Κυριακή 12 Οκτωβρίου 2014

Νύκτα Κυοφορούσα Αρώματα

στάχτη
στάχτη που σκόρπισε τα λόγια
κι ουδέ στις άκρες των δακτύλων
δε θέλησα να σταθούν
λόγια που άηχα διάβαιναν
τις μικρές ώρες
και χόρευαν ναι!
χόρευαν πάνω στις ασχημάτιστες
νότες ενός βιολιού
που όμως δε γνώριζε
και πεισματικά σιωπούσε
και ποιός να προσέξει το φως
σαν έσμιγε με τα σκοτάδια
και ποιός ν' αναρωτήθηκε τι γίνηκαν τα χρώματα
'κείνα τα χρώματα που ύφαινα
κι εσύ ω! εσυ μιά σκιά
μιά σκιά που σβήνει σκληρά
μες στο φέγγος μιας ασυννέφιαστης νύκτας
και φεύγω
ναι! φεύγω τόσο μακριά
ουδέ σκιά να μη με αγγίζει πιά
μιάς και με φθάνει εκείνος ο μισητός απόηχος
ο απόηχος ενός καλοκρυμένου χλευασμού

κρατώ σπαθί δεν έχω ασπίδα
κρατώ φωτιά με παίρνει αγέρας
μιλώ κρυφά
κι οι νότες του ήχου μου με ξεκουφαίνουν
βουτώ σε λέξεις για ν ανασάνω
κείνες μ' αισθάνονται και με γιατρεύουν
φθάνει μιαν άνοιξη
και δεν την θέλω
με παίρνει η άνοιξη κι ας μην την αγαπώ
δραπετεύω σε κείνο το δικό μου καλοκαίρι
να πάρω μύρο θέλω
από άφτιαχτο ουρανό.
να πάρω χρώμα θέλω
χρώμα πρωτόγεννο απο τραγούδι μυστικό
γιατί απ' την αρχή ταξίδι θα κινήσω
ένα ταξίδι δικό μου ολότελα μοναχικό
εκεί να φθάσω που η νύκτα κυοφορεί αρώματα
και λόγια ασκίαστα πανέμορφα και καθαρά
και τη σκιά εκείνη τη δολοφόνησα
πριν να με πνίξει μες στα σκοτάδια της
λεύτερα έπρεπε να διαβώ από νύκτα σε νύκτα
μικραίνει ο χρόνος και τόσο βιάζομαι
πριχού πεθάνω ν' αναστηθώ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου