Κυριακή 28 Δεκεμβρίου 2014

Στη Βοή της Σιωπής

Εμείς που δε δεθήκαμε
ποτέ με το ψέμα
Εμείς δε σφαλίζουμε τα μάτια
κι αναζητάμε την ουσία
πίσω απ τα κάτοπτρα
σε χρόνους και χώρους
που κανείς δεν κατοίκησε
Μοναχικός ο δρόμος μας
πνιγμένος σε χρώματα
και τη βοή της σιωπής

29-12-2012

Μικρό Ταξίδι

Κίνησα για το ταξίδι χρόνια πριν
δε θέλω να τελειώσει
έτσι έκτισα τους μύθους μου
έτσι και τα τραγούδια...
Σε κάτι τέτοιες θάλασσες
έλουσα την ψυχή μου
σε κάτι τέτοιους ουρανούς 
άπλωσα την πνοή μου
Σε τούτα τα μικρά πανιά
τύλιξα τα όνειρά μου
κι αν αγναντεύω μέσα μου
τον κόσμο πάλι βλέπω...

21-12-2012
σκάλωσα πολλές φορές ,
πάνω στους δείκτες του χρόνου που σβήνει,
πίσω από κύματα που έσπασαν μ ορμή,
σε λόγια που δεν τόλμησα...και μάτωσα ,
και ήπια θάλασσα αρμυρή να πλύνω όλες τις λέξεις...
πέταξα την ασπίδα μου,έσπασα το σπαθί μου,
γυμνή ψυχή ολοκάθαρη παρέδωσα
κι άλλοι μ αγάπη την κρατήσανε
και άλλοι την έκαναν κομμάτια ...εγώ, να! εγώ την αναδόμησα
κι αγέρωχα βαδίζω μαζί με  αγάπη αναίτια...
αυτήν κρατώ ,μ αυτήν κινώ ταξίδι μαγεμένο,
στον χρόνο που έρχεται γοργά,
τίποτα πιo δυνατό απ αυτή
δεν ... δεν περιμένω...

Σάββατο 27 Δεκεμβρίου 2014

Τετάρτη 24 Δεκεμβρίου 2014

Αν αφηνόμασταν σε αναίτια αγάπη ...
αν μπορούσαμε να κατανοήσουμε
και να πραγματώσουμε  την αξία του "προσφέρομαι"...
αν καταφέρναμε να είμαστε πάντα και παντού ο εαυτός μας ...
Ευτυχισμένα Χριστούγεννα σε όλους σας  !!!

Κυριακή 21 Δεκεμβρίου 2014

Ένα Παράπονο

με διχοτόμησε ένα παράπονο
με γλώσσα νεκρή προσεκτική κι αδέξια
πάλευαν τα όνειρα ως τόξα και κανένα
δεν ταίριαξε σε θολές διεκδικήσεις
ανομίας ανομολόγητης στον ίσκιο του φόβου
μιας συστολής που αφανίστηκε
προσεβλήθησαν όλες οι εντροπές
εκεί μπρος σε πεθυμιές άγρια δολοφονημένες
καρφώνω φιλί από κείνα τα χρόνια
με τους αφηρημένους θορύβους που έκρυψα
σε αδοκίμαστο χρόνο που ποτέ δεν αντέδρασε
φιλί ματωμένο από  προδοσίες που ανέτειλαν
μαζί με τρεις ήλιους  ημίγυμνους στα χέρια Δαίμονα
και κανένα πάθος δεν ξαγρύπνησε   πια ,  μόνο
ναι ! μόνο λυγμός άηχος  συγκρούεται τραγικά
πάνω σε μνήμη νηστική κι αμίλητη
που πλανάται στο σούρουπο.

Παρασκευή 19 Δεκεμβρίου 2014

Νύκτες Σιωπής

τις νύκτες έπαψα να μιλώ
μονάχα στυλώνω το βλέμμα
στις οπές νεοφερμένου Σύμπαντος
απ τα σπλάχνα ανέραστης Γαίας
βυθίζω τα χέρια μου στο αίμα τ Ουρανού
ο τρόπος του θανάτου είναι συγκεχυμένος
μεγεθύνονται τα πικρά και παραπλανάται ρότα
σε πελάγη απαγορευμένα μισής ζωής
πόσο άδικο ν' απομένουν λέξεις χλωμές μετέωρες
κρεμασμένες σε άγνοια μυστικών ανυποχώρητων
νέφος κουρελιασμένο δένει τα ματωμένα χέρια μου
αντιστάθηκαν περπατησιές αναδιπλωμένες
Γαίας που αναζήτησε συστατικά που δώρισε
το δικό σου ταξίδι είναι άχωρο σε χρόνο άπειρο
και το δάκρυ σου μοιάζει δίχως προνόμιο αρχαϊκό
ξεγελιέται ο θάνατος από τις μνήμες μιας τελειότητας
που ανυπεράσπιστη χάνει την εξουσία ιχνηλατώντας
μικρούς παραδείσους που γλίστρησαν στην κόλαση
για τούτο τις νύκτες έπαψα να μιλώ
μυστικά βιώνω τους θανάτους που γέννησες
στου Ερέβους το πρόσωπο κατοικείς και κρατώ τη Νύκτα
μην ανταμώσεις νιόφερτη μέρα φονική
στα ματωμένα χέρια μου παγιδεύω απελπισία
και καταδυναστεύω ήχους δαγκωμένους
που μεταμφιέζονται σε αλύσους αρμονικών πνοών

Δευτέρα 15 Δεκεμβρίου 2014

Εκεί ... Στα Βάθη μου Τα Αμόλυντα

πενθώ τα ανεξημέρωτα
πενθώ τα γόνιμα χώματά μου
και το αίμα μου
πενθώ λέξεις που γίνονται βορά
σε χάσκοντα σκοτεινά στόματα
πενθώ την ώρα που δε φθάνει
πενθώ το δάκρυ μου σαν σμίγει με το δικό σου
πενθώ τη σακατεμένη προσπάθεια
να μερώσει ο σπόρος
και να αποδεχθεί τη φύση του
πενθώ τις ώρες πόνων που με ατίμασαν
κι ύστερα στέκω σε κόλαση άγρια
να πλάσω ζωή
ριγούν οι θάλασσες κι εγώ καρφωμένη
σε λέξεις λεπίδες
και με χέρια  που τα καίει αίμα αχνιστό
απ την ψυχή σαν ρέει
χαράζω με πόνο κι αγάπη κόσμους απάτητους
και πενθώ με τη γνώση
που επιμένει να με τραβά σ' εκείνη τη λευτεριά
την πανανθρώπινη που αργεί να φανεί
κι όλο γκρεμίζω σύνορα
κι όλο στήνονται νέες αυταπάτες
πενθώ τις νύκτες
που στα σκαλιά των ονείρων τσακίζω τα γόνατα
μα δεν παραδίδομαι
κι ας πενθώ την προσπάθεια  πόνου αγιάτρευτου
και πληγές που χάσκουν σε θανάτου απόγνωση
μα κρατώ της ζωής την ανάμνηση ως να την κατοικήσω
και να λυτρωθώ
ξεσχίζω τις μάσκες εγώ μικρός κι αδύναμος
να κοιτώ αυτή τη μάχη που δεν τελειώνει ποτέ
αυτή τη μάχη πάλη θεού και δαίμονα
πενθώ για την ισοδυναμία
ύστερα ανδρώνομαι παραδίδω τα κίβδηλα
κι εκεί στο βάθος του κορμιού
που το σακάτεψε άνυδρος  κεραυνός
γεννώ ελπίδες που λάτρεψαν Αύγουστο μεστό
κινούν ταξίδι
θα πενθώ - πάντα  τ ' ακούς;
εκεί στον ήχο μιας βροχής που ξέπλυνε τα πάθη
νέκρωσα όσες φορές κι αν αναστήθηκα
μυρίζει χώμα στέρφας γης
κι εγώ αφήνω  χνάρι βαθύ σε ουρανό
που τ΄αγκομαχητό του εκλάπη
μ' αδράχνει δαίμονας  κι εγώ θεό κοιτάζω
μα χέρια δεν εμείνανε ελιώσαν  μες στον αιώνα το λευκό
σαν σκάβανε μέσα σε κορμιά
ψυχές να ημερέψουν
θα πενθώ πάντα - μ' ακούς;
εκεί στα βάθη μου τα αμόλυντα ...

