Κυριακή 28 Δεκεμβρίου 2014

Στη Βοή της Σιωπής

Εμείς που δε δεθήκαμε
ποτέ με το ψέμα
Εμείς δε σφαλίζουμε τα μάτια
κι αναζητάμε την ουσία
πίσω απ τα κάτοπτρα
σε χρόνους και χώρους
που κανείς δεν κατοίκησε
Μοναχικός ο δρόμος μας
πνιγμένος σε χρώματα
και τη βοή της σιωπής

29-12-2012

Μικρό Ταξίδι

Κίνησα για το ταξίδι χρόνια πριν
δε θέλω να τελειώσει
έτσι έκτισα τους μύθους μου
έτσι και τα τραγούδια...
Σε κάτι τέτοιες θάλασσες
έλουσα την ψυχή μου
σε κάτι τέτοιους ουρανούς 
άπλωσα την πνοή μου
Σε τούτα τα μικρά πανιά
τύλιξα τα όνειρά μου
κι αν αγναντεύω μέσα μου
τον κόσμο πάλι βλέπω...

21-12-2012
σκάλωσα πολλές φορές ,
πάνω στους δείκτες του χρόνου που σβήνει,
πίσω από κύματα που έσπασαν μ ορμή,
σε λόγια που δεν τόλμησα...και μάτωσα ,
και ήπια θάλασσα αρμυρή να πλύνω όλες τις λέξεις...
πέταξα την ασπίδα μου,έσπασα το σπαθί μου,
γυμνή ψυχή ολοκάθαρη παρέδωσα
κι άλλοι μ αγάπη την κρατήσανε
και άλλοι την έκαναν κομμάτια ...εγώ, να! εγώ την αναδόμησα
κι αγέρωχα βαδίζω μαζί με  αγάπη αναίτια...
αυτήν κρατώ ,μ αυτήν κινώ ταξίδι μαγεμένο,
στον χρόνο που έρχεται γοργά,
τίποτα πιo δυνατό απ αυτή
δεν ... δεν περιμένω...

Σάββατο 27 Δεκεμβρίου 2014

Τετάρτη 24 Δεκεμβρίου 2014

Αν αφηνόμασταν σε αναίτια αγάπη ...
αν μπορούσαμε να κατανοήσουμε
και να πραγματώσουμε  την αξία του "προσφέρομαι"...
αν καταφέρναμε να είμαστε πάντα και παντού ο εαυτός μας ...
Ευτυχισμένα Χριστούγεννα σε όλους σας  !!!

Κυριακή 21 Δεκεμβρίου 2014

Ένα Παράπονο

με διχοτόμησε ένα παράπονο
με γλώσσα νεκρή προσεκτική κι αδέξια
πάλευαν τα όνειρα ως τόξα και κανένα
δεν ταίριαξε σε θολές διεκδικήσεις
ανομίας ανομολόγητης στον ίσκιο του φόβου
μιας συστολής που αφανίστηκε
προσεβλήθησαν όλες οι εντροπές
εκεί μπρος σε πεθυμιές άγρια δολοφονημένες
καρφώνω φιλί από κείνα τα χρόνια
με τους αφηρημένους θορύβους που έκρυψα
σε αδοκίμαστο χρόνο που ποτέ δεν αντέδρασε
φιλί ματωμένο από  προδοσίες που ανέτειλαν
μαζί με τρεις ήλιους  ημίγυμνους στα χέρια Δαίμονα
και κανένα πάθος δεν ξαγρύπνησε   πια ,  μόνο
ναι ! μόνο λυγμός άηχος  συγκρούεται τραγικά
πάνω σε μνήμη νηστική κι αμίλητη
που πλανάται στο σούρουπο.

