁ Θεός μας εἶναι ὁ ἴδιος Θεός. Μπορεῖ νά θαρρεῖτε πώς Ἐκεῖνος εἶναι δικός σας, ὅπως ζητᾶτε νά γίνει δική σας ἡ γῆ μας. Ἀλλά δέν τό δυνόσαστε.* Ἐκεῖνος εἶναι Θεός τῶν ἀνθρώπων. Καί τό ἔλεός Του μοιρασμένο ἀπαράλλαχτα σέ ἐρυθρόδερμους καί λευκούς. Αὐτή ἡ γῆ Του εἶναι ἀκριβή. Ὅποιος τή βλάφτει, καταφρονάει τό Δημιουργό της. Θά περάσουν οἱ λευκοί - καί μπορεῖ μάλιστα γρηγορότερα ἀπό ἄλλες φυλές. Ὅταν μαγαρίζεις* συνέχεια τό στρῶμα σου, κάποια νύχτα θά πλαντάξεις ἀπό τίς μαγαρισιές σου.

Ὅταν ὅλα τά βουβάλια σφαχτοῦν, ὅταν ὅλα τά ἄγρια ἀλόγατα μερέψουν, ὅταν τήν ἱερή γωνιά τοῦ δάσους τή γιομίσει τό ἀνθρώπινο χνῶτο καί τό θέαμα τῶν φουντωμένων λόφων τό κηλιδώσουν τά σύρματα τοῦ τηλέγραφου μέ τό βουητό τους, τότες ποῦ νά βρεῖς τό ρουμάνι;* Ποῦ νά βρεῖς τόν ἀϊτό; Καί τί σημαίνει νά πεῖς ἔχε γειά στό φαρί* σου καί στό κυνήγι; Σημαίνει τό τέλος τῆς ζωῆς καί τήν ἀρχή τοῦ θανάτου.

Πουθενά δέ βρίσκεται μιὰ ἥσυχη γωνιά μέσα στίς πολιτεῖες τοῦ λευκοῦ. Πουθενά δέ βρίσκεται μιὰ γωνιά νά σταθεῖς νά ἀκούσεις τά φῦλλα στά δέντρα τήν ἄνοιξη ἤ τό ψιθύρισμα πού κάνουν τά ζουζούνια πεταρίζοντας. Ὅμως μπορεῖ, ἐπειδή, καταπὼς εἶπα, εἶμαι ἄγριος καί δέν καταλαβαίνω - μπορεῖ μονάχα γιά τό λόγο αὐτόν ὁ σαματᾶς* νά ταράζει τά αὐτιά μου.

http://www.youtube.com/watch?v=kZMK4U_GeVw&app=desktop

Μά τί μένει ἀπό τή ζωή, ὅταν ἕνας ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά ἀφουγκραστεῖ τή γλυκιά φωνή ποὺ βγάνει τό νυχτοπούλι ἤ τά συνακούσματα τῶν βατράχων ὁλόγυρα σέ ἕνα βάλτο μέσα στή νυχτιά; Ὁ ἐρυθρόδερμος προτιμάει τό ἁπαλόηχο ἀγέρι λαγαρισμένο* ἀπό τήν καταμεσήμερη βροχή ἤ μοσχοβολημένο μέ τό πεῦκο. Τοῦ ἐρυθρόδερμου τοῦ εἶναι ἀκριβός ὁ ἀγέρας, γιατί ὅλα τά πάντα μοιράζονται τήν ἴδια πνοή - τά ζῶα, τά δέντρα, οἱ ἄνθρωποι. Ὁ λευκός δέ φαίνεται νά δίνει προσοχή στόν ἀγέρα πού ἀνασαίνει. Σάν ἕνας πού χαροπολεμάει γιά μέρες πολλές, δέν ὀσμίζεται* τίποτα.
Ἄν ξέραμε, μπορεῖ νά καταλαβαίναμε - ἄν ξέραμε τά ὄνειρα τοῦ λευκοῦ, τίς ἐλπίδες πού περιγράφει στά παιδιά του τίς μακριές χειμωνιάτικες νύχτες, τά ὁράματα πού ἀνάφτει στό μυαλό τους, ὥστε ἀνάλογα νά δέονται γιά τήν αὐριανή. Ἀλλά ἐμεῖς εἴμαστε ἄγριοι. Μᾶς εἶναι κρυφά τά ὄνειρα τοῦ λευκοῦ. Καί ἐπειδή μᾶς εἶναι κρυφά, θά ἐξακολουθήσομε τό δρόμο μας. Ἄν τά συμφωνήσομε μαζί, θά τό πράξομε, γιά νά σιγουρέψομε τίς προστατευόμενες περιοχές πού μᾶς τάξατε. Ἐκεῖ θά ζήσομε, μπορεῖ, τίς μετρημένες μέρες μας καταπὼς τό θελήσαμε.
Ὅταν ὁ στερνός ἐρυθρόδερμος λείψει ἀπό τή γῆ, καί ἀπό τή μνήμη δέν ἀπομείνει παρά ὁ ἴσκιος ἀπό ἕνα σύννεφο πού ταξιδεύει στόν κάμπο, οἱ ἀκρογιαλιές αὐτές καί τά δάση θά φυλάγουν ἀκόμα τά πνεύματα τοῦ λαοῦ μου - τί* αὐτή τή γῆ τήν ἀγαποῦν, ὅπως τό βρέφος ἀγαπάει τό χτύπο τῆς μητρικῆς καρδιᾶς.

Ἄν σᾶς τήν πουλήσομε τή γῆ μας, ἀγαπῆστέ την, καθώς τήν ἀγαπήσαμε ἐμεῖς, φροντίστε την, καθώς τή φροντίσαμε ἐμεῖς, κρατῆστε ζωντανή στό λογισμό σας τή μνήμη τῆς γῆς, ὅπως βρίσκεται τή στιγμή πού τήν παίρνετε, καί μέ ὅλη σας τή δύναμη, μέ ὅλη τήν τρανή μπόρεσή σας, μέ ὅλη τήν καρδιά σας, διατηρῆστέ τη γιά τά τέκνα σας, καί ἀγαπῆστέ την, καθώς ὁ Θεός ἀγαπάει ὅλους μας.

Ἕνα ξέρομε - ὁ Θεός σας εἶναι ὁ ἴδιος Θεός. Ἡ γῆ Του εἶναι ἀκριβή. Ἀκόμα καί ὁ λευκός δέ γίνεται νά ἀπαλλαχτεῖ ἀπό τήν κοινή μοῖρα*».

http://www.youtube.com/watch?v=kZMK4U_GeVw&app=desktop

Μά τί μένει ἀπό τή ζωή, ὅταν ἕνας ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά ἀφουγκραστεῖ τή γλυκιά φωνή ποὺ βγάνει τό νυχτοπούλι ἤ τά συνακούσματα τῶν βατράχων ὁλόγυρα σέ ἕνα βάλτο μέσα στή νυχτιά; Ὁ ἐρυθρόδερμος προτιμάει τό ἁπαλόηχο ἀγέρι λαγαρισμένο* ἀπό τήν καταμεσήμερη βροχή ἤ μοσχοβολημένο μέ τό πεῦκο. Τοῦ ἐρυθρόδερμου τοῦ εἶναι ἀκριβός ὁ ἀγέρας, γιατί ὅλα τά πάντα μοιράζονται τήν ἴδια πνοή - τά ζῶα, τά δέντρα, οἱ ἄνθρωποι. Ὁ λευκός δέ φαίνεται νά δίνει προσοχή στόν ἀγέρα πού ἀνασαίνει. Σάν ἕνας πού χαροπολεμάει γιά μέρες πολλές, δέν ὀσμίζεται* τίποτα.
Ἄν ξέραμε, μπορεῖ νά καταλαβαίναμε - ἄν ξέραμε τά ὄνειρα τοῦ λευκοῦ, τίς ἐλπίδες πού περιγράφει στά παιδιά του τίς μακριές χειμωνιάτικες νύχτες, τά ὁράματα πού ἀνάφτει στό μυαλό τους, ὥστε ἀνάλογα νά δέονται γιά τήν αὐριανή. Ἀλλά ἐμεῖς εἴμαστε ἄγριοι. Μᾶς εἶναι κρυφά τά ὄνειρα τοῦ λευκοῦ. Καί ἐπειδή μᾶς εἶναι κρυφά, θά ἐξακολουθήσομε τό δρόμο μας. Ἄν τά συμφωνήσομε μαζί, θά τό πράξομε, γιά νά σιγουρέψομε τίς προστατευόμενες περιοχές πού μᾶς τάξατε. Ἐκεῖ θά ζήσομε, μπορεῖ, τίς μετρημένες μέρες μας καταπὼς τό θελήσαμε.
Ὅταν ὁ στερνός ἐρυθρόδερμος λείψει ἀπό τή γῆ, καί ἀπό τή μνήμη δέν ἀπομείνει παρά ὁ ἴσκιος ἀπό ἕνα σύννεφο πού ταξιδεύει στόν κάμπο, οἱ ἀκρογιαλιές αὐτές καί τά δάση θά φυλάγουν ἀκόμα τά πνεύματα τοῦ λαοῦ μου - τί* αὐτή τή γῆ τήν ἀγαποῦν, ὅπως τό βρέφος ἀγαπάει τό χτύπο τῆς μητρικῆς καρδιᾶς.

Ἄν σᾶς τήν πουλήσομε τή γῆ μας, ἀγαπῆστέ την, καθώς τήν ἀγαπήσαμε ἐμεῖς, φροντίστε την, καθώς τή φροντίσαμε ἐμεῖς, κρατῆστε ζωντανή στό λογισμό σας τή μνήμη τῆς γῆς, ὅπως βρίσκεται τή στιγμή πού τήν παίρνετε, καί μέ ὅλη σας τή δύναμη, μέ ὅλη τήν τρανή μπόρεσή σας, μέ ὅλη τήν καρδιά σας, διατηρῆστέ τη γιά τά τέκνα σας, καί ἀγαπῆστέ την, καθώς ὁ Θεός ἀγαπάει ὅλους μας.

Ἕνα ξέρομε - ὁ Θεός σας εἶναι ὁ ἴδιος Θεός. Ἡ γῆ Του εἶναι ἀκριβή. Ἀκόμα καί ὁ λευκός δέ γίνεται νά ἀπαλλαχτεῖ ἀπό τήν κοινή μοῖρα.

----------------------------------------------------------------------------
ΓΛΩΣΣΑΡΙ
* μηνάει; στέλνει μήνυμα
* ταμάχι: πλεονεξία
* δέν τό δυνόσαστε: δέν μπορεῖτε
* μαγαρίζεις: λερώνεις
* ρουμάνι: δάσος
* φαρί: ἄλογο
* σαματᾶς: φασαρία
* λαγαρισμένος: καθαρισμένος
* ὀσμίζεται: μυρίζει
* τί: γιατί
* ἡ κοινή μοῖρα: ἐννοεῖ τό θάνατο

Προικοσύμφωνο της Σύρου από το 1671

Προικοσύμφωνο της Σύρου από το 1671
3 Απριλίου 2013 στις 2:59 μ.μ.

Ένα απίστευτο ντοκουμέντο από τα αρχεία της Νομαρχίας Κυκλάδων, δείγμα του πώς γίνονταν τα προικοσύμφωνα το 17ο αιώνα!

Από τα αρχεία της Νομαρχίας Κυκλάδων  το ακόλουθον προικοσύμφωνον.
Εν έτει 1671 μηνί Ιανουαρίω ημέρα δεκάτη εν Σύρω.
εν ονόματι της Αγίας Τριάδος και της Κοκκίνης προστάτιδος της νήσου Σύρου Προκοσύμφωνον της πρώτης μας κόρης και της θυγατρός του Κωστάκη και της Σμαράγδας και της μακαρίτισσας της γυναικός μου Πιπινίτσας ήτις θα πάρη νόμιμον σύζυγον τον Ντεμογιαννάκη του Κωνσταντάκη της Πιπινίτσας Πηνελόπης Βαρβαρίτσας.
Και εγώ και η μακαρίτισσα η γυναίκα μου Πιπινίτσαδίδομεν την συγκατάθεσίν μας εις το να πάρη η κόρη μας Κατή, νόμιμον σύζυγον και να τον έχη να τον νέμεται μέρα νύκτα, τον Ντεμογιαννάκη Μανωλάκην του Κωνσταντάκη και της Πιπινίτσας Πηνελόπης Βαρβαρίτσας.
Εν πρώτοις δίδομεν από τα φύλλα της καρδιάς μας την ευχήν να τρισευτυχήσουν και να πολυχρονίσουν.
Δεύτερον δε τέσσαρα εικονίσματα το πρώτον ευς ξύλον δυνατόν και χονδρόν δύο δάκτυλα και τα άλλας εις αχιβάδα.
Τρία υποκάμισα τα δύο μικρά και το ένα μεγάλο, δύο μικρά αποκατινά (εσώβρακα) παστρικά, ατρύπητα και ολόγερα.
Δύο μισοφόρια ολόγερα και μπουγαδιασμένα.
Ενάμισυ ζευγάρι κάλτσες εως ότου να γίνη ο γάμος έχη καιρόν να πλέξη και την άλλη για να γίνουν δύο ζευγάρια.
Ενα φουστάνι από τσίτι ριγωτό, άλλο ένα από σακονέτα της μακαρίτισσας της γιαγιάς μου.
Ενα μανδύλι του λαγιού και δύο μανδοσαλάμια
Μια φασκιά για τα καλορίζικα
Δύο ζεύγη παπούτσια το ένα μπαλωμένο
Σαράντα πήχες βρακοζώνα και μετά τον θάνατο του παπού μας άλλη τόση.
Του γαμβρού μια σκούφια να την φορή βραδιά παρά βραδιά δια να μη του τρυπήση γρήγορα.
Δύο τσουκάλια κάστρινα της καραίτισσας της γιαγιάς μου
Δύο φλιτζάνια του καφέ χωματίνια.
Το αμελέτητο με δύο χέρια νεροπαστρικό και άπιαστο
Τρεις βελόνες της κάλτσας.
Ένα ζάρφι χωματένιο
Ενα στρώμα μπαλωμένο της μακαρίτισσας της γιαγιάς μου από φύλλα καλαμόφυλλα.
Ενα λύχνο χωματένιο και άλλον έναν από ντενεκέ
Ενα κλειδί
Μια ψυράγγα (χωράφι) ίθα με μιά παλέστρα του γαϊδάρου
Τρία ρεάλια, πέντε παράδες και επτά άσπρα.
Κοντά με όλα αυτά που τους κάμαμεν τους νοικοκυραίους της Σύρου την μίαν κάμαραν του σπιτικού που καθούμαστε και άμα πεθάνω εγώ και ο παππούς της Κατής όλο το σπίτι.
Ακόμη δε και αυτά 2 κόττες ένα πετεινό, είκοσι αυγά, ένα κόσκινο, μία μπιρμπιτσέλια σπητίσια μακαρόνια, και αν προφθάσουμεν θα κάνουμε άλλα τόσα.
Δέκα οκάδες ελιές και πέντε οκάδες χαμάδα, 2 βάζα κάπαρι, δύο ντουζίνες χήνους, σαράντα κοπόνια κρομμύδια όλα αυτά να τα κάμουν θάλασσα να τρών και να πίνουν όλο το οκταήμερο γαμβρός και νύμφη και όλο το συμπεθεριό και οι ποιό κοντά γειτόνοι.
Εις τον γαμβρόν, την Κατή με τα ούλα της.

Ο πενθερός
Κωνσταντάκης της Σμαράγδας
Εν Σύρω τη 10 Ιανουαρίου 1671

Αδιαχείριστα Χαμόγελα

λείπουν οι λέξεις τρύπωσαν σε μνήμες αγέννητες
ξέσχισα τη σάρκα μου γιατί ο θάνατος ερχόταν πεινασμένος
πίστεψε πως του χρωστώ πόθους ασυνταίριαστους
ξεμάκραινε ο καιρός , πικρός καιρός   κι η τρέλα σε κούπα ξέχειλη
γδέρνει το στέρνο απελπισμένης  ευτυχίας  ανεξόφλητης
θρύψαλα χαμόγελα σε δρόμους που οι σκιές ήταν άγνωστες
κι ας έδειχνε ο ήλιος μουντές πινελιές σε βολεμένες λαχτάρες

πώς άντεξες τους πηγαιμούς σε αιωνιότητες αγέννητες
κι ύστερα σαν γυρνούσες ξεδίψαζες  όλο το θυμό λαίμαργα
σ' απελπησία που πλήρωνε άμαθο  χάδι  από ζωή ασήμαντη
προδομένη ευτυχία λεηλατούσε δάκρυ πάνω σε σάρκα χωμάτινη
ποια θάλασσα ετοιμασμένους κι αβέβαιους θα μας ενώσει
αρέσκεσαι να μη ρωτάς  κοίτα για λίγο τα άσπυλα λόγια
λόγια άπλαστα κι ας μην υπήρξε ανάγκη πια να χάνονται

μόνη με άφησες να μπω σε τρίσβαθα ποτάμια ακόλαστα
ερωτευμένα σκοτάδια στα χέρια κράτησα για σένα ,τ'ακούς ;
αναλέητα παραδόθηκαν σε άσαρκους πόθους να σφουγγισθούν
κι ως έπεσε σε πλάνη η αμαρτία της άρνησης στέναξε Έρωτας
ανεβαίνω προς εσένα μπορώ να σταθώ αντίπερα κι ας με ραγίσεις
τη συνήθεια συνθλίβω σε ομίχλη που μίλησε την πρώτη μέρα  ζωής

κατοικώ στα χείλη σου ρουφώ την ανάσα σου
αμέτρητος ο θεός και τι να ξεδιαλύνει πάνω σε δυο φιλιά
δημιουργία άγνωστη η φλόγα της βροχής της ανεντάφιας
πρώτη μέρα ζωής και οι νύκτες ανατέλλουν ατερμάτιστες
σαρκώθηκε ο ουρανός σε χάος σιωπής που έσπασε
κράτησέ με την ώρα που θα λαβώνω θανάσιμα τη θάλασσα
δεν είμαι πια εγώ
εισχώρησα στ' άδυτα αυτού που γέννησε
αδιαχείριστα χαμόγελα αδοκίμαστα κι ως τόσο  γεννιέται μουσική.

Πράξη Ανάρμοστη σε Όχθη Συλλαβής

δεν είμαι παρά μονάχα οι στάχτες μου  
στην όχθη μιας συλλαβής 
απροσάρμοστος ήχος ασκητεύων 
σε αλύτρωτη κόλαση κινδύνου
χορτασμένοι έρωτες στείροι 
δολοφόνησαν όραμα αδρασκέλιστο
σε κείνο το χάος το ασχημάτιστο 
που με καλούσε άγνωστος έκπτωτος

φανοί αθόλωτα μάτια τη νύκτα ρημάζουν 
σε ξέσκεπο τραγούδι σκαρφάλωσαν
ισορροπώ τη στιγμή μου  σε γράμμα άηχο
εγώ ο ένας που χτυπήθηκα  από πράξη ανάρμοστη
και πώς να ξεφύγω των εξευτελισμών 
βιαίων ελπίδων βολικών αρετών τεχνάσματα
κι έγινα ο κανένας που ματώνει σε κόλαση άγνωστη
πόρνη στιγμή ψεύδους γεννήθηκε εξεγέρθη ο φόβος 

μεθυσμένα συλλαβίζω στης ασχήμιας το πρόσωπο
και δε θέλω να βαδίσω στην καρδιά συνωμότης θάνατος
εξαργυρώνω μια μικρή ευτυχία πάνω σε λεπίδες αιμόστακτες
ανήσυχος απροστάτευτος σε πράξη δράματος ακάλεστου
ποταμού τον ρου παραβίασα και ταξιδεύει ανάποδα
και η απώλεια δυσνόητη από πάντα στων ασπαλάθων την αγκαλιά
έφθασε η βροχή άδεια από ήχους για να πάρει τις λέξεις μου 
ποιος συνωμοτεί με τα φεγγάρια σε μακρινά ξέφωτα;

Μήνας Κλεμμένος σε Ώρα Αγνότητας

φούχτες θάλασσας δάμαζαν φιλιά όστρακα
που αλήτευαν ολονυκτίς πάνω σε δάκρυα
ξεσχισμένα από λυγμό
έγινες διαρρήκτης ονείρου με αντικλείδι ανάσα
πού πας;
πώς να διαβαίνεις σε αποχρώσεις
που με λειωμένο στόμα απ' τη φωτιά του έρωτα
λάβα σκορπούν, στάχτη και μια ιδέα όνειρο κλεμένο
αιμομιξίες ασύστολες συμφώνων. φωνηέντων
τίποτα δεν εγκρίνεται
τίποτα δεν ξεχνιέται εκεί που με τα μάτια ακουμπάς
σπάζεις τη θάλασσα
καρφώνεις χρώματα αταξίδευτα που κρύβονται
στην άκρια των δακτύλων σου πουλιά
σαν ζωγραφίζουν
πήρε να αλλάζει ο καιρός
κι έφερε μια σταγόνα αίμα
να διαιωνίσει το ελάχιστο του κόσμου που φεύγει
θα κοιμηθώ στις ιδρωμένες λέξεις σου
όνειρο να μη δω
θα κονταροχτυπιέμαι όσο διαρκεί,
με την ανάγκη
οταν θα με κρατήσεις με την κραυγή σφιχτά
θα γυρίσω να μεταφράσουμε μαζί
την ακατέργαστη αλήθεια της αγνότητάς μας
Μήνας κλεμμένος σε ώρα αγνότητας

Κυριακή 19 Οκτωβρίου 2014

Ελευθερία

μιά τέλεια αρμονική κίνηση
που θα διασφαλίζει την απόλυτη
συμπαντική αρμονία
στην αιωνιότητα , για μένα. λέγεται Ελευθερία .
Αυτή εννοώ εγώ Ελευθερία ...
και μια τέτοια έννοια  είναι απολύτως δύσκολο
να την κατανοεί άρα και να τη διαχειρίζεται ο πεπτωκός...