Φλεβάρης του 2014

Ασυμβίβαστα

κατεδαφίζονται τα ασυμβίβαστα
δαγκώνω τα ανεύθυνα δένω το χρόνο
με την ανάγκη της ύπαρξης ρέω
στη σημασία των πραγμάτων κρυφή ομορφιά

σε αθέατη όψη κυοφορώ ζωή και θάνατο
μοιράζει τύχη ο άνεμος μα μη σταθείς
δηλητήρια φορτωμένος δένει τα τυχαία
πλέκει συνήθειες να θανατώσει έμβρυα πεθυμιά

αποκλείεται το παρελθόν
αναποδογυρίζουν λέξεις
κατακρημνίζονται
στη διαίρεση ασάλευτης ζωής
δεν είναι πραγματικές οι σιωπές
κρέμονται στη διάψευση

ανυπεράσπιστες νύκτες γδέρνονται
πάνω σε αδιάκοπες μεταβολές
τάιζαν ουρανό με ουσία ανθρώπου απόντος
και ποιος ν αντέξει την εξέλιξη
είναι κρυμμένοι στην ανάγκη
δες ποιος καθορίζει αυτό το τέλος...

18/2/2014

Σάββατο 13 Δεκεμβρίου 2014

Σε Ρημαγμένα Όνειρα

τυφλή φωνή  τρελού θεού κι εγώ να κυματίζω
ανάμεσα σε κουφάρια ψυχών με ρημαγμένα όνειρα
σκίρτησε  θανάτου πνοή σε ζωή εξουσιασμένη
συγκλίνουν χρόνοι μοναξιάς σε παραμύθι άτολμο
μονάχα μνήμες σκοτεινές ψηλαφίζω να δείξω δρόμους
κι ως τόλμησα φιλί τρικύμισμα πικρό στη μοίρα εκείνου
που καρφωμένος σε σπαθί φονεύει άγνωστο μέλλοντα
μπερδεύτηκε η απελπισία σε παγίδες λόγων αβάπτιστων
δακρύζει σάρκα  από τόση ζωή ξέχειλη ανοησίας ακόρεστης
μικρή πόρνη σε χαμένους καιρούς  αδειανή θάλασσα
συμφορά αθέατη σε παραμορφωμένα κάτοπτρα δεμένη
αφηγητής ξενιτεμών αλλαγμένων καιρών ατερμάτιστων
ποιος άγνωστος μαντατοφόρος  έσπασε καταραμένες νίκες;
πόσα κενά ανάμεσα σε θανάτους αβοήθητους και πώς ;
ναι! πώς βουίζει η σιωπή  στην οικτρή  ύπνωση καταποντισμών
χεριών διάτρητων μικρών αμαρτημάτων που ανθίζουν
κάτω από το ξεθάρρεμα συνήθειας  μοιρασμένης αστοχίας
πόσα παράπονα σε καμμένα χείλη τέφρα γινήκαν
άφησαν μονάχα σκιές πάνω σε βέλη που πάντα ξαστόχησαν
δεν υπάρχουν ισορροπίες πάνω σε νερά  ανοικτών παραδείσων
κουρνιάζει κρυφά του Άδη απειλή  ανέγγιχτη κι η φύση ανυπάκοη
πεισματώνουν οι νύκτες και στο ελάχιστο γεννιέται η καταστροφή
θεός ανίερος από λάσπη  υφαίνει  φως να μη γνωρίσουν
όσοι απολέσθηκαν τη μέρα που θα φορέσουν σάρκα αιμάτινη
θάλασσες  που τόλμησαν να υγράνουν με φιλιά  πολέμους άγριους
δίχως εκπτώσεις σε ήττες πρόσκαιρες αμεθόδευτες .

Τρίτη 9 Δεκεμβρίου 2014

Λήθη σε Δίψα Ανεξάντλητη

δυο κορίτσια σε θάλασσα μεθυσμένη ένωσαν
γδυτό φεγγάρι ερωτευμένο σε σιωπή αφανισμένη
τρομαγμένη τρυφεράδα πάνω στο στήθος τους
άλαλα στερεύουν φως πίσω από κλειστά βλέμματα
και κανένα τραγούδι δεν αναπαύθηκε σε πνοή
αποκεφαλισμένες  ώρες γέρνουν σε λυγμούς
και τι να πει ο έρωτας  διάφανος σε ματαιότητες
κουρσάρος σάρκας απέλπιδας που τραυματίζει αιώνες
κι η ζωή χλευάζει κλειδωμένο γέλιο ζωντανό μυστικό
οι άνθρωποι δε μοιάζουν κι ας το φαντάστηκαν
θάλασσες άστοργες γεμάτες πόθους ανίερους
στο χώμα μετρώνται οι παλμοί  κι ο ιδρώτας ποτάμι
ασίγαστος χείμαρρος  οι κραυγές να κτυπούν ανέμους
να φονεύουν  φιλιά σε στόματα  άτολμα   σε υγρές λέξεις
που ηδονικά γλίστρησαν πάνω από χείλη μισάνοιχτα
νυκτερινό αγνάντεμα αμαρτίας ξεσχίζοντας φως εύνοιας
σε φούχτες μισόκλειστες σκοντάφτεις σε χλεύη
και πώς να σου δείξω ο,τι εμπιστεύτηκα θεριά κύματα
την ώρα που ματώνεις στου ύπνου το αναπάντεχο
δυο κορίτσια με κλαδεμένα αστέρια  σε στήθη αναμμένα
ξεσχίζουν την άγνοια σε αιχμάλωτο ουρανό
στην πλώρη μιας άγριας νύκτας και δεν αθωώθηκαν
σε κόσμο που ζωγράφιζε ανύποπτος με ρίζες ζωής αξεδιάλυτης
λήθη σε δίψα ανεξάντλητη την ώρα του εξαγνισμού 