Παρασκευή 19 Δεκεμβρίου 2014

Νύκτες Σιωπής

τις νύκτες έπαψα να μιλώ
μονάχα στυλώνω το βλέμμα
στις οπές νεοφερμένου Σύμπαντος
απ τα σπλάχνα ανέραστης Γαίας
βυθίζω τα χέρια μου στο αίμα τ Ουρανού
ο τρόπος του θανάτου είναι συγκεχυμένος
μεγεθύνονται τα πικρά και παραπλανάται ρότα
σε πελάγη απαγορευμένα μισής ζωής
πόσο άδικο ν' απομένουν λέξεις χλωμές μετέωρες
κρεμασμένες σε άγνοια μυστικών ανυποχώρητων
νέφος κουρελιασμένο δένει τα ματωμένα χέρια μου
αντιστάθηκαν περπατησιές αναδιπλωμένες
Γαίας που αναζήτησε συστατικά που δώρισε
το δικό σου ταξίδι είναι άχωρο σε χρόνο άπειρο
και το δάκρυ σου μοιάζει δίχως προνόμιο αρχαϊκό
ξεγελιέται ο θάνατος από τις μνήμες μιας τελειότητας
που ανυπεράσπιστη χάνει την εξουσία ιχνηλατώντας
μικρούς παραδείσους που γλίστρησαν στην κόλαση
για τούτο τις νύκτες έπαψα να μιλώ
μυστικά βιώνω τους θανάτους που γέννησες
στου Ερέβους το πρόσωπο κατοικείς και κρατώ τη Νύκτα
μην ανταμώσεις νιόφερτη μέρα φονική
στα ματωμένα χέρια μου παγιδεύω απελπισία
και καταδυναστεύω ήχους δαγκωμένους
που μεταμφιέζονται σε αλύσους αρμονικών πνοών

Δευτέρα 15 Δεκεμβρίου 2014

Εκεί ... Στα Βάθη μου Τα Αμόλυντα

πενθώ τα ανεξημέρωτα
πενθώ τα γόνιμα χώματά μου
και το αίμα μου
πενθώ λέξεις που γίνονται βορά
σε χάσκοντα σκοτεινά στόματα
πενθώ την ώρα που δε φθάνει
πενθώ το δάκρυ μου σαν σμίγει με το δικό σου
πενθώ τη σακατεμένη προσπάθεια
να μερώσει ο σπόρος
και να αποδεχθεί τη φύση του
πενθώ τις ώρες πόνων που με ατίμασαν
κι ύστερα στέκω σε κόλαση άγρια
να πλάσω ζωή
ριγούν οι θάλασσες κι εγώ καρφωμένη
σε λέξεις λεπίδες
και με χέρια  που τα καίει αίμα αχνιστό
απ την ψυχή σαν ρέει
χαράζω με πόνο κι αγάπη κόσμους απάτητους
και πενθώ με τη γνώση
που επιμένει να με τραβά σ' εκείνη τη λευτεριά
την πανανθρώπινη που αργεί να φανεί
κι όλο γκρεμίζω σύνορα
κι όλο στήνονται νέες αυταπάτες
πενθώ τις νύκτες
που στα σκαλιά των ονείρων τσακίζω τα γόνατα
μα δεν παραδίδομαι
κι ας πενθώ την προσπάθεια  πόνου αγιάτρευτου
και πληγές που χάσκουν σε θανάτου απόγνωση
μα κρατώ της ζωής την ανάμνηση ως να την κατοικήσω
και να λυτρωθώ
ξεσχίζω τις μάσκες εγώ μικρός κι αδύναμος
να κοιτώ αυτή τη μάχη που δεν τελειώνει ποτέ
αυτή τη μάχη πάλη θεού και δαίμονα
πενθώ για την ισοδυναμία
ύστερα ανδρώνομαι παραδίδω τα κίβδηλα
κι εκεί στο βάθος του κορμιού
που το σακάτεψε άνυδρος  κεραυνός
γεννώ ελπίδες που λάτρεψαν Αύγουστο μεστό
κινούν ταξίδι
θα πενθώ - πάντα  τ ' ακούς;
εκεί στον ήχο μιας βροχής που ξέπλυνε τα πάθη
νέκρωσα όσες φορές κι αν αναστήθηκα
μυρίζει χώμα στέρφας γης
κι εγώ αφήνω  χνάρι βαθύ σε ουρανό
που τ΄αγκομαχητό του εκλάπη
μ' αδράχνει δαίμονας  κι εγώ θεό κοιτάζω
μα χέρια δεν εμείνανε ελιώσαν  μες στον αιώνα το λευκό
σαν σκάβανε μέσα σε κορμιά
ψυχές να ημερέψουν
θα πενθώ πάντα - μ' ακούς;
εκεί στα βάθη μου τα αμόλυντα ...

Φλεβάρης του 2014

Ασυμβίβαστα

κατεδαφίζονται τα ασυμβίβαστα
δαγκώνω τα ανεύθυνα δένω το χρόνο
με την ανάγκη της ύπαρξης ρέω
στη σημασία των πραγμάτων κρυφή ομορφιά

σε αθέατη όψη κυοφορώ ζωή και θάνατο
μοιράζει τύχη ο άνεμος μα μη σταθείς
δηλητήρια φορτωμένος δένει τα τυχαία
πλέκει συνήθειες να θανατώσει έμβρυα πεθυμιά

αποκλείεται το παρελθόν
αναποδογυρίζουν λέξεις
κατακρημνίζονται
στη διαίρεση ασάλευτης ζωής
δεν είναι πραγματικές οι σιωπές
κρέμονται στη διάψευση

ανυπεράσπιστες νύκτες γδέρνονται
πάνω σε αδιάκοπες μεταβολές
τάιζαν ουρανό με ουσία ανθρώπου απόντος
και ποιος ν αντέξει την εξέλιξη
είναι κρυμμένοι στην ανάγκη
δες ποιος καθορίζει αυτό το τέλος...