Δευτέρα 13 Οκτωβρίου 2014

Στον Ήχο του Χρόνου

δυό ρωγμές στον ήχο του χρόνου
ωριμάζουν καταιγίδα
την τρίτη ώρα του χώρου
ναρκοθετούνται δάκρυα ξεχασμένα
δεν πρόλαβαν ομίχλη
οι ώρες καμώνονται πως πεθαίνουν

στην όχθη μιας υπομονής
ραγίζει ο αγέρας ανεπαίσθητα
θροϊζουν τυπωμένα φωνήεντα
καθώς τσακίζονται ένα-ένα
σε βράχια άνυδρα και γρυλίζουν

η πρώτη μέρα της ζωής σκάλωσε στα χείλη
ζωντανή κι όμως ανασταίνεται ξανά
στου θανάτου τα απύθμενα μυστικά
το πιο μακρύ ταξίδι σε πόθους καρδιάς
κι έγειρα ήρεμος σε ήχο πρωτόγεννο μεθυστικό

ο ήχος του χρόνου ζωντάνεψε κεραυνό
δοξαριά και μ αφάνησε σε κύμα που πνίγηκε
πίνω τραγούδι να ξεδιψάσω μόνος το ζήτησα
μοσχοβόλούσε η φωτιά αντάρα
οι στεναγμοί κινδύνεψαν και λούφαξαν αθώοι .

Κυριακή 12 Οκτωβρίου 2014

Σε Ώρα Αμελητέα

δε θέλησα να μπαίνεις λεύτερα μέσα μου
έτσι που αναρριχήθηκες
σ εκείνη τη μικρή σταλαγματιά βροχής
φορούσες
μαυροντυμένες λέξεις πλασμένες
μία-μία από ιδρωμένους γλιτωμούς 


εσύ, που δε χάρηκες του έρωτα το πάθος
να ξεδιψάζει και να λούζεται
μ' ένα κομμάτι ουρανό
πάνω σε κείνα τα μεγάλα
ματωμένα δευτερόλεπτα
έτρεχες πίσω απ' το χαμένο τίποτα
να χωρέσεις μέσα σου
κάθε αμελητέο
δεν έχει είσοδο λεύτερη για σένα

άναρχα με του νερού τα χρώματα
στο έλεγα μα εσυ
δεν ήθελες τη μουσική ν' ακούς
η δροσιά γεννιέται
στις αϋπνίες των φωνηέντων
και από μια χαραμάδα
ενός μικρού "ε" ξεχύνεται
δίχως ν' αγγίξει τίποτα
ντύνει ένα συναίσθημα
μονάχα ένα κάθε φορά
τότε πια τίποτα δεν είναι όνειρο
Μήνας λεύτερος και ώρα αμελητέα

Ξέφτι απο Σύννεφο

λίγο με έθρεψες εκείνη τη νύκτα
έσπαζες τα φιλιά ένα-ένα
την ώρα που κατεδάφιζες το χρόνο
πίσω από πέτρινα βλέφαρα 


μεσούρανα ξέφτι από σύννεφο
στάζει αίμα με έναν ήχο βροχής
από ναυαγισμένες λέξεις που πνίγονται
στις ρωγμές της ψυχής

ντύθηκε το χαμόγελο με καταχνιά
ήλθε μια ευθύνη και με ξύπνησε
στο ελάχιστο στάθηκα και δεν τρόμαξα
να! σε λόγο ταλαντεύθηκα

εκείνη τη νύκτα ως το πρωί σε σταύρωνα
λέξη τη λέξη σε στέριωνα στη χαίτη του νερού
σαν ήλθε η αυγή
γενναιόδωρα στις φούχτες σου κύλησα
κι απόλαυσα μυρωδιά απο αμόλυντο βυθό
Μήνας γενναιόδωρος και ώρα σταυρωμένη

Νύκτα Κυοφορούσα Αρώματα

στάχτη
στάχτη που σκόρπισε τα λόγια
κι ουδέ στις άκρες των δακτύλων
δε θέλησα να σταθούν
λόγια που άηχα διάβαιναν
τις μικρές ώρες
και χόρευαν ναι!
χόρευαν πάνω στις ασχημάτιστες
νότες ενός βιολιού
που όμως δε γνώριζε
και πεισματικά σιωπούσε
και ποιός να προσέξει το φως
σαν έσμιγε με τα σκοτάδια
και ποιός ν' αναρωτήθηκε τι γίνηκαν τα χρώματα
'κείνα τα χρώματα που ύφαινα
κι εσύ ω! εσυ μιά σκιά
μιά σκιά που σβήνει σκληρά
μες στο φέγγος μιας ασυννέφιαστης νύκτας
και φεύγω
ναι! φεύγω τόσο μακριά
ουδέ σκιά να μη με αγγίζει πιά
μιάς και με φθάνει εκείνος ο μισητός απόηχος
ο απόηχος ενός καλοκρυμένου χλευασμού

κρατώ σπαθί δεν έχω ασπίδα
κρατώ φωτιά με παίρνει αγέρας
μιλώ κρυφά
κι οι νότες του ήχου μου με ξεκουφαίνουν
βουτώ σε λέξεις για ν ανασάνω
κείνες μ' αισθάνονται και με γιατρεύουν
φθάνει μιαν άνοιξη
και δεν την θέλω
με παίρνει η άνοιξη κι ας μην την αγαπώ
δραπετεύω σε κείνο το δικό μου καλοκαίρι
να πάρω μύρο θέλω
από άφτιαχτο ουρανό.
να πάρω χρώμα θέλω
χρώμα πρωτόγεννο απο τραγούδι μυστικό
γιατί απ' την αρχή ταξίδι θα κινήσω
ένα ταξίδι δικό μου ολότελα μοναχικό
εκεί να φθάσω που η νύκτα κυοφορεί αρώματα
και λόγια ασκίαστα πανέμορφα και καθαρά
και τη σκιά εκείνη τη δολοφόνησα
πριν να με πνίξει μες στα σκοτάδια της
λεύτερα έπρεπε να διαβώ από νύκτα σε νύκτα
μικραίνει ο χρόνος και τόσο βιάζομαι
πριχού πεθάνω ν' αναστηθώ.

Σχοινοβάτης στη Μοναξιά

πάνω στις αγχόνες σήπονται
συνειδήσεις ανεξόφλητες
αποσκευές αχρησιμοποίητες
πόθοι φτερούγιζαν 

σε λαβωμένη ώρα δύστοκη
σε μεσημέρια αβοήθητα 

στην απελπισία βύθισμα

πάλι έναν άθλο απόσωσα
σχοινοβάτης στη μοναξιά μου
έσπασε η μνήμη
σε νύκτα πρόωρη φιλώντας έρημο
δεν εμπιστεύομαι
τόλμη που τρικυμίζει ως αέρινο φιλί
θύμα και θύτης
στις άτολμες μέρες λιγοστεύω
κουφάρια τρόμου
σε λέξεις άγνωστες
μονάχα εκείνες
άγνωστος γνώριμος πόνος
θέριεψε στην όχθη της αβύσσου

οι θάλασσές μου σίγησαν
πλάγιασα σφαδάζοντας
δεν έχω όνομα ,
δεν έχω ήχο ,
ουδέ προορισμό
κι αν έχω βήματα
δεν έχω χνάρι και σκιά ,
ήλιος με μάτωνε
αλήτη θάνατο ντύθηκα
ξαστόχησα
θεό δε θέλησα
με κούρσεψε η τόλμη και πες μου !
έλα λοιπόν και πες μου
σε ποιο θρήνο η χαμένη αλήθεια περπατά.

Μετεωρισμοί

μετεωρίζομαι αναζητώντας
το πρώτο σπέρμα άσπιλου καιρού
πριν την αρχή του πρώτου δράματος
εκπορνευμένης δημιουργίας
άμεμπτα ξεψυχώ αιώνες τώρα
στην αγωνία μιας μέρας ακάλυπτης
τόσες οι χαρακιές σε λόγους τιποτένιους
ανάγλυφα λόγια με ξεπέρασαν

δε θέλω ν' αποσώσω από εξάντληση
πάνω στους ακρωτηριασμούς μου
γεννώ διαρκώς μια δύναμη κανέναν δεν κυριεύω
όπου δε μπορεί να ενώνεται με τη ζωή
ανυπότακτη στου αίματός μου τη σκουριά
περνώ τους κάβους ραγίζοντας τις πεθυμιές
πανάρχαια οργώνεται η ψυχή απ' την καρένα καραβιού
προσηλωμένη σε λυγμούς και η αγωνία καλά προφυλαγμένη
ύστατο καλοκαίρι κι ακόμα κάματος δε τόλμησε
σαν ήλθε αγέρας έσπασε όλα τα κουπιά και πώς
για πες μου τώρα πώς εγώ θα δραπετεύσω στην άλλη θάλασσα
καθώς παραδομένη πια κουράστηκα να ξεψυχώ και είπα να τελειώνω...

Ώρα σε Μύθο

Αμέριμνα μετρά τα ίχνη του ο κατακλυσμός
κι ο μύθος την απόσταση συνθλίβει
υπονοούμενα καρφωμένα σε μισή οδύνη
μιας συνήθειας που καταστρέφει τα ανυπόφορα
ορατοί ενταφιασμοί κοντοστάθηκαν στην ανυπαρξία

ξεντύθηκα το σώμα μου με ταπεινώσεις
αχριστεύω κάθε φθαρτό που εκκρεμεί
στην άκρια σύμπαντος αγέλαστου
αποστηθίζω τη ζωή seε απέραντη σιγή
έτσι που πνίγηκαν σε θάλασσα στενή
όλες οι επιθυμίες
παντού εισβάλλει ο θάνατος σε μάσκες αφόρετες
μες σε εικόνες από κλεμένες λέξεις ταξιδεύει
απόρθητοι λογισμοί υπομένουν και σωπαίνουν
μιαν αρετή μες στην αγισύνη της αδημονεί
και με μια νοσταλγία πριχού ξεψυχήσει
εκείνη τη νόθα αυγή με θάνατο το θάνατο κερνάει
καρφώθηκαν
αμίλητα αυγκλονισμένα όνειρα
στη φθορά του χρόνου
μιαν αστραπή ξέσχισε χέρι μικρού θεού
αγάπη μόνο έμαθα να τρέφω με το αίμα
και τι απόδειξη ζητάς πάνω στα τελευταια ίχνη μου
ν' αφήσω;.....
Μήνας σε κατακλυσμό και ώρα σε μύθο

Σάββατο 11 Οκτωβρίου 2014

έτσι... μια...καλημέρα ...

με μιαν αγκαλια
στη νέα μέρα που φθάνει.....
μ ένα χαμόγελο φωτεινό...
με ελπίδα...
με αγάπη ...
και τόσο που αγαπώ τις Νύκτες ....
έχουν άλλο φως...
γεννιέμαι τις Νύκτες
αναγεννιέμαι στα μυστικά της περάσματα ...
στα φιλιά της τα πλάνα...
στο χάδι της....
να ξανάρχεσαι Νύκτα ...
καρτερώ σε πάντα...
οι νιές μέρες λεν ψέμματα από βιάση...

Μήνας Μυστικός

αυτό το πάθος της ψυχής
το ασίγαστο
που με λυτρώνει μόνο αυτό....
το ίδιο πάθος
βάσανο και λύτρωση...
θάνατος και ζωή...
λυγμός και χαμόγελο...
αυτή η αμηχανία,
η αφάνταστη αγωνία
μπρος στη λευκή σελίδα την άγραφη...
και πού να κατανοήσεις το "ποιώ"...
ένα ταξίδι βίαιου θανάτου
αλλά και ζωής
τόσο παρούσας που ασφυκτιάς....
τόσοι οργασμοί πνευματικοί αλλεπάλληλοι...
γιατί μεταξύ άλλων
η ψυχή
αναζητά το στίγμα της ταυτότητάς της...
την έκφραση του εαυτού της...
το στίγμα ενος κόσμου που την πονά
και την θανατώνει
την ώρα που της δίνει ζωή...
εκει
που αποκτά την πλήρη αίσθηση
της πορείας της προς την αυτογνωσία ....
κι όμως
το " σημείο " ειναι διάφορο κάθε φορά...
εκει που γίνεται η απόλυτη παράδοση ....
κι αγαπά η ψυχή....
εκείνη την ώρα
ανασύρει την πεμτουσία της αλήθειας της...
και υφαίνει
το χιτώνα του λόγου της ...
για να μην είναι μόνη,
να ενδυθεί
και οχυρωμένη να τραγουδήσει.....
Μήνας απόλυτα μυστικός
και η ώρα του αταίριαστου

Ανύσταχτες Ώρες

ανύσταχτες ώρες σε νύκτες μικρές
απροστάτευτες επιθυμίες σιωπής
κατρακυλάς σε χρώματα
σκοτάδια αιμάτινα κι εκει ανάμεσα
δαγκώνω απροφύλακτα το όνομά σου
σε σύντομη στιγμή ανάμνησης
αποτυπώματα αφήνουμε
σε δακρυσμένα φεγγάρια αινίγματα
μα σ αγαπώ και σ αγαπώ
απαράλλαχτα μες σε σιωπές αιδούς


ακάλυπτες λέξεις χάνονταν στα χείλη σου
επάνω σε επιθυμία σιωπών
εκκρεμεί ίλιγγος σε αλογάριαστο πάθος
σαν ξοδεύεις ουρανό
περνώ σε στιγμές πλεονάζουσες
ανενόχλητα σύντομους τυφώνες
ανάσαινε το αίμα ανυπότακτο και τα χέρια σου !
ωχ! αυτά τα χέρια σου
κουπιά που με ταξίδευαν
και ρήμαζε η θάλασσα

το πρώτο σπέρμα της ζωής
μες σε σιωπή έδεσε πέτρα και ψυχή
και πώς ξανάρχισε
πανάρχαιο τραγούδι προσμονής
κι ας ξεψυχούσε η μέρα
πώς να χωρίσω της ζωής
χάδι κορμιού ψυχής υποταγμένα
πώς σώζεσαι από θάνατο
σπασμού ατερμάτιστου στων συμπληγάδων τα νερά
βυθίσματα σ αγριεμένα κύματα
αφέθηκα σε σένα ολότελα
σπασμένη ανάσα και κραυγή
αδράχνομαι απο μνήμη μιας νέας ευτυχίας
μ ολολυγμούς μ οδήγησες
φορώντας τη μορφή μου
σε κάθε επιστροφή φορούσα τη δική σου.

Καρφωμένη Νύκτα

καρφώθηκε η Νύκτα σ αγέννητη λέξη γυμνώθηκε η έρημος
έγλειψα σταγόνα αρμύρας στην άκρια των χειλιών σου
μετέωροι ήλιοι με καταδίκασαν σε αθώωση και ύστερα
ω! ύστερα κάθισα και μετρούσα τις μικρές μου μονομαχίες
έχει δηλητήρια ο έρωτας κι εσύ δραπέτης της συνήθειας
παρήγορα χύθηκα σε χώμα άνυδρο να μετρήσω την αντοχή θανάτων


στου κορμιού σου τα παράπονα φύτεψα συναισθήματα
κι ας με απειλεί ο άνεμος. διασπείρομαι πάνω σου
με συστολή που με ματώνει κι ύστερα μονάχη η φλέβα μου
που αδιόρατα σχίζεται δευτερόπρiμα μάχη ζητά
αδιάφορα εκτρέπεσαι σε αγκαλιά που προστάζει άγραφο θάνατο
παρωδία του τελευταίου στεναγμού τραγούδι
σε άλλα κορμιά αδιεκδίκητα με γέλιο που έτρεμε ξύπνησα

δεν ανταμώνω με οπτασίες στενεύουν πολύ τα δευτερόλεπτα
όσο κι αν γλίστρησε ο χρόνος ορμητικά ξαναεισβάλλει από φωνήεντα
χώρισα θάλασσα που δεν είχε μάθει ν αγκαλιάζει και να μιλά
έρχομαι και γέρνω δίπλα σου γκέι μ έναν ψίθυρο απογειώνομαι
πάνω στο στήθος μου διαγράφεις μικρές ανταύγειες ανασεμιάς
στο στέρνο σου ένας ατερμάτιστος ορίζοντας πνίγεται δίχρονα

η βροχή του Αυγούστου σκληραίνει με κατασχέσεις δύσθυμες
μ' ένα μικρό σου σ' αγαπάω σκοτώνεις κινδύνους ανίερους
γλυκοφιλήματα σε λέξεις ακατέργαστες ισκιώνουν έρωτα στα μάτια σου
μεθυσμένες κι αχόρταγες αγκαλιές βίασαν την ώρα των αντιθέσεων
μετράει το πάθος πληρωμές ως τη δική σου παράδοση σ άγνωστη γνώση
μην πίνεις λαίμαργα απ την αρμύρα του κορμιού κοντεύει η ώρα
να χαλαλίσεις μυριάδες ήχους που κρύφθηκαν σε φως κοινότυπο.

Κουρέλια Λέξης

άλαμπη ζωή κι ούτε θυμάμαι πως τη διάβηκα
κάποτε στράφηκα στις άτυπες ώρες που μάνιαζαν
σκιές δεμένες σε άλυσσο ανταριασμένες φόνισσες
μονάχα το πρόσωπο του πόνου με τ' άγρια καρφιά του
κακογερνούσε η ανάσα μου σαν ειπα να τελειώσω με το χρέος μου

ούτε ένα χάδι σα γύριζα απ το θάνατο
κρύφθηκα σ έναν στεναγμό και δάγκωσα τον κάθε μου λυγμό
σκλάβα σκέψη αλάθευτη πόρνη ατένιζε μέσα στη φυγή μου
πόσες φυγές διέπραξα ούτε που θέλω να θυμάμαι
σώπα τώρα και μη μιλάς καθώς ξανά θα με σκοτώνεις
με το μικρό σου άγγιγμα τ ανίερο φιλί σου
περήφανη απολιόρκητη θα ανέβω στ' όνειρο να επαναστατήσω
έσπασα όλα τα δεσμά μου ένα -ένα μα κοίτα! κοίτα σου λέω!
διόλου δεν πόνεσα! αλητεύω στα άγνωστα λημέρια ενός έρωτα
ανάσταση που χάνεται σ' ανέγγιχτα αγγίγματα και αρέσκομαι
ξέρω πως θα επιστρέψω στο θάνατο γιατί είναι ασήμαντη η ώρα
μαθαίνω την αφοβία μα δε θα κουραστώ... τόσο που αγωνίστηκα !
δε θα καταφέρω ποτέ το αδύνατο
ξέρω πως θα χαθώ σε ανομολόγητο πάθος μικρό σεριάνι σωτηρίας
δεν το τολμώ σε όνειρο...
ποιός ειν ο δίκαιος σκοπός και ποιά ειν η αλήθεια;
κουρέλια λέξεις μάζεψα να ξεδιψάσω τη ζωή
μ αυτή δε λογαριάζει
με μια οργή υφαίνω βραχνάδα αμέθυστη στο πιο μικρό τραγούδι
δεν ξημερώνει χρήσιμο ...
μονάχα μιαν ανάγκη της ψυχής και μόνη αυτή διαβαίνει
θυμάσαι που σ αγάπησα;
ασήμαντα σημαντικά κι ο θρήνος που σε σπάει
μην τον αφήνεις να σε πιει
θα πλημμυρίσουν οι αιώνες ματωμένες κραυγές
πάντα αυτό μου έλεγες ...δε θέλω να ραγίσω τη μέρα μας
με κερδισμένους θριάμβους σώσε τις νύκτες που ανατέλουν....