Σάββατο 6 Δεκεμβρίου 2014

Μυστικές Εκκρεμότητες

βούλιαξαν μεσημέρια   μισοφέγγαρα
στου Ταινάρου  τις μυστικές εκκρεμότητες
κι εγώ απερπάτητος ήχος
γύρευα απελπισμένα μεσάνυκτα
κρυώνω
αφίλητος βράχος σημαδεμένος ομορφιά
λούζει ανέμους άναρχους με κλάμα βαθύ
ωσάν θαύμα ακυβέρνητο
κρυώνω
δε χάραξε νύκτα ακόμη εδώ και κρύφτηκα
μέσα σε φούχτα νεφών που ζωντάνεψαν
κρεμασμένα  στην άκρια τυράγνιας μελλοντικής
εαρινά ψεύδη σημαδεύουν παράνοια
με ολάκερο ουρανό στα χείλη στασιάζω
σε βροχή που ραγίζει συλλαβές ήλιων άφτιαχτων
ζητώντας ιλασμό μονάζω όπου καίει γυμνή ψυχή
κρυώνω
υπαίθρια λόγια  κατηφορίζουν σε κλεμμένες ζωές
απροσκύνητοι καθησυχασμοί  οργής αποτύπωμα
ανθρωπίνου δράματος που δεν είχε αναγνωριστεί
ρέουν τα άχρωμα όμορα δίχως ανταλλαγές
κρυώνω
δε θυμάμαι πόσες επιστροφές χάραξε το στόμα μου
σε γυμνούς δρόμους με γεύση σκουριάς περιττή γνώση
δε θυμάμαι που στάθηκαν οι ματιές ως να διαβώ
εκεί στην άκρια αθάνατης θάλασσας να ξεκορμίσω όνειρο
καιόμενη
ταξιδεύω στα μυστικά ανήλιαγα περάσματα  ενός κόσμου
πρωτόγεννου με άδειες ζαλισμένες αγκαλιές από μέθη
που ποτέ δεν ξενητεύτηκε .

Τρίτη 2 Δεκεμβρίου 2014

Σε ένοχη Ώρα και Μήνα Αγέννητο

με την ενοχή που κρεμάστηκε
σε άκρη βλεφάρων ξαγρύπνησες
δίχως ανατολές
αχόταγα να πίνεις τρόμους
λόγων μεθυσμένων
που δεν μάθαν να χτίζουν παραδείσους
κορμιά ξένα ξέσχιζες αφανέρωτα
σε νύκτες αδιάβατες
καλούσες έρωτα ακοίταχτο
σε αντανακλάσεις του χθες
κι όπως κατέβαινες σε θάλασσα
γεννούσες θυμούς
ατερμάτιστη  δίψα
και με χέρια σφιγμένα
συσπειρώθηκες κλειδώνοντας
αγέρα λυγμό
και κανένας πόνος δε γδύθηκε
σε ανώριμα βλέμματα
κι ας πάσχιζες να συρθείς σε φως
κομπάζοντας για ανένταχτες μάχες
στα μικρά καθημερινά συγχωνεύθηκες
σε χρόνους αδοκίμαστους
με τη μνήμη σφαγμένη
ποια είναι τα όρια; ρώτησα
δεν απαντούσες ποτέ
και με μάτια χυμένα σε περιέργεια
έπλεκες ήχους ανίερους
απολιθώθηκες πριν κινήσεις
σε σκέψεις που δεν αθροίζονται
έξι θάνατοι καμιά άφεση και ερήμην της αμαρτίας
ανιχνεύοντας μέλλοντα
λαίμαργα αναζήτησες  εξαγορά αισθήσεων
με βάναυση γλώσσα  χλεύασες,
ανάγκη ενστίκτων αποκάλυψες
κι αποσύρθηκες
σε σκοτάδια φυλακισμένα
κατασπαράζοντας κάθε βουλιμία
πόθων κρυμμένων για απολαύσεις
που τρόμαξαν να μολογήσουν ποια ήταν η αρχή
μιας κι ήταν η ώρα ένοχη και ο μήνας δεν είχε ακόμη γεννηθεί

Κυριακή 30 Νοεμβρίου 2014

Σε Ώρα Άπειρη κι ο Μήνας Μετατοπισμένος

με θολό το νου στη διχάλα της μέρας
με μόχθο σιωπών κλειδωμένων
σημαδεύει όσα δεν αποτόλμησε
φιλιά πικρά και λόγια διάτρητα
διπλωμένα σε ρούχο κουρέλι νύκτας
βουτηγμένη σε αμαρτία μικρή ΄
κι όπως σκάλιζε ακήρυχτες αγάπες
απιστούσε σε ακίνητες στιγμές
γυμνώθηκε αφηνιάζοντας μπρος σε πέτρα
χαράζοντας μικρά φωνήεντα με θυμό
εμμονικοί ψίθυροι γιγαντώνουν τις νύκτες
ερείπιο μοναξιάς ασυμβίβαστης  σε κινδύνους
οι ενοχές στροβιλίζονται σε ομίχλη
τρελή κραυγή σε ανύπαρκτη αγκαλιά
ένα συντρίμμι υπόλοιπο μουσικής που ράγισε
πού πηγαίνεις ; ρώτησα
στο χρόνο μπρος πίσω να βρω την εικόνα μου, είπε.
και στάθηκε μισόν αιώνα μονάχα να ξεντύνεται εικόνα
που δεν αγάπησε, που δεν κατάλαβε ,δεν αποδέχθηκε
κι όλο προσέκρουε σε παλαίστρα να μένει νερό αδιάβατο
δεν έμαθε να αχρηστεύει το θάνατο
δεν συλλάβισε ποτέ την αθωότητα
μοιρασμένη ψυχή σε ψέμα που το έντυνε αλήθεια
χαμένη ανάμνηση σε πάθη που δυνάστευαν
πάθη που μοίραζαν χαλασμένους έρωτες
με χαμηλωμένες αισθήσεις κι αφανέρωτα χρώματα
με την πρώτη αχτίδα μιας γιορτής που θανατώνει σιωπές
υιοθετήθηκε θεληματικά από παράνομους μικρούς ανέμους
θέλοντας να συναντήσει παράφορες ερωτικές θύελλες
σε ώρα άπειρη κι ο μήνας μετατοπισμένος από άγρια πουλιά.

Δευτέρα 24 Νοεμβρίου 2014

Μήνας σε Απόγνωση και η Ώρα σε Ευτυχία

χάθηκε μια σκέψη δίχως αιδώ ως άμαθη
ταξιδεύοντας από το φως σε ανεμόδαρτα
νυκτερινά σιωπητήρια χεριών ανέγγιχτων
και οι σιωπές... πόρνες αναίτιες
ωχ! αυτές οι σιωπές εφιάλτης τρομακτικός
πιότερο κι απ' του θανάτου την άγνοια
κλήθηκα να ακυρώσω φύση ζωής
που διαψεύσθηκε από οργή ακάλεστη
αγνάντια σε αιμάτινες χαρακιές γευόμουν
σάρκα ονείρου αβοήθητου σε αμέριμνη ώρα
συλλαβίζοντας ήχους βροχής
σαν ξέφτιζαν νέφη αγέλαστα
αλαφροπερνούν δυο φωνήεντα
γυμνά κι ασχημάτιστα
μέσα από χείλη δαγκωμένα
από γεύση σκουριάς
ξεσχίζοντας το στήθος μου σε αθάνατη ώρα
κι εκεί στην άμμο της άμπωτης πριχού το κύμα
να σβήσει, έθαψα ήλιους  αγέννητους
κάτω απ την τρελή κραυγή πεινασμένων νοσταλγιών
κι ήταν μήνας σε απόγνωση και η ώρα σε ευτυχία.