18/2/2014

Σάββατο 13 Δεκεμβρίου 2014

Σε Ρημαγμένα Όνειρα

τυφλή φωνή  τρελού θεού κι εγώ να κυματίζω
ανάμεσα σε κουφάρια ψυχών με ρημαγμένα όνειρα
σκίρτησε  θανάτου πνοή σε ζωή εξουσιασμένη
συγκλίνουν χρόνοι μοναξιάς σε παραμύθι άτολμο
μονάχα μνήμες σκοτεινές ψηλαφίζω να δείξω δρόμους
κι ως τόλμησα φιλί τρικύμισμα πικρό στη μοίρα εκείνου
που καρφωμένος σε σπαθί φονεύει άγνωστο μέλλοντα
μπερδεύτηκε η απελπισία σε παγίδες λόγων αβάπτιστων
δακρύζει σάρκα  από τόση ζωή ξέχειλη ανοησίας ακόρεστης
μικρή πόρνη σε χαμένους καιρούς  αδειανή θάλασσα
συμφορά αθέατη σε παραμορφωμένα κάτοπτρα δεμένη
αφηγητής ξενιτεμών αλλαγμένων καιρών ατερμάτιστων
ποιος άγνωστος μαντατοφόρος  έσπασε καταραμένες νίκες;
πόσα κενά ανάμεσα σε θανάτους αβοήθητους και πώς ;
ναι! πώς βουίζει η σιωπή  στην οικτρή  ύπνωση καταποντισμών
χεριών διάτρητων μικρών αμαρτημάτων που ανθίζουν
κάτω από το ξεθάρρεμα συνήθειας  μοιρασμένης αστοχίας
πόσα παράπονα σε καμμένα χείλη τέφρα γινήκαν
άφησαν μονάχα σκιές πάνω σε βέλη που πάντα ξαστόχησαν
δεν υπάρχουν ισορροπίες πάνω σε νερά  ανοικτών παραδείσων
κουρνιάζει κρυφά του Άδη απειλή  ανέγγιχτη κι η φύση ανυπάκοη
πεισματώνουν οι νύκτες και στο ελάχιστο γεννιέται η καταστροφή
θεός ανίερος από λάσπη  υφαίνει  φως να μη γνωρίσουν
όσοι απολέσθηκαν τη μέρα που θα φορέσουν σάρκα αιμάτινη
θάλασσες  που τόλμησαν να υγράνουν με φιλιά  πολέμους άγριους
δίχως εκπτώσεις σε ήττες πρόσκαιρες αμεθόδευτες .

Τρίτη 9 Δεκεμβρίου 2014

Λήθη σε Δίψα Ανεξάντλητη

δυο κορίτσια σε θάλασσα μεθυσμένη ένωσαν
γδυτό φεγγάρι ερωτευμένο σε σιωπή αφανισμένη
τρομαγμένη τρυφεράδα πάνω στο στήθος τους
άλαλα στερεύουν φως πίσω από κλειστά βλέμματα
και κανένα τραγούδι δεν αναπαύθηκε σε πνοή
αποκεφαλισμένες  ώρες γέρνουν σε λυγμούς
και τι να πει ο έρωτας  διάφανος σε ματαιότητες
κουρσάρος σάρκας απέλπιδας που τραυματίζει αιώνες
κι η ζωή χλευάζει κλειδωμένο γέλιο ζωντανό μυστικό
οι άνθρωποι δε μοιάζουν κι ας το φαντάστηκαν
θάλασσες άστοργες γεμάτες πόθους ανίερους
στο χώμα μετρώνται οι παλμοί  κι ο ιδρώτας ποτάμι
ασίγαστος χείμαρρος  οι κραυγές να κτυπούν ανέμους
να φονεύουν  φιλιά σε στόματα  άτολμα   σε υγρές λέξεις
που ηδονικά γλίστρησαν πάνω από χείλη μισάνοιχτα
νυκτερινό αγνάντεμα αμαρτίας ξεσχίζοντας φως εύνοιας
σε φούχτες μισόκλειστες σκοντάφτεις σε χλεύη
και πώς να σου δείξω ο,τι εμπιστεύτηκα θεριά κύματα
την ώρα που ματώνεις στου ύπνου το αναπάντεχο
δυο κορίτσια με κλαδεμένα αστέρια  σε στήθη αναμμένα
ξεσχίζουν την άγνοια σε αιχμάλωτο ουρανό
στην πλώρη μιας άγριας νύκτας και δεν αθωώθηκαν
σε κόσμο που ζωγράφιζε ανύποπτος με ρίζες ζωής αξεδιάλυτης
λήθη σε δίψα ανεξάντλητη την ώρα του εξαγνισμού 