Μήνας Ερώτων και Ώρες Ηδονών

Κραδαίνω τη γροθιά στο πρόσωπο του Θεού
μυρίαδες αγριομαργαρίτες
στην αθάνατη ώρα
ξαναβρίσκουν το Μέγα Φώς
στου ουρανού τη βαθιά αγκαλιά
αποθέτω ένα δάκρυ
μετεωρίζομαι σε μνήμες άμορφες
απέραντο γαλανό
αποσαφηνίζει τον ήχο των κοχυλιών
απλώνω της καρδιάς την αλήθεια
χαρίζω θάλασσα και πάλλευκα βότσαλα
έτσι όπως σταλάζει πάνω μου γλαυκός αφρός
στάθηκα στην άκρη του βράχου
δίχως γεύσεις
σφιχτοδεμένες παλάμες
και η αφή
στου κορμιού σου τους δρόμους
δεν διάβηκε
κυλούν οι χυμοί ενός άϋλου ονείρου
στην πυρακτωμένη γκρίζα άμμο
η ανάσα καυτή
ραγίζει το γιορτινό χαμόγελο
απουσία ζωής
βαραίνει
τους αλαβάστρινους ώμους του Αιόλου
τι γνωρίζεις απο τη θεϊκή παρουσία
στους ήχους των κυμάτων;
πόσες ανατολές σπαρταρούν στα σπλάχνα
τα άσπιλα
μιας θάλασσας απύθμενης
ραπίζω του Θεού το πρόσωπο
στο μαβί δειλινό
ανασταίνεται η ουσία μιας δυναμικής
απόκρισης
γεύομαι την αρμύρα
Ενός Πάθους ανθρώπινου μα Θεϊκού
η χαρά ανέβαινε τα μύρια πλάτια
μιας άγονης παραίσθησης
φυλακισμένης σε ανθρώπινο νου.

Μήνας Αυτόχειρας

μια θύμηση παλιά που κάπνιζα
ευκίνητη
σημαδεμένη από δάκρυ διάφανο
διεστάλλει να εξομολογηθεί
και δεν την άφησα

ήταν σπασμένη από βρόχινο νερό
και γέρνοντας μες στην ψυχή με ράγιζε
πόσες αταξίες υπονοούμενα
κι εγω τον έρωτα δε γνώριζα
σκάλωσε στις συμπληγάδες άρωμα
από ήλιο διάτρητο
ανομολόγητοι κατέληγαν τυφλοί
οι δυό ευαυτοί μου κι ο ένας βάδιζε πρωί
απο που έρχεται η νύκτα πάντα ήξερα
εκει καλά στεκόμουν με μιά λέξη , μουσική
μες την αλήθεια μου μάτωνα και πονούσα
ροκ αυτοκτονίες ονείρων και η όρασή μου άκουγε
αχαλιναγώγητες πεθυμιές δολοφονημένα πάθη
απ το αόρατο στάθηκαν σιωπές αξελόγιαστες
δεν εχω που, σε ποιον να φωνάξω μες τον ύπνο μου
στην κατανόηση του ζεν και δε διέπραξα
δεν προορίζομαι για πουθενά
με τόσους αμίλητους φόνους
κι ουδε τα μάτια σφάλισα απο τότε
τίποτα δε με άγγιξε πια , βυθισμένη σε θάλασσες
τίποτα δεν άγγιξα καθώς τίποτα δε ζούσα ...
κι ήταν Μήνας αυτόχειρας και ώρα βυθισμένη.

...Και η Ώρα στην Όχθη μου ...

προσπαθώ
να εκλογικεύσω τα θέλω
κι αυτά απείθαρχα ...
κρύβονται και με περιγελούν...
σήμερα
ήλθε ένας εφιάλτης
και μάτωσε τα λόγια...
σαν ξύπνησα
αντιμέτωπος ήλθα
με το τίποτα ...
ΠΟΥ Είσαι;
εγώ θα περιμένω
εκει που διασταυρώνονται
πόθοι κι άνομες λογικές..
Μήνας φονιάς και ώρα στην όχθη μου ...

Μήνας Λαθεμένος και Ώρα που Ράγιζε

ένα βαλς είναι ο έρωτας
ένα ατέλειωτο παθιασμένο βαλς
και κρατιέμαι απ τη λάμψη του βλέμματός σου
το θρόισμα της ανάσας σου με αναγεννά
μη μ αφήσεις
το αγαπώ αυτό το βαλς
το φως πονάει τον ήχο της κίνησης

άλλη γωνία πρέπει να βρεθεί
να αντέχει
όσα ο έρωτας δεν κραύγασε ποτέ ως τώρα
πολλές φορές λαθεύουν
κι όταν γευθείς τα λάθη τους
σε έχει πια αδράξει ο χειρότερος θάνατος
οι ήχοι του έρωτα
ξέρουν καλά
να ντύνουν τα πρέποντα
και ουχί τα αναγκαία
που ξετυλίγονται ήχο στον ήχο ενός φιλιού
και όταν τα χέρια ζωγραφίζουν
πάνω στη σάρκα
τότε το φως χλωμιάζει από φόβο
μη σπάσει
εκείνης της σχεδόν ανέκφραστης λαχτάρας
το αναφιλητό.....
άλλη γωνία πρέπει να βρεθεί
μη και ραγίζει η τέλεια εικόνα
αυτού του τέλους
που δεν είναι τέλος
παρά πάντα μια νέα αρχή
ακούω τα βήματά μου
κρατούν ακόμα τη μουσική φυλακισμένη
σ ένα χαμόγελο που ανθίζει μυστικά
σπάζει τη σιωπή
μια σταλαγματιά ιδρώτα
απ του έρωτα το χνώτο
που με κρατά μες τη θολούρα
εκείνου του βαλς
που σου δώρισα
μα συ δεν ήλθες
να μ αγαπήσεις ξανά
έσπασες τις νότες
με θανάτωσες σε σιωπές
έκλεψες τις λέξεις μου
κι όμως
επιμένω να γεννώ μόνη
τους ήχους ενός βαλς
και πενθώ χορεύοντας μόνη
ήλθαν να με μαγέψουνε
μα είχα επάνω σου αφήσει
όλο το μύρο μιας πνοής που λέει πάντα αλήθεια...
Μήνας λαθεμένος και ώρα που ράγιζε.

Μήνας Αδιάβατος και Ώρα Τυραγνισμένη

πάγωσε η φωνή μου ...
μόλις γεννήθηκε...
δεν έφθασαν
στα σπλάχνα σου θερμές...
φιγούρες ζωής ...
που κάρπισαν μέσα μου...
πλάσαμε το τείχος
που θα μας χώριζε...
συντρίψαμε τα κορμιά μας....
τα σπείραμε...
στις βουβές
πολυσύχναστες λεωφόρους...
δρέψαμε τον πόνο...
γιατι τούτον γεννούσαμε....
εμεις...
τα παιδιά του φόβου...
του άδειου κόσμου...
που ξέρει τόσο ακέραια...
να θωπεύει για να ξεχνά ..
Μήνας αδιάβατος και ώρα τυραγνισμένη

Ψίθυροι Βουτηγμένοι σε Αίμα

γλυκοχάραζε Νύκτα σε ψιθύρους βουτηγμένους σε αίμα
χάθηκαν τα δειλινά σε ποτάμια φουρτούνας άηχης
το μίλημά σου ράγιζε αλλοτινών καιρών θρήνο ατιθάσευτο
καμπύλα ανατριχιάσματα σε ώριμες σιωπές
όλα τα θέλω μας σ αυτά τα χέρια όσα δεν είπαμε σ ένα φιλί


ένας παλμός ζωντάνεψε ταξίδι λύτρωσης κινά
πάνω σε ρωγμή χρόνος αστέριωτος εκκρεμεί
σε μυστικά προστάγματα μα μην τρομάζεις έλεγες,
δες μέσα στα μάτια μου αυτό το σ αγαπώ
δοξάρι χτυπά τη θέληση τα λόγια μου γυρεύει
σα σμίγουνε αγγίγματα άμαθη αγκαλιά μικρή
για τόσο πόθο σπάταλο χαμήλωναν τα μάτια μου

στάζει ζωή ο ουρανός δε λέει να ξαποστάσει
η θάλασσα αντάριασε πνιχτό το βουητό της
γυμνή ψυχή στα κύματα αφημένη αργοσαλεύει
κοχύλι ροδοστάλακτο
τη μουσική σαν κλέβει αστέρια χαμηλώνουνε
στενεύει κάθε λίκνισμα πλαταίνει η αγκαλιά της
με δάκτυλα πλεγμένα σ ασίγαστη αφορμή γύρισα
και σε φώναξα
με δρασκελιές σε θάνατο φιλήσαμε ζωή
πόσο απλό είναι να αγαπάς ...

Θά 'θελα

θα ήθελα ω ! ναι πόσο θα ήθελα
να σε κλείσω στο πιο μικρο τραγούδι
θα ήθελα με το γέλιο τις νότες να ζωντάνευα
και με λέξεις πρωτόπλαστες να πάρω να σε ντύνω
να μην παγώνει η ανασεμιά σου πια
ω! ποσο αλήθεια ήθελα
να αφανίσω καθε σκια που σε απείλησε
κι ύστερα να σε δω με τα δικά μου τα φτερά
όπου θα ξεριζώσω να μάθεις για τα πετάγματα
που κάνω μέσα σε νύκτες έναστρες
που κι οι ήλιοι τις φοβήθηκαν
γι αυτήν την ομορφιά τους ...
θα ήθελα ...