Σάββατο 22 Νοεμβρίου 2014

Η Διαφορά του Ελαχίστου

κι αν αλάνι έγινα πάνω σε σκέψεις
κι αν αλήτεψα πάνω σε λέξεις
τα πιο ακριβά δώρα τα πήρα ,
μου τα χάρισαν τα σημεία στίξης
γιατί βλέπεις ,
πάντα το ελάχιστο κάνει τη διαφορά...

Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2014

Της Πέτρας και του Έρωτα

Σπουδή σε λέξεις μιας γλώσσας αγέννητης
                      ΔΙ

Τι καρτερούσες
                     σαν έφθασα
           από τα ευρύχωρα κύματα
'Ολα τα είχα χαρίσει
Σφαλιγμένα σε όστρακα
                 που έλαμπαν από φως
             μιας πίκρας περίσσιας
Ημέρα η πρωτέρα μηνός Θαργηλιώνος
Χαράζει η Ίριδα μέγα Ψεύδος
Το γοερό σου κλάμα σήκωσε θύελλα
Αισθήματα εκσφενδονισμένα
                 από του Άδη τα σπλάχνα
Χύθηκαν τα λόγια σου
               φύλλα φθινοπωρινά
Είχες ζωγραφισμένο το φόβο στα στήθια
Γεννήθηκε ένας απορημένος πόνος
Σε ξένους  γαλαξίες
                            φονεύαμε ήλιους
Στ' άδεια χέρια σου
                          αφήνει
          την πνοή του ο Έρωτας
που γιορτάζει κρυφή χαρά
Φρεσκολουσμένα λόγια          
                          έννοιες που
                      χάσκουν σε άδειο παράπονο
Κυοφορείς το θάνατο τις μικρές ώρες
Τις ώρες που ο Θεός αρμενίζει
πάνω σε άδολα χαμόγελα
Ακούσιος
              ο ήχος μου
Ρέω
        στο μέτωπο τ' ουρανού
αχρηστεύω την αμαρτία της άνοιξης
Κατοικώ ακόμα
                    στην καυτή πέτρα
λουσμένη στο φως μιας αρμύρας
                    που κουβαλά την πίκρα
           της πλάσης ολόκληρης.
=======
  1996
από το βιβλίο μου
Της Πέτρας και του Έρωτα

Σκόνταψε ο Ήχος μου

σκιές με θυμήθηκαν κι ένα μικρό όνειρο
κοιτάζω εμπρός μου ιδρωμένες ανάσες
αλύτρωτες λέξεις ραγισμένες
κι  ένα γέλιο φορτωμένο απολογία

σκαρφαλώνω στην κορυφή μου
δε μ εξουσιάζει ο θάνατος
η ζωή σκανδαλίζει την αλήθεια
με διεκδικεί η εξέγερση
ήλθα απ' της αβύσσου τα σπλάχνα

δε χώρεσα σ ένα ηδονικό φιλί δε χώρεσα
ξεγύμνωσα το σώμα μου κι αυτό μου αντιστάθηκε
ξεσχίσθηκε η σάρκα μου σε κάτοπτρα σαν χύθηκε
σκόνταψε ο ήχος μου πάνω σε πέτρα άνυδρη

κινώ ταξίδι σε κόσμο που ήλιο  δε γνώρισε ποτέ
θεϊκές αμαρτίες αναβλύζουν από σκοτεινιασμένα μάτια
κι εγώ να συλλαβίζω  τις συμπτώσεις των χρόνων
σαν έχασαν τον κτύπο της καρδιάς.

Μιά Μνήμη Ζώσα

ανοίγει η πύλη του άχωρου και άχρονου παρόντος...
διστάζω...
ακόμα κουβαλώ μιαν άνοιξη που ποτέ δεν πόθησα...
λατρεύω τα μεστά καλοκαίρια ...
λύνω εικόνες και ρέω
όλο ρέω πάνω στου κύματος τον πρώτο παφλασμό...
όποιος δε είδε αυτήν την πύλη
δε πρόλαβε ποτέ το πρόσωπο της ζωής....
εισέρχομαι μονίμως εξερχο
μένη ...
μα δεν εξαγνίζομαι .....
δεν είναι ποτέ αυτός ο σκοπός ...
μια μνήμη ζώσα να σώζω κάθε φορά...
μονάχα αυτό....

Κατακτήσεις

Όλα τα έχω μπερδέψει
δεν ξεχωρίζω τη διαφορά
στο ναι και στο όχι
έχουν άρα γε πραγματικά διαφορά;
υπάρχει διαφορά
στο καλό και στο κακό;
κι αν όπως λεν υπάρχει,
τι χρειάζονται τα παραθετικά;
γιατί να φοβάμαι
ότι φοβούνται οι άλλοι;
τι ανοησία!
όλοι βιάζονται
εγώ πηγαινοέρχομαι
σαν τα κύματα
και πάντα είμαι εδώ
οι άλλοι λένε πως είναι σαφείς
εγώ δεν είμαι ...
αλλά γνωρίζω ο,τι είμαι αδύναμος
όλοι έχουν πολλά,
αλλά χρειάζονται πιότερα
εγώ δεν έχω τίποτα
και αισθάνομαι πλήρης
βέβαια ! βέβαια !
είναι που τα έχω μπερδέψει
όλοι είναι έξυπνοι ,
τα καταφέρνουν όλα
μονάχα εγώ
είμαι βαρύς και βλάκας
για τούτο είμαι ως ανήσυχος άνεμος
είμαι διαφορετικός
και με τρέφει η μεγάλη μάννα
έτσι αναγνώρισα και κατέκτησα το μη εικονικό.

Άγνωστη Αρχή

Πώς ξεχάστηκε έτσι
η αφιλόκερδη πράξη....
πού χάθηκε η απλότητα
και δεν αναγνωρίζουμε
την πραγματική της εικόνα....
μαγεύτηκαν οι άνθρωποι
και κατοικούν πάνω σε ψεύδη...
η περιφρονημένη ...
αθλιότητα...
βρίσκεται κάτω από την ευτυχία....
αν χάσω αυτό που χτίζω για να κρύβομαι.....
για τούτο οδεύω προς την άγνωστη αρχή....
να κλαδεύω δίχως να κόβω...
να χειρουργώ δίχως να ματώνω....
να θανατώνω δίχως να σκορπώ θάνατο....
να ακτινοβολήσω δίχως να τυφλώσω....
ξεπλένει η βροχή όλες τις αναστολές
και τα χέρια γίνονται ανάλαφρα
άλλως πώς να κυβερνούν...
πρέπει να μάθω...
μαθαίνω...
στο μύθο τον με αιτία κτισμένον
είναι αδύνατον να κατοικώ....