Σάββατο 6 Δεκεμβρίου 2014

Μυστικές Εκκρεμότητες

βούλιαξαν μεσημέρια   μισοφέγγαρα
στου Ταινάρου  τις μυστικές εκκρεμότητες
κι εγώ απερπάτητος ήχος
γύρευα απελπισμένα μεσάνυκτα
κρυώνω
αφίλητος βράχος σημαδεμένος ομορφιά
λούζει ανέμους άναρχους με κλάμα βαθύ
ωσάν θαύμα ακυβέρνητο
κρυώνω
δε χάραξε νύκτα ακόμη εδώ και κρύφτηκα
μέσα σε φούχτα νεφών που ζωντάνεψαν
κρεμασμένα  στην άκρια τυράγνιας μελλοντικής
εαρινά ψεύδη σημαδεύουν παράνοια
με ολάκερο ουρανό στα χείλη στασιάζω
σε βροχή που ραγίζει συλλαβές ήλιων άφτιαχτων
ζητώντας ιλασμό μονάζω όπου καίει γυμνή ψυχή
κρυώνω
υπαίθρια λόγια  κατηφορίζουν σε κλεμμένες ζωές
απροσκύνητοι καθησυχασμοί  οργής αποτύπωμα
ανθρωπίνου δράματος που δεν είχε αναγνωριστεί
ρέουν τα άχρωμα όμορα δίχως ανταλλαγές
κρυώνω
δε θυμάμαι πόσες επιστροφές χάραξε το στόμα μου
σε γυμνούς δρόμους με γεύση σκουριάς περιττή γνώση
δε θυμάμαι που στάθηκαν οι ματιές ως να διαβώ
εκεί στην άκρια αθάνατης θάλασσας να ξεκορμίσω όνειρο
καιόμενη
ταξιδεύω στα μυστικά ανήλιαγα περάσματα  ενός κόσμου
πρωτόγεννου με άδειες ζαλισμένες αγκαλιές από μέθη
που ποτέ δεν ξενητεύτηκε .

Τρίτη 2 Δεκεμβρίου 2014

Σε ένοχη Ώρα και Μήνα Αγέννητο

με την ενοχή που κρεμάστηκε
σε άκρη βλεφάρων ξαγρύπνησες
δίχως ανατολές
αχόταγα να πίνεις τρόμους
λόγων μεθυσμένων
που δεν μάθαν να χτίζουν παραδείσους
κορμιά ξένα ξέσχιζες αφανέρωτα
σε νύκτες αδιάβατες
καλούσες έρωτα ακοίταχτο
σε αντανακλάσεις του χθες
κι όπως κατέβαινες σε θάλασσα
γεννούσες θυμούς
ατερμάτιστη  δίψα
και με χέρια σφιγμένα
συσπειρώθηκες κλειδώνοντας
αγέρα λυγμό
και κανένας πόνος δε γδύθηκε
σε ανώριμα βλέμματα
κι ας πάσχιζες να συρθείς σε φως
κομπάζοντας για ανένταχτες μάχες
στα μικρά καθημερινά συγχωνεύθηκες
σε χρόνους αδοκίμαστους
με τη μνήμη σφαγμένη
ποια είναι τα όρια; ρώτησα
δεν απαντούσες ποτέ
και με μάτια χυμένα σε περιέργεια
έπλεκες ήχους ανίερους
απολιθώθηκες πριν κινήσεις
σε σκέψεις που δεν αθροίζονται
έξι θάνατοι καμιά άφεση και ερήμην της αμαρτίας
ανιχνεύοντας μέλλοντα
λαίμαργα αναζήτησες  εξαγορά αισθήσεων
με βάναυση γλώσσα  χλεύασες,
ανάγκη ενστίκτων αποκάλυψες
κι αποσύρθηκες
σε σκοτάδια φυλακισμένα
κατασπαράζοντας κάθε βουλιμία
πόθων κρυμμένων για απολαύσεις
που τρόμαξαν να μολογήσουν ποια ήταν η αρχή
μιας κι ήταν η ώρα ένοχη και ο μήνας δεν είχε ακόμη γεννηθεί