έτσι μονολογούσε κι έκλαιγε
σ εκείνο το στρατόνι που τον απάντησα
μια νύκτα που τα φεγγάρια ήταν δυό
πήγα σιμά και άκουσα το πιο βαθυ παράπονο
σε μνήμες που μαστίγωναν
τα πιο δειλά μεσάνυκτα σαν λύγισαν στα δυό
με κοίταξε με ξανακοίταξε τίποτα δεν είπε
κι όμως το δάκρυ του μου το φερε καυτό να το κρατώ
το βήμα μου
ω! ναι πρέπει να βρω το βήμα μου
μα στέριωσα αντίκρα του και κάτι καρτερω
σκοτάδια με αγκάλιασαν
οι φλογες τους με πύρωσαν
το φως απ τα φεγγάρια , τα δυο φεγγάρια
αυτά τα μάτια , μάτια βροχής
μικρων μυστικών με έλουσαν
με στέγνωσαν με λίκνισαν
λεύτερος μα με τη φλέβα να χτυπά ανάρμοστα
αυτη η φλέβα του θανάτου και της ζωής
κι έγυρα πάνω σε μουσική αγέννητη
πάνω σ εικόνα άφτιαχτη που κλέβω
ναι εκει απ το βυθό μου αδράχνω νέφη άυλα
και μια σταγόνα ουρανου
μπλέκω τα χρώματα που πήρα απ του γέλιου σου
τους ήχους
κι ύστερα ω! ύστερα βυθίζομαι σ ενα πρωτόγεννο τραγούδι
μιας μικρης πεθυμιάςμονάχα που....
μα πώς γεννιιέται η πεθυμιά
σε ασχημάτιστο λόγο
κι αφου εγω πεθαίνω
επάνω στης πιο μικρης λέξης τα επτά νυστέρια....
πώς .... μα πώς θέλησα
να σε κλείσω στο πιο μικρό τραγούδι
αφού ποτέ δε φάνηκες
δεν ήλθες
δεν θα ρθεις...

Υπερήφανα Διάβαινε ...

κι αν όσα πιστεύετε σαν αναπαύουν
κρατήστε τα
τι σημασία να έχει κάθε διαφορετικό,
που μπορει να στενεύει τον καθένα...
οι αλήθειες θέλουν δύναμη και θάρρος ........
θέλουν ύψος ψυχής ,
μιας ψυχής που πετά λεύτερα και δε σέρνεται σε βούρκο .......

Σημάδεψα μιά Θλίψη

σημάδεψα μια θλίψη εισχώρησα στον κατακλυσμό της
θυσίασα θάλασσα σε ολοκαίνουριες ματωμένες λέξεις
μην κλαις !! τρομάζει η θύελλα κι εγώ φυγάς κι ας μην τό 'ξερες
κορμί εξόριστο που αναπλάθει ηδονική επαλήθευση
αιχμάλωτος θάνατος κλειδωμένος σε αξημέρωτο ουρανό


ανάμεσα σε δυο ερήμους εξόριστος των δισταγμών
ένα κομμάτι άλλοθι ανασηκώθηκε με ρήμαξε με μάτωσε
και μ απογύμνωσε στην όχθη μιας μελωδίας απίστευτης
τρομακτικό που είναι το φως σαν αφοπλίζω το λάθος μου
κι ακόμη αναμάρτητη στο υφάδι ώρας αγιάτρευτης

πόσα αινίγματα έχει η πεποίθηση δε μετανιώνω
στο ακατόρθωτο με τους λυγμούς στο αμεταχείριστο βρέθηκα
μένω σε σκόνη αδειασμένος αδύνατο να φέρω αρετές
καταπατιέται η τρυφερότητα σε μεθυσμένους δρόμους
τόσες πλάνες εικόνες ,λόγια κι αμφισβήτηση έρχονται αργά

ραγίζουν τα όνειρα καθώς μετράω σφυγμούς τραυματισμένους
στιγμές επανέρχονται και σε κρατώ δίχως ν αγγίζω την πληγή
μικρο χαμόγελο επιφυλάξεων φέρνει νέους θανάτους
πώς θα αγαπήσεις μέσα σε τρομακτικά σκοτάδια
πυρακτωμένα ποτάμια αταξίδευτα περιγελώντας τη σιωπή;

Το Βαλς Του Θανάτου

ΤΟ ΒΑΛΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ

Το πρωινό εγέρθηκε νωχελικά.Άπλωσε το μουντό κόκκινο και ξεδίπλωσε το φως , εμπρός στα έκπληκτα δάση του νου.
Ο Δαίδαλος γέλασε πνιχτά κι αναδιπλώθηκε .
Προσμένω το θάνατο,σιγά, ήρεμα, ξεκομμένος απ ο,τι συμβαίνει.
Τον φίλο θάνατο που θα με τυλίξει στα χέρια του και θα στροβιλιστούμε σε βαλς αλέγκρο.
Οι αλήθειες του ψεύδους είναι άπειρες
Το σημείο κινείται εντός μου.Το σημείο, ταράζει την έκπτωτη σκέψη.
Το σημείο είναι η αρχή του σύμπαντος .
Εγώ, η καρδιά του σημείου.
Περνώ της νόσου τον κύκλο.Δε νοσώ. πάσχω.
Ο καιρός προσπαθεί,εγώ αρνούμαι. Διατηρώ τη ζωή του σημείου.
Μ ό ν ο ς .
Η σχιζοφρένεια των πόλεων, αντιμετωπίζεται,από συνειδητούς πάσχοντες , μόνον.
Η άνοιξη πεθαίνει απ το πρωί .
Οι άνθρωποι κατοίκησαν τα πτώματά τους .
Τέλεια εικόνα ! ; !...
Αναδεύω τα φύλλα των δένδρων και οι κρότοι γίνονται άπειροι εκκωφαντικοί
Δε μπορώ να σταματήσω την κίνηση.
Η σιωπή με διώκει
Οι κρότοι με γεννούν. Γεννιέμαι άπειρα.
Δεν έχω λώρο, μα λώρους . Δεν ξεκόβω από τίποτα.
Τούτοι οι λώροι. με σφίγγουν ολοένα και πιότερο.
Η φωνή είναι στην κίνηση του σημείου.
Μα το σημείο ούτε φαίνεται πια
Αναπαράσταση.....Οι άνθρωποι αναπαριστούν. Θέλω
την επομένη σκηνή.
Την καλώ.
Οι λώροι εμποδίζουν. Αρνούμαι να παίξω την απείρως επαναλαμβανόμενη αναπαράσταση.
Εγώ πάσχω αφόρητα. Δεν πείθομαι.
Στάση, εξέγερση , επανάσταση.
Προσπαθούν και με φυλακίζουν.
Τότε σπάζουν οι λώροι. Δεν το έπραξα εγώ. Η πίεση των έξω με λυτρώνει... Είναι σωστός ο κτύπος της καρδιάς.
Το σημείο μεγαλώνει μέσα στη μεγέθυνση.
Η φωτογραφία έχει κόκκους . Είναι τα ίχνη που άφησαν οι λώροι.
Θα σβήσουν. Ο χρόνος αφανίζει το στίγμα.

Μένει ο λόγος του αιτίου. Το αίτιο το ίδιο.
Ψευδαίσθηση παράτασης στο ...άπειρο , δίνουν οι έκφυλοι θεραπευτές.
Ζητούν να δαμάσουν του νερού το φως .Στο έτος φύτεψαν την πεποίθηση.
Σε δέκα έτη σ υ μ π α τ ι κ ά, δεν θα έχουν δρέψει, παρά την διαρκώς επαναλαμβανόμενη του θανάτου απειλητική κίνηση.
Το βαλς δε μας άφησε, παρά σαν το επόμενο πρωϊνό εγέρθηκε νωχελικά.
Άπλωσε το μουντό κόκκινο και ξεδίπλωσε το φως .
Οι πάσχοντες αποχωρήσαμε, την ώρα που ο Δαίδαλος γέλασε πνιχτά προς τους νοσούντες .
Βλέπετε, η εικόνα είχε χάσει την τελειότητά της .

Μήνας Ταγμένος σε Ώρα με Όπλο Πνοής

κι αν διάβηκα κάβους
υποταγμένος στο λιόγερμα
με κουρασμένη προσπάθεια
γύρεψα στη ζωή να με κοιτάξει


πλεγμένα λόγια σε σπαθιά
σπασμένη ζωή,λιποτάκτησε η ευτυχία
σε πλάνη πάνω η χαρά, σφαγμένες δυστυχίες
ατιμασμένη δύναμη στα μάτια τ' αλλόκοτα σβησμένα

πάνω σε ράγες συνθλίφθηκαν όλες οι σιωπές
με αδύναμο βήμα καρφώνω χνάρια
να μοιραστώ τη στέρηση μιάς παρουσίας
τι εύκολα λυγίζω χωρίς συγχώρηση
δεν ήξερα πως μάτωνα σαν αντηχούσαν μνήμες

ανύσταχτες οι αγκαλιές και τέλειωσαν οι δρόμοι
παντού με σημαδεύουν τ' αδιέξοδα
δεν έχω φίλους να συγγενέψω χαμηλωμένα
κάθε που πέφτει η αυγή συνθλιβω τα καινούρια

έξω φυσάει σκόνη ανθρώπινη
με παρασέρνει γκρεμίζει την αντίσταση
κανένα τρένο ή καράβι δε θα ταξιδέψει την ελπίδα μου
κανένα τ' ακούς;; μονάχα μια μνήμη κάθε νύκτα ...
μήνας ταγμένος σε ώρα με όπλο πνοής .

Ανυπεράσπιστα Μικρά Χαμόγελα

αφιερωμένο .....
ωμότητα ζωής ανεπεξέργαστης λουσμένη στην αθωότητα
άναρχα σήμανε ανατροπές αναπαράστησε τροχιά παράλογη
πολλά τα ιμάτια κι άλλο τόσα τα όνειρα γυμνά περιδιάβαιναν
κι ως αντίσταση ψευδαισθήσεις έπλεκαν δρόμους ιδρωμένους


εφαπτόμενοι παράλληλοι σχίζανε της ζωής το πρόσωπο
ταξίδι τόσο τρομακτικό μες σε σιωπές που αναπαράγονταν
και ποια η φύση συνόψιζε σαν προσδοκίες κρεμασμένες
καρφιά που φορέσαμε με γνώση που ταλάνιζε λέξεις

ανυπεράσπιστα μικρά χαμόγελα ταξίδεψαν από ανάγκη
είχα ξεχάσει την εικόνα σου δεν ειχες δει να μεγαλώνω
καρφωμένες λέξεις μας στρίμωγναν σε παραγράφους
που τίποτα δε χώρεσαν απο ραγισμένα δάκρυα αταξίδευτα

πέρασες αντίπερα μονάχος να αγναντέψω μιαν ανάπαυση
που δεν την γνώρισα τι μ άφησες το σώμα σου απρόθυμα ;
αρνήθηκα την καθε διεκδίκηση μέσα σ οδύνη εισχώρησα
συλλαβίζω λέξεις ματόβρεχτες φιλώ τη γής γεννιέται θάλασσα

με συνθλιβει η μνήμη και λουφάζω σε απόγνωση
με στέρεψες με του θανάτου το χνώτο μα δεν αρνιέμαι
καμμιά καταγωγή αφιλόξενη και ντυνω τη λέξη μου
ενα ο άνεμος ένα η πνοή κι οι θύμησες χωμάτινες
σαν σάρκα σε απύθμενη σιγή.........