Ανύστακτη Μουσική

Τι κι αν κουβάλησα
τον εαυτό μου ως εδώ...
δε θέλω άλλο
να σκοτώνεις
το παραμύθι μου...
αυτό το παραμύθι
που γεννιέται
στην πνοή τ ανέμου...
σφαλίζω τα βλέφαρα ...
οι αγέννητες μουσικές μου....
διαβαίνουν περιφρονώντας σε...
ουδέ να σ αγγίξουν
δε θέλουν...
χορδές φτιαγμένες
απ τις ξεσχισμένες σάρκες μου
πάλλονται ...
κι εσύ να γελάς
πίσω από ανεξιχνίαστο λόγο...
που συντρίφθηκε στην ανάγκη ....
ναι !
στην ανάγκη δημιουργίας
λέξεων και χρωμάτων
μιας ψεύτρας Ιριδας...
δεν είμαι το κάτοπτρό σου...
ανοίγω τα χέρια
και κρατώ ευλαβικά
όσα δεν έμαθες...
κρατώ τρυφερά και ζωντανεύω
όλα όσα σκότωσες
κάτω από τους ήχους
μιας ξένης
ανύστακτης μουσικής....

Γκέμμα

"Γκέμμα"

                                             Δημήτρη Λιαντίνη

... Όλα θα σου συχωρεθούν,φτωχοδιάβολε! Εξόν από ένα.
Αυτό που δίκαια σε κρίνει νά 'χεις για σπίτι την Κόλαση.
 Ο,τι μαζί με τους πολλούς ,
μαζί με τις μάζες που γίνανε άνθρωποι
με χέρια και νου και φωνή αλλά στην ουσία
ποτέ δεν ξεκόρμισαν από το ζώο,
αφάνισες στα βαθιά απολιθώματα και τους λίγους,
που σαν έγιναν άνθρωποι αγωνίστηκαν πολύ για να μείνουνε τέτοιοι.
Εκείνους που πέθαναν αψεγάδιαστοι
στο διάλογό τους με τη φύση και στη φιλία τους με τους ανθρώπους...

Αταξίδευτα Δάκρυα

ποτέ δε φοβήθηκα τα ταξίδια
στις βαθύτερες ορμές
του πνεύματος
και
των συναισθημάτων,
όσο
το λόγο, που δεν έμαθα
να σου κρατώ τις μικρές ανάσες
μα πώς μοιράζεται η χαρά ;
ούτε καν το χέρι
δεν έμαθα να σου κρατώ
μιλάει ο άνεμος
τι; δεν τον ακούς;
με παρασέρνει...
το ξέρω δε λυπάσαι
θά 'ταν παράξενο να μάτωνες
το λόγο σου για μένα...
εγώ φωτιά,νερό και γης,
κι εσύ ...
εσύ μονάχα αγέρας ...
καθώς τρομάζουν τα μικρά πουλιά
στο αγέλαστο ταξίδι
γινήκαμε παράλληλοι
που όσο κι αν το θέλουνε
ποτέ δε συναντιούνται
τι κι αν είπαν
ο,τι είναι η εξομολόγηση
πράξη αγάπης
κι αν αφεθούν τα λόγια μου;
πάλι σε λαθεμένο μονοπάτι στάθηκα
δεν υπάρχει τελικά χειρότερη απειλή
από τα αταξίδευτα δάκρυα
στο εσώτερο εγώ μας...
2013

Εις Πείσμα

Γεννήθηκε η υποταγή,
που την ακολουθούν άνομοι κανόνες.
Η μνήμη δε σαλεύει πια.
Πέθανε στα χέρια
ενός κόσμου
που κι αυτός ολοένα πεθαίνει
κι όμως.... επιμένει να ζει....
Η συνείδηση και η γνώση
παραδίδονται σ ένα αύριο
δίχως πρόσωπο.....
Εις πείσμα των πάντων
παραμένω εραστής
της αναζήτησης
αυτής καθ αυτής της ουσίας ζωής.

Άτιτλο

πάνω σε σκέψεις πέταξα νωρίς
έτσι που εσυ να μη με φθάνεις
σε κάθε στάλα της βροχής
έκρυψα το σ' αγαπώ μου
κάθε που δυναμώνει η βροχή
και η απουσία με πονάει
ταξίδι εσώτερο κινώ
τίποτα να μη με φθάνει
μα σ αγαπώ κι όλο αυτό
κατάδικό μου

Αλήθεια και Πραγματικότητα

Η αλήθεια,
είναι τούτο που νοιώθουμε, που κατακτούμε
με ανάλαφρο βήμα και το λεύτερο φτερούγισμα της ψυχής...
η πραγματικότητα ,
είναι ότι απομένει στα χέρια
που δολοφόνησαν την αλήθεια......

Αλλού...

αλλού τα γάργαρα...
αλλού η σαπίλα...
αλλού τα χρώματα ...
αλλού κι εγώ...
δε φθάνουν θαύματα από άδεια χέρια ...
άδειο το βλέμμα σου
κι απορώ...
πόσα τα ψέμματα ...
κι αυτά τα χέρια που σακατεύτηκαν...
σε κάποιους ήχους που εγώ
δεν τόλμησα...όπλο να κάνω
μη σε συντρίψω ...
κι ήταν πιο εύκολο εκεί επάνω ....
αντί για σένα
έτσι αναίτια να συντριβώ..

Άνομες Λογικές

προσπαθώ να εκλογικεύσω τα θέλω
κι αυτά απείθαρχα ...κρύβονται και με περιγελούν...
σήμερα ήλθε ένας εφιάλτης και μάτωσε τα λόγια...
σαν ξύπνησα αντιμέτωπος ήλθα με το τίποτα ...
πού είσαι; εγώ θα περιμένω εκεί
που διασταυρώνονται πόθοι κι άνομες λογικές....