Επνιξα όλα τα Θαύματα

λιωμένος λυγμός αθόρυβος απόρθητες λέξεις
έσκυβε ν ακούσει τους παγωμένους έρωτες
εκεί που ζύγιαζαν οι δρόμοι πόνο μεσάνυκτα
στην αλαφράδα δεμένων ημερών αφαίρεσης
που κάναν πως δεν έβλεπαν το φέγγος του νερού
να γιγαντώνει το καρφωμένο στόμα από ταπείνωση
σιωπές άχτιστες από πεινασμένη λήθη που ταξίδεψε


σε μια φουρτούνα έπνιξα όλα τα θαύματα
και ξεψυχούσαν οι στιγμές ξοδεμένες
σε ακατανόητες αλήθειες αγνοημένες δίχως πρόθεση
ενός αγνώστου κόσμου υπέροχου λιγάκι αν θες τρομακτικού
με καταδίκασα ως προδότη ανίερο με ακάλεστη ανασεμιά
κακογραμμένο σύμβολο σε κατακερματισμένα κάτοπτρα

πονάω για σένα αλλά δε θέλω ν ακούς ώρες απόθητες
δίδυμο φως από ψυχής κρυφό σφυγμό στάζει έρωτα
χνάρι ματωμένο σε γης  αφή ανθρώπινη
δε χάραξε σημάδι σε αγκαλιά σαν κάρπισε σαν θήλασε
το ίδιο το αίμα της των πρωτόβγαλτων στον κόσμο έδωσε
πώς θα ωκεανογραφήσουμε στης αγνωσίας τον άνεμο;

Ω! Φευ ! Ταϋγετος

Της Πέτρας και του Ερωτα
[κεφ3]

Πτήσεις χωρίς όρια

Ω! ΦΕΥ ! ΤΑΫΓΕΤΟΣ

Ώριμη καταιγίδα μαστίγωσε του κορμιού την απαίτηση.
Όλα τόσο απελπιστικά γήινα ....
Επέστρεψα στο χωρόχρονο , αναζητώντας μια μνήμη ζώσα , εκει που το δάκρυ αυλακώνει καιώμενη σάρκα και τα πάντα θανατώνουν το δόλιο λόγο.
Αποσύνθεση. Χαμόγελα νεκρά.
Ταξίδι επίπονο στο άχρονο του χώρου, που βίωνα την απόλυτη μοναξιά του πρώτου ερχομού.
Ήταν πάλι λαύρος ο Άύγουστος, που από τότε με ακολουθεί ακατάπαυστα, ως το χειμώνα που με μίσησε πολύ.
Στη φωτιά του ωρίμσα και σ αυτήν ξαποστάινω.
Ο πόνος έρχεται ξανά και ξανά ασίγαστος.
Σκαλίζω βαθιά, αναζητώνταςμιάν αλήθεια που απώθησα.
Βυθίζω το πρόσωπο σε φύλλα πορτοκαλιάς.Τα άνθη με μάτωσαν.Οι μνήμες ξεσχίζουν τις σάρκες.
Α ν α π ν έ ω !!....Δεν ζω.
Αισθάνομαι την απώλεια και σφαλίζω τα χείλη.
Η ώρα ανοίγει. Ο χρόνος σμικρύνεται.
Ο περήφανος Αύσων* έγειρε και... με φίλησε ! ;...
Ανθισα όπως παλιά, όταν στην αγκαλιά του ανακάλυπτα τα μονοπάτια του ονείρου.
Πόσα χρόνια !....
Μένω ασάλευτη, μην τρομάξει απο τη θύελλα που ξεσηκώθηκε στης καρδιάς την μυστική προσμονή.
Νοιώθω τρωτή
Χριστέ μου ! πόσο πονώ !! ...
Προσμένω το νεύμα της λύτρωσης .
Στρέφω αργά το βλέμμα πάνω του .Εκείνος , ανοίγει την τεράστια αγκάλη με μια τρυφεράδα ανείπωτη.
Σφαλίζω τα μάτια, ν' ακούσω τη λαχτάρα , του άχρονου αμαρτήματος.
Τίποτα επάνω στην πόλη .
Η Σπάρτη των μεγάλων αντιθέσεων, νοιώθω πως με αναγνωρίζει.Το παλιό μίσος μας , σαν μανιασμένος βοριάς με ραπίζει, δίχως έλεος.
Αγγίζω στο στέρνο τον Αύσωνα .
Εκείνος με σφίγγει δυνατά, γλυκά, ακέραια και με παίρνει μαζί του , ταξίδι μυστικό στ' ουρανού τα μονοπάτια.
Ο λόγος του γλυκός , απαλός , επίμονος , γεμάτος απάίτηση, μ' αφήνει ξέπνοη.
Η λαχτάρα στην κίνησή του με ζωντανεύει...
Με... εξουσιάζει ! ;; ! ...
 Είναι παράξενο. Νοιώθω... ικανοποιημένη. Εγώ, που ποτέ δε μ άρεσε ο εξουσιασμός και η χειραγώγηση .
Υποτάσσομαι στην επιβλητική του θωριά.
Δεσπόζει σ' ολόκληρο το είναι μου . Με συναπαίρνει η λάμψη της αστραπής.
Παραδίδομαι ανευ όρων.
Με αδράχνουν οι φλόγες της ιεράς κολάσεως.
Κατέφαγαν και το τελευταίο μόριο της ύπαρξης.
Πάλι και πάλι τούτος ο θάνατος.Είναι μια λύτρωση που με γεννά πλαίρια μα, με ανάσα σπασμένη.
Νοιώθω την κόπωση βαθια στο νου και την ψυχή . Τα μέλη μου πονούν, το δάκρυ δεν ξεπλαίνει , παρά τη μνήμη .
Σελίγο ο αγέρας θ' αφήσει ξέπνοη και στεγνη, τούτη την ψυχή που τα κομμάτια της δε βρίσκω ποτέ. Τόση σπατάλη !...
Συνέρχομαι δίχως μνήμες , στην αγκαλιά του εραστή μου που τη νοιώθω χαλαρή , δείγμα πως απουσιάζει.
Τον καλώ από τα βάθη των ιστορικών αναδρομών. Επιστρέφει με παράπονο για τη δική μου εγκατάλειψη.
Πώς να του εξηγήσω, πως έζησα τόση ομορφιά , που μόνο εκείνος ξέρει να γεννά;
Ραίνω του κορμιού του τις πληγές , με άπειρα καυτά φιλιά , φορώντας γιορτινό χαμόγελο.Ω! Αύσωνα , σ' α γ α π ά ω, ψιθυρίζω απαλά .Έτσι αναίτια, δίχως συναίρεση τούτη η λέξη είναι το άπαν και το μηδέν.
Ε σ ύ κι Ε γ ώ.
Εκείνος γίνεται ένα παιδί κι εγώ σαστίζω.
Ύστερα τον αγαπάω πιότερο νοιώθοντας την υπεροχή του.
Ακριβώς γιατί έχει τη μεγαλοπρέπεια , να ανασύρει τούτη την καταλυτική αλήθεια και να μου την προσφέρει...
Στου κορμιού μου τις υγρές διαδρομές ο εραστής μου αίρει την αμαρτία.
Παραδίδεται στο ασίγαστο πάθος που μας τυραννά και με κομμένη την ανάσα, στου Ευρώτα τα ήρεμα νερα με λούζει. σαν ξαποσταίνει το πάθος.
Απο το πάθος της ψυχής όμως , που το ξέρει τόσο καλά απο το μακρινό παρελθόν, και πάλι δε γνωρίζει πως να με λυτρώσει.
Δε μπόρεσε ποτέ να κατανοήσει τι σημαίνει "ποιώ" με της ψυχής και του νου τους πόνους .
Την ώρα που η Σπάρτη βυθίζεταισε τόνους φωτός απαλούς , που δίνουν μιαν ονειρική του Νότου παράσταση, αντιλαμβάνομαικαι πάλι το πλησίασμα της ώρας του θανάτου.
Εκείνος,απαιτεί να κάνουμε μαζί τούτο το καινούριο όσο και προαιώνιο ταξίδι. Αυτή την οδυνηρή μετάβαση από την κόλαση στον παράδεισο, καθώς είπε κι ο Οδυσσέας.
Και ναι! δε μπορει αλλιώς , παρά νάναι ολότελα μοναχικό τούτο το πέρασμα από το Τ ί π ο τ α στο Α π α ν.
Γιατί τούτη την ώρα , η ψυχή Μόνη ,Γυμνή και Ανοχύρωτη, βασανίζεται αναζητώντας την έκφραση του εαυτού της , στα μεγάλα μυστήρια.
Αναζητά , το στίγμα της ταυτότητάς της και το στίγμα ενός κόσμου που την πονά και την θανατώνει....
 Εκει , έχει την αίσθηση της πορείας προς την αυτογνωσία κι όμως . το "σημείο" είναι διάφορο κάθε φορά.
Στο ταξίδι τούτο, η ψυχή κλαδεύει χωρίς να κόβει, διαλύει την ώρα που ανασυγκροτεί, ξεσχίζει και δεν πονά, νεκρώνει και εμφυσά Ζωή ζώσα , θανατώνεται και δεν πεθαίνει. χειρουργεί δίχως να ματώνει, μα κύρια
α γ α π ά . Πόσος αχ! ναι! πόσος πόνος ....
Τέλος ανασύρει την πεμπτουσία της αλήθειας της και υφαίνει το χειτώνα του λόγου της , για να μη φαίνεται μόνη, να ενδυθει και οχυρωμένη να τραγουδήσει.
Στρυφογυρίζω στην γλυκόχυμη αγκάλη του Αύσωνα . Θωπεύω τη γρανιτένια του όψη. Ανασαίνω βαθιά το μύρο των χρόνων του .
Του ζητώ ν' απαλύνει τους πόνους μου, που γεννούν τον προαιώνιο φόβο της απώλειας , στις ώρες της ανασφάλειας . Αγγιζει το πρόσωπό μου απαλά και το στρέφει στο δικό του βλέμμα .
Βυθίζομαι σ' αυτά τα μάτια που τα κατοικούν επτά ολοφώτεινοι Ήλιοι.
Ω! Απόλλωνα, πώς λάμπει τούτη η ομορφιά μιας ψυχής που ξεχείλησε από τα βλέφαρά του !...
Ε! εσύ Πρωτέα , μάγεψε τους ασφόδελους για να ράνω του κορμιου του τους πόνους. Έλα ω! ωραία Ερατώ , να υφάνεις με γιασεμί το λίκνο μας .
Αιθέρα υιέ του Ερέβους και της Νύκτας , θα σε ανταμώσω ξανά.
Ο Νηρέας , θα προστατεύει τον εραστή μου,Μην τον αγγιξεις, παρακαλώ σε.
Ρέα μητέρα των θεών , ικετεύω σε...προστάτεψε τούτη την μοναδική συντροφευμένη πορεία από το Τ ί π ο τ α στο Α π α ν.
Μήνυσε στο Δία ,το δρολάπι του να μην τον μαστιγώσει... Οι Ερυνίες , να μη στρέψουν το βλέμμα τους πάνω του. Η Ίρις που με ακολουθεί, να διώχνει μακριά του την Αελλώ με το φύσημα της λαίλαπας , την Ωκυπέτη με την ορμητικότητά της και την Κελαινώ με τα μαύρα σύννεφα.
Ακόμη βυθισμένη σ' αυτο το φως ,γεύομαι τα χάδια του .
Στροβιλίζομαι στην ευτυχία.
Μεθώ.
Απλώνω τα χέρια και αφαιρώ το Ταλαιτόν*εκ της κεφαλής του εραστού μου. Το φορώ στα μαλλιά ,διότι ο δικός μου ήλιος βασιλεύει.
Αγάπησέ με, του φωνάζω. γιατί μονάχα αυτό με ζωντανεύει .
Με αδράχνει κτητικά και το φιλί συντρίβει την ανάσα . Ύστερα , με χαϊδεύει άγρια και τρυφερά μα... με έναν πόνο ανείπωτο.
Νοιώθω το θυμό του και τον κοιτάζω ερωτηματικά .Την αγάπη σου ζήτησα, γιατί με μαλώνεις; του ψιθυρίζω.Μου απαντά ,πως με τις επικλήσεις μου αισθάνθηκε πως του αφαιρώ την ισχύ.
Δεν είναι καθόλου αλήθεια ,αποκρίνομαι. Αυτή την ώρα ,κανείς δεν έχει καμμιά ισχύ. Ησύχασε δεν θα αποκοπούμε. Το υπόσχομαι.
Ηρεμος πιά,γλυκά,όλος απαίτηση με οδηγει στου Ταινάρου την πορφύρα.
Γίγνεσθαι εκ του μηδενός η ανάσα .Άλλως γενέσθαι η ζωή.
Είναι μήνας Εκατομβέας και τα χρυσά φτερά του έρωτα λάμπουν.
Τυλιγμένοι σε φως και γλαυκό,ρέουμε στο στήθος τ' ουρανού. Ο Ερωτας αόρατος , στεφανώνει με υακίνθους το ακύμαντο στίγμα του νόστου .
Πυρακτωμένοι,λογχεύουμε το όνειρο ,λάφυρο χαμόγελο στο στέρνο της γης . Ω! φευ! Ο θάνατος δε λογχεύει ,ουδέ στέκει κοντά. Γεννιέται στη ράχη του ονείρου ,θεριεύει την αυγή και μετουσιώνεται σε ζώσα παράσταση στο κύλωμα της ανοικτής μου παλάμης .
Δρολάπι με μαστίγωσε και ω! η φλόγα με αφανίζει. Τούτη η φλόγα που απάτριδη περιφέρω και μου κατατρώγει τα σπλάχνα .
Ο θάνατος έκφυλος πιά ,περιφέρεται εντός μου. Αναζητώ τα μυστικά των παιχγνίων .Δεν κατέχω τον κώδικα. Οι ασπάλαθοι κεντούν το κορμί μου..
Οπόνος εξαντλητικός . Το αίμα μου ρέει άφθονο.Νοιώθω έναν άγνωστο φόβο να με πνίγει. Η ζωή χύνεται αργά -αργά μέσα απ τις διάτρητες παλάμες μου και χάνεται σ ένα τίποτα . Η ανάσα σβήνει, τα μέλη δίχως ζωή. Δεν ορίζω παρά ελάχιστη σκέψη.
Δυό χέρια μ' αγγιζουν, ένα καυτο φιλί, με μάτια κλειστά με παίρνει απο του πόνου τη δίνη, δυό δάκρυα με σπρώχνουν στου θανάτου τη ράχη.
Να μ' αγαπήσεις σουζήτησα , μ' ένα χαμόγελο να υφάνεις τη λήθη.
Ψίθυρος η φωνή μου, σε μιά βουή εκκωφαντική. και σβήνω πάνω στα φτερά του Έρωτα. Ο Αύσωνας , μ' ένα λυγμό αφανίζει τους ήχους και, στην πλατειά του αγκάλη, ανασαίνω το μύρο μιάς ζωής άγνωστης μυστικής .
Το φώς των ματιών του διαλύει το σκότος , η μουσική των λέξεων ανοίγει μια νέα πορεία. Ανθίζει η ελπίδα την ώρα του θανάτου της μνήμης .Θαρρώ πως της Σελλήνης το τραγούδι με τύλιξε και φέρνω τα χείλη στο αγαπημένο κορμί του εραστή μου .
Γεννηθείναι η ζωή στη λάμψη του απειροελαχίστου φωτός .Είναι αργά να νοιώθω της θυσίας το γλυκόχυμο χάδι.Σέπεται του Πρωτέα το ροδαλό μειδίαμα.Δεν θά 'χει όρια τούτη η πρώτη μυστική ένωση.
Των ασπαλάθων το πρόσωπο σβήνει ... Τα μυστικά των παιγχνίων άγνωστα πάντα . Τα σημάδια βαθιά και οι πόνοι ώριμοι.
Σταυρώνομαι στο αστέρι του Νότου. Απλώνω τα χέρια και αφαιρώ το Ταλετόν απο του κορμιού τις ανάγκες. Ένας ολοκαίνουριος ήλιος έχει ανατήλει ολόδικός μου και τον αποθέτω στα λόγια σου .
Ω! ύμνε της Μέμφιδας! Στην Ερατώ σαν θα φθάσεις δεν θά 'χω να ζήσω και να θυμηθώ.
Ασύλληπτα πανώρια ένωση. Ψυχή με ψυχή ,σάρκα με σάρκα , ανάσα με πόθους .
Ω! εσύ που με γέννησες στο απερωστό του φωτός .
Ω! εσύ που με τους ήλιους με μάγεψες στου κύματος τον λαμπερό σπασμό.
Ω! εσύ που με πόνεσες γιατρεύοντας του Θανάτου τα ίχνη.
Ω! εσύ που η ζωή μου στα χέρια σου πάνω ανθίζει.
Ω! εσύ που κάνεις του κορμιού τους ήχους να καρπίζουν στο΄Απαν που μας κατοικει.
Σβήνει η ώριμη ώρα Σε γοργή της Ιριδας παράστασηζωγραφίζει η Ρέα το θυμό του Δία. Η Άρτεμις φθάνει πάνω στου τόξου τον ήχο.Ρένει του Απόλλωνα το πρόσωπο με των φιλιών μας το τραγούδι.Βυθίζομαι... Ω! ναι! βυθίζομαι και σε παίρνω μαζί μου.
 Δεν έχει δρόμους επιστροφής .Δεν αποκοπήκαμε ,το είχα υποσχεθεί.
Το "σημείο" ανοίγει μιας θύελλας το μανιασμένο θυμό. Περνούσαμε δίπλα κι η χαρά έχει χρώματα. Ο Νηρέας ,μας άφησε μόνους να μην ταράξει του βυθίσματος την μοναδική πορεία . Η Νύκτα ανοίγειέναν ήχο στου αγνώστου Δία τη λαξεμένη φοβία.Η όραση δρέπει του μυστικού ταξιδιού τις ιερές τελετές .
Η πολυγευστικότητα ανοίγει διαύλους . Με το ένα κορμί μέσα στ' άλλο μιαν ανάσα ολόζεστη, σπασμένηκι απροσπέλαστη και τα χέρια σου .Ω! τα χέρια σου που μου αλλάζουν το σχήμα ,αχρηστεύουν το μύθο και γεννούν το ολάνοικτο όνειρο. Σε κρατώ σφιχτά και σε γεύομαι,δίχως ανάσα , δίχως όρια, δίχως ανάπαυλα .Μεκρατάς και ρουφάς της ζωής μου τους χυμούς που ξεχείλησαν. Γεννιέμαι ξανά και ξανά, σε κάθε σου γουλιά που προσπαθεί να πνίξει των χειμάρων την ορμή που μου γέννησες.
Κι ύστερα! Ω! ύστερα η ξαφνική κραυγή της άνοιξης που διαλύει του σύμπαντος την αταραξία.
Τελική και ολοκληρωτική μου παράδοση. Με πήρες μαζί σου στην εκτίναξη του πανώριου φωτός ,πάνω σε υδάτινους αναστεναγμούς ,που πασχιζουν για γαλήνη.
Μένω! Σιμά σου. Ανιχνεύω το πρόσωπο του δικού μου θεού.
Το όνομάσου στα χείλη μου τραγούδι και φως ,παράπονο και χάδι,χαρά κι ανθισμένα χαμόγελα,μιαν αγκαλιά ευτυχία.
Και ,,,σ αγαπώ.Έτσι ξαφνικά και αναίτια . Μα όχι υπάρχει αιτία . Ναι! υπάρχεις Εσύ!...
Στου θεου το πρόσωπο αχνίζει του πόνου το δάκρυ.Στα χέρια σου μ' αποθέτει και δε νοιωθω εντροπή. ο Πλάστης μου, ξέρει πόσο σ αγαπώ και τι σου χαρίζω, Ετσι αφήνομαι μ' εμπιστοαύνη στου χαμογέλιου σου το φως .
Με αιχμαλώτισες .
Χαράξαμε χθες το παραμύθι, στου Κάστρου τη λαβωμένη παρειά.
Από των γλάρων το πέταγμα σταθήκαμε πιο δυνατοί.
Το ταξίδι ξεκίνησε κάτω απο την προστασία όλων των θεών. Ισως δεν επιστρέψουμε στον κόσμο των πόνων και των ανίερων προσδοκιών.
Ίσως......
============================================
*1 Αύσων γυιός του Οδυσσέα και της Κίρκης ή της Καλυψούς ,γενάρχης των Αυσόνων
*2 Ταλετόν =υψηλοτερη κορυφη του Ταϋγέτου