Τρίτη 18 Νοεμβρίου 2014

Εκτός των Πυλών

Κατερχόμενοι την κλίμακα ενός νοσηρού, παρόντος
αντικρίζουμε του προσώπου  μας τη σήψη.
Η αποσύνθεση μιας ψυχής βιασμένης κατ' εξακολούθηση,
δεν αφήνει περιθώρια συνειδησιακής αγωνίας.
Η κάθοδος ολοένα και πιο γοργή,
μαγνητίζει ένα-ένα τα θύματα μιας αμφιλεγόμενης αλήθειας εκατέρωθεν.
ο χορός των παραισθήσεων έχει ήχο βασανιστικό.
Οι σάρκες διάσπαρτες στις έρημες οδούς, αναδύουν δυσοσμία..
Αποσαρκωμένοι με τις κόρες των ματιών στα σκελετωμένα χέρια,
σκοντάφτουν, πέφτουν και ανορθούνται με γοερό κλάμα.....
 Όντα , που κάποτε είχαν γνώση και συνείδηση......
Στον πυρήνα της σήψης, η αμφιλεγόμενη πραγματικότητα
εγείρει τα πνεύματα.
Οξύνσεις ,αντεκλίσεις, θυμός.Η αμφιλεγόμενη ηθική κραυγάζει, περιφροινεί , διαπομπεύει.
Στη σκηνή του παραλόγου, η παράσταση σε πλήρη εξέλιξη.
Το κοινό απουσιάζει.
Στην πλατεία, οι σκιές των ηθοποιών ακίνητες.
Ένας παράξενος αντικατοπτρισμός.
Η ψευδαίσθηση ύπαρξης θεατή γεννά δράση στη σκηνή,
που διαδραματίζεται χρόνια τώρα η ίδια παράσταση.
Είναι απόβραδο.
Με τα φώτα χαμηλωμένα , οι σκληρές εικόνες της ημέρας αμβλύνονται..
Η δυσοσμία κινείται μπρος στα αποσαρκωμένα κορμιά,
γεμίζει την πόλη με το πνιχτό βογκητό του πόνου.
Τίποτα δεν πεθαίνει. Τα πάντα, πάλλονταν σε μιαν αργή κίνηση που γεννά φόβο και υστερία.
Η νύκτα δεν φθάνει ποτέ.
Ουδείς ήλιος ανέτειλε σε τούτη την άσαρκη και πληγωμένη γωνιά.
Οι μέρες διαβαίνουν γοργά και τ' απόβραδα είναι μακρά,
μισητά κι άμορφα.
Γεννήθηκε η .... υποταγή.
Το πρόσωπό της ροδαλό, το χαμόγελό της σε οδηγεί στην πλάνη του ωραίου. Υπόσχεται τα πάντα και οι άνομοι κανόνες την ακολουθούν.
Συλλέγει τις άμορφες και βρωμερές σάρκες,
τις ενδύει με το χιτώνα της λήθης.
Την ώρα που αδράχνει του πόνου τη μισητή θωριά,
κλέβει απ τ' άσαρκα χέρια τις κόρες των ματιών.
Η μνήμη δε σάλεψε πια.
Κείτεται νεκρή στην είσοδο ενός κόσμου
που ολοένα πεθαίνει κι όμως επιμένει να ζει.
Γυμνωμένη από της υποταγής τη δόλια παρουσία
λάμπει αυτόφωτη, μα κανείς δε δύναται να τη δει.
Κατερχόμενοι την κλίμακα μιας ζωής που προδώσαμε,
ανασαίνουμε του αίματός μας την πνιγηρή οσμή.
Ζαλισμένοι από τη μέθη στο χορό των παραισθήσεων,
μαγνητιζόμαστε ολοένα και περισσότερο
στις δόλιες και καθ' όλα υποκριτικές αλήθειες.
Όμως, είχαμε γνώση και συνείδηση.....
Είχαμε οράματα και προσδοκίες...
Τα πάντα θυσιάστηκαν σε αμφιλεγόμενες νίκες
που έφεραν τούτο το οδυνηρό αποτέλεσμα.
Το κοινό απουσιάζει.
Τα "αμφι " που διαδραματίζονται, δεν αφορούν κανέναν.
Οι πόνοι μιας εξαιρετικά οδυνηρής πραγματικότητας,
δεν αφήνουν κανένα περιθώριο.
Ομως, η συνείδηση και η γνώση ψυχοραγούν
και στου θανάτου την αγκάλη παραδίδεται ένα
αύριο δίχως πρόσωπο.
Εφθασε η αυγή, ο ήλιος δεν ανατέλλει.
Ο κουρνιαχτός μιας απέλπιδας προσπάθειας
να γιατρέψει την πόλη, σκεπάζει τα πάντα.
Η κάθοδος επιτελείται με φρενήρης ρυθμούς.
Η αναγκαιότητα της ανάσας
είναι μιά ορμεμφύτως υπαγορευμένη κίνηση.
Η παράδοση στον κατ'
εξακολούθησην βιασμό
ποτέ δεν άφησε περιθώρια αναζήτησης αυτής καθ αυτής της ουσίας ζωής.......

Χύνομαι σε Λέξεις

πώς με θωρείς και πεθαίνω στα χέρια σου...
πως με κρατάς κι ανασαίνω....
γλιστρώ ανάμεσα απ τα βλέφαρά σου
και χύνομαι σε λέξεις αγέννητες ...
εκείνες ω! εκείνες αναδιπλώνονται
και καρφώνονται πάνω μου...
σαν μεθυσμένα δευτερόλεπτα.....

Σάββατο 15 Νοεμβρίου 2014

Μικροί Στόχοι

κινδύνεψε ο θεός από θανάτους αγέννητους
και τόσες γέννες με το σημάδι κατάσαρκα
ενός φιλιού μοναχικού σαν γλίστρησε
από επιθυμία ψιθύρων ανθρώπινου φόβου
κι εκείνο το "εγώ" να σκάβει ψυχή ακυβέρνητη
σε πάθη πρόσκαιρα αχαλίνωτα γκρεμισμένα

ιδέα δεν είχε από αρχέγονη ουσία και το ξάφνιασμα
μιας παράνομης καθόδου άναρχης πηγής
έπνιγε Σύμπαντα εναρμονισμένα με τα... του Νου
με το κρανίο διάτρητο σμιλεύει πλάσματα
με χέρια που δεν απόκτησαν γεύση αγγίζει εικόνα
και πως αφανίστηκε το " υπάρχω " σε τόπο χαράς

και δίνει τάξη και δίνει σχήμα σε θάλασσα άοσμη
κι ύστερα η λάσπη να οικοδομεί φαινόμενα
δίχως ανάγκες από ανήλιαγους έρωτες σαλεμένων ψυχών
βολικά σύνορα φυλακίζουν γενναιότητες άχρηστες
να οικοδομηθεί ένα ψεύδος ελευθερίας που να αστράφτει
χάθηκε η πειθαρχία στα θέλω και στα πρέπει που αντιμάχονται

κινείται το Σύμπαν στο άχρονο καταδεικνύει  ανικανότητα
παντοδυναμιών που σήπονται σε αδυναμία να χωρέσεις
στο όλον γιατί είναι σκληρό να καθορίζεις τέτοια όρια
και πώς; για πες μου λοιπόν; γίνεται να λυτρωθείς
σαν σε κατοίκησε η ανικανότητα να βγεις έξω απ τα φαινόμενα;
μια ανταρσία είναι μικρός στόχος ...

Πέμπτη 13 Νοεμβρίου 2014

Ραγίζω Δίχως Εκμυστηρεύσεις

μικρά πετάγματα και καμμία αποκατάσταση
εθισμένη παράδοση σε μικρά αόρατα θαύματα
ας μην γεννήθηκα , αναδύομαι από μεγάλους θανάτους
μεγαλώνω ως θάνατος και δεν ανήκω πουθενά
ραγίζω δίχως εκμυστηρεύσεις εκεί στην άκρη
μιας φρικαλέας σιωπής βασανισμένων ενστίκτων

παραδίδω σε νεκρούς ύπνους ξημερωμένους
ταπεινωμένες νύκτες που λούζονται παραδομένες
σε αρχαίες σκοτεινές θάλασσες και τόσο ευδιάκριτες
σταυρώνουν λέξεις με ευγένεια σε άνυδρο βράχο
αναστρέφω μικρές ανάσες γδύνοντας ήχους χαμένους
να μην ταπεινώσουν το λίγο περαστικό της καταιγίδας

ύστερα σκάλιζα μιαν αθωότητα καρφωμένη σε σκέψη
και μες στο χαμό απραγματοποίητης μνήμης
είδα το άπιαστο του χρόνου και το ψεύδος του χώρου
σεισμοί αξιών σε θύελλα άγρια κι έσπασε το Σύμπαν
και εισήλθα σε Πύλη να ατενίζω το μάταιο ακοίμητο
φοβήθηκα μιαν υποψία που εξεγέρθη
να γνωρίσει η ζώσα αλήθεια το ψεύδος του κάλλους
στην ανάγκη να συντηρήσει ανανεώσεις του τετέλεσται.

Τετάρτη 12 Νοεμβρίου 2014

Στίγματα

Τέσσερα πουλιά
χόρεψαν πάνω στο νερό
τέσσερα πουλιά
κούρσεψαν την ελευθερία μου
τέσσερα πουλιά
πέταξαν πέρα και μακριά
τέσσερα πουλιά
ψίθυρος φτερούγα έρωτας
μια ζωή ζωσμένη από το θαύμα
τέσσερα πουλιά
τέσσερις φτερούγες
ισάριθμα όνειρα...
τέσσερα πουλιά μονάχα
ο θησαυρός μου...
τέσσερα πουλιά μονάχα
ο θάνατός μου ......

από τη συλλογή "Στίγματα"
εκδόσεις Καρανάση

Σάββατο 8 Νοεμβρίου 2014

Γυμνές Παραστάσεις 1994

Το τραγούδι των παρανόμων.

Είχε σηκωθεί από τον ύπνο΄ τίναξε την αποσύνθεση, έστρωσε τα ιδιότυπα σγουρά, έβαλε τα ματογυάλια και κοίταξε πέρα το πέλαγο. Οι γλάροι χόρευαν το μυστικό σονέτο, που γεννιόταν εκείνη την ώρα.
Είχε μπει το καλοκαιράκι.Τις γλυκές ώρες του πρωινού ο κυρ-Κωνσταντίνος μεθούσε από το φως.Δεν είχε για σπίτι πια,παρά τις λαξεμένες πέτρες απ' το νερό.Ερχόταν, αραιά και που, την ίδια πάντα εποχή, με τον ίδιο τρόπο, στην ίδια παραλία. Μακριά από τα βλέμματα των βαρβάρων θυμότανε στίχους, γεννούσε καινούριους ,τους άφηνε λεύτερους στις φτερούγες των γλάρων και χανόταν ξανά.
Τον είχα συναντήσει εντελώς τυχαία , την ώρα που ο πορφυρογέννητος θανατώνεται από τον κοπετό των βαρβάρων. Τραγουδούσα σιγανά, φώλιαζα στις μνήμες,αναρριχόμουν στον ολοκαίνουριο μυστικό μου κόσμο.
- Ε! καλησπέρα Αρχάγγελε.
Ξαφνιάστηκα με κείνη τη βαθιά φωνή γεμάτη τόνους μουσικούς. Γύρισα, και είδα τον άνθρωπο να θωρεί ως πέρα μακριά ένα φως. Έκανα προς το μέρος του και είπα δειλά : -Καλησπέρα σας.
-Οι ανίδεοι Αντιοχείς διαβάζουν, Εμονίδην ".
-Δεν υπάρχουν Αντιοχείς εδώ γύρω.
Με ζύγωσε , με κάρφωσε με τα πυρωμένα κάρβουνα που φούντωναν πίσω από τα γυαλιά του, και χαμογέλασε γλυκά.
-Ελα , θα σου εξηγήσω , είπε.
Ο λόγος του γλυκός,θεϊκός ,θυμωμένος , γομάτος πόνο, χλευασμό, μα προ πάντων γιομάτος ευγένεια, με ζύμωσε, μ' έπλασε , με γέννησε.
Βλεπόμασταν τακτικά όσο υπήρχε. Όταν χανόταν, δεν τον αποζητούσα, κατοικούσε εντός μου.
Ένα χαρούμενο φως, μια βιαστική σκιά σκυφτή με προειδοποιούσε για τον ερχομό του.
Όλοι γνώριζαν τον κυρ-Κωνσταντίνο. Λίγοι τον αγαπούσαν αληθινά. Μα όλοι σέβονταν τη σοφία του κι ας την αμφισβητούσαν κρυφά. Βλέπεις , οι αμφισβητήσεις των βαρβάρων, μόνο κρυφά γίνονται - έλεγε Κείνος- και φθάνει ο απόηχος μιας προσβολής ,μιας εκτέλεσης που πεθυμούν και πράττουν΄μιαν υποψία μοναχά...
- Θα σεριανίσω στις πόλεις και θα με περιμένουν.
Δεν είναι καιρός ακόμα , μα λίγο πριν. Θα πάω όμως.
Ο φόβος με κυρίεψε .
-Μη θα σε απαγχονίσουν. Είναι πολύ άσχημα τα πράγματα, του αντέταξα.
-Δε στέκει αγχόνη στο λόγο, Αρχάγγελε!...
-Θα 'ρθω μαζί σου.
-Είσαι άπραγος ακόμα παιδί .Η παρόρμηση βλάπτει. Θα βλέπεις όμως θα ακούς. Περίμενέ με λοιπόν , θα γυρίσω.
Με πήρε το παράπονο. Η απόγνωση γιγάντωνε.
Δε θα σ' αφήσουν΄θα το δεις. Μη ξεκινάς, θα σε ξεσχίσουν και θα τραφούν απο τις σάρκες σου.
-Μη φοβάσαι σου λέω.Δεν έχω σάρκες πια,τους τις πέταξα χρόνια πριν, όταν υπήρχαν Αλεξανδρινοί.
Μες στο κοστούμι το γκρίζο το φαρδύ , με το σκυφτό το βήμα κίνησε. Η θάλασσα γίνηκε καθρέφτης.
-μήτε στιγμή μην πάρεις το βλέμμα από πάνω της΄έφθασε ο ήχος της φωνής του , γοργός, κοφτός.
Συναγμένο το πλήθος σιγούσε. Τό ' ξεραν πως θα πάει. Περίμεναν Κείνος πέρασε απ τις άδεις οδούς, τα σφαλιγμένα σπίτια, κι όδευε με σιγουριά , με πραότητα, προς αυτό που κανείς δε νοούσε.Ακούσθηκε ψίθυρος, βοή, τραγούδι άγριο σαν πολεμική ιαχή.
-Έρχεται, νάτος ! Φθάνει! Ε! μη φωνάζετε νάτος!
Εκαναν τόπο να περάσει.
Δεν είχε πρόθεση να σταθεί, ήταν ολοφάνερο. Του έκλεισαν την έξοδο. Τον οδηγούσαν, συνεχώς φωνάζοντας ρυθμικά, απαιτώντας λόγο.
-Πες ,πες ποιητή! Οδήγησε τον κόσμο σε αναζητά.
Δειλός - έτσι φαινόταν η φύση του - με σκυφτό το πρόσωπο, άνοιξε την αγκαλιά όλο απόγνωση και οι ρυθμικές φωνές έκραξαν δυνατότερα.
Το πλήθος χρησιμοποιούσε , κείνο τον τρόπο επικοινωνίας, που είχε χρόνια τώρα διδαχθεί για να απαιτεί. Ο ήχος της φωνής τους κάλυψε τη χώρα ολάκερη.
Σύγχυση επικράτησε στο άντρο των αρχηγευόντων. Ποιον επευφημούσαν , αφού εκείνοι αναπαύονταν;
- Εναν κακομοιριασμένο ανήμπορο , είπε ο γραμματέας.
-Και γιατί τον επευφημούν;
-Ζητούν ένα λόγο, λένε πως είναι σοφός.
-Και τι ξέρει τούτος ο συφοριασμένος;
Τους κάλεσε ο αρχηγός για τούτο το θέμα.Συνάχθηκαν στη μεγάλη αίθουσα, την επιτηδευμένα απλή.Στην κορυφή, με τους προβολείς στραμμένους στους άλλους, ο αρχηγός περίμενε ενημέρωση. Η αμηχανία ήταν ολοφάνερη. Ολοι δίσταζαν.Ξαφνικά, ορθώνεται ο αρχηγός, κτυπά με δύναμη το χέρι στο τραπέζι. Ολοι παγώνουν.
-Βρωμερά όντα , σκουλίκια , θα μου πείτε τι γίνεται κι ο κόσμος μας κινείται εκτός του προβλεπομένου;
Ο υπαρχηγός σηκώθηκε.
-Κύριε, ο κυρ-Κωνσταντίνος γύρισε. Το πλήθος μας, δεν ξέρω πως το πληροφορήθηκε και τον κάλεσε επιμόνως.Για να πω την αλήθεια, κείνος ούτε φαίνεται να το κατάλαβε, μα συγκεντρωμένοι όλοι τον επευφημούν. Δε πρόλαβε να ξεμυτίσει και τον τραβούν στο βήμα.
-Ειδοποιήστε τους πάντες΄θα κατεβούμε αμέσως κι εμείς , σαν ακροατές , σαν συνομιλητές. Θέλω τους πάντες.
Στις άλλες παρατάξεις , η ίδια σύγχυση , ο ίδιος αναβρασμός, η ίδια απόφαση. Οι πάντες παρόντες .Ο κίνδυνος κοινός , η γραμμή ίδια. Καμμιά  διαφωνία Επιχειρείται κλοπή του κόσμου τους ,απειλούνται στο δικό τους ταμπλώ.
Πυρετός,ζάλη,κινήσεις αυτόματες ,ενέργεια αστραπή.Στήθηκαν οι εξέδρες , στολίστηκε ο τόπος, γίνηκαν όλα επίσημα.Κανείς απ το πλήθος ,δεν κατάλαβε τίποτ' απολύτως.Η προσοχή τους ολάκερη στον κυρ-Κωνσταντίνο.
Οταν όλα ήταν έτοιμα, κάποια μυστική φωνή τον ειδοποίησε.
-Πες μας ποιητή !Ο κόσμος θέλει να σε δει.
Κείνος χαμένος στη ντροπαλότητα , πλημμυρισμένος σ' ένα φως ρίγησε.Φάνηκε μιαν ανεπαίσθητη κίνηση στους ώμους.Στράφηκε στα ορθωμένα λάβαρα που καμάρωναν δίπλα τους οι αρχηγευτές . Υστερα, γύρισε στο πλήθος .Ανέσυρε την προσευχή και ψέλλισε σιγανά.
-" Εις σε προστρέχω Τέχνη της Ποιήσεως, που κάπως ξέρεις από φάρμακα" Το πλήθος αδημονούσε. Είχε φθάσει σε σημείο παραληρήματος.
Τον πονούσε τούτη η εικόνα του πλήθους, τον μάτωνε τον αφάνιζε.Ορθωσε τους μικρούς ώμους, πήρε ανάσα και κοιτώντας κείνο το φως που ερχόταν από μέσα τουκι έφθανε ως πέρα απ τον ορίζοντα, είπε με βαθιά φωνή.
-Σιγάστε, ηρεμήστε. Δεν κατανοήθηκε ο λόγος -πάει να πει- όταν υπάρξουν χειροκροτήματα, γιατι "κάνανε νάναι η προσπάθειά μας σαν των Τρώων.Και χωρίς ν' αφήσει περιθώριο ψιθύρων,στρέφεται προς τους αρχηγευτές και λέει: -Μια επανάληψη της παρουσίας μου μόνο, μιαν υπόμνηση."Σαν έτοιμοι από καιρό, σα θαρραλέοι, αποχαιρετάτε την την Αλεξάνδρεια που φεύγει" Τίποτ' άλλο.
Το πλήθος μένει βουβό.Απογοητευμένο κάπως μοιάζει. Δεν έφθασε , ο φόβος των αρχηγευτών μπρος τους. Το θέατρο, είχε καλή παράσταση.Λίγο πριν ξεσπάσουν, σε μιας στιγμής τέτοιας την απειλή, γυρίζει στον όχλο και παρατηρεί με αυστηρότητα.
-"Κι αν δε μπορείς να κάμεις τη ζωή σου όπως την θέλεις, τούτο προσπάθησε τουλάχιστον όσο μπορείς΄μην την εξευτελίζεις".
Τα συνθήματα ήλθαν ταυτόχρονα και διαφορετικά από το ίδιο σημείο , του κέντρου της συγκέντρωσης. Οπως συνήθως ,δε φάνηκε καθαρά αν ξεπήδησαν από έναν και μεταδόθηκαν ή ταυτόχρονα από σύνολο ανθρώπων.
-Υβριστής ,υβριστής ο κίναιδος΄θάνατος.
-Εμπαιγμός ! Λόγο θέλουμε, λόγο΄και κινήθηκαν απειλητικά.
Τα γυαλιά του κυρ-Κωνσταντίνου, σπασμένα χάσκουν κοιτώντας ηλίθια την άμμο.Κείνος ,πάντα πράος προσπαθεί μα τυλίξει τα κουρελιασμένα ρούχα, κοιτάζοντας ένα ρίγος του κορμιού που τον συγκλονίζει ολάκερο.
- Κι αν σε βρουν;Κι αν σε δολοφονήσουν; Στράφηκε, χαμογέλασε καθησυχαστικά, ύστερα σοβαρός , λύγισε το κορμί και κάθησε στη νωπή αμμουδιά.
Κάτω από κείνα τα παράξενα φρύδια, για πρώτη φορά ένιωθα το πυρωμένο του βλέμμα , ν' αντλεί από το φως που το ίδιο εξέπεμπε, κάτι πρωτόγνωρο ,κάτι άπιαστο,που μου προξενούσε φόβο, μα και θάρρος την ίδια στιγμή.
- Κοίταξε το χρόνο Αρχάγγελε ....
- Μα τι λές; Ποιο χρόνο και πώς να τον δω;
-Πότε παιδί μου συνέβησαν τούτα; Άρχισα να θυμώνω.
-Με συγχωρείς δάσκαλε με εμπαίζεις;
-Ανοιξε την προσευχή μου, άγγιξέ τη και θα καταλάβεις.Το θέμα είναι πως ξεστρατήσαμε πια...Σε καλούν κι ύστερα , ξεσχίζοντάς σε, μεθυσμένοι από το αίμα και τη διδαχή, χάνονται όλο και περισσότερο. Για να γίνει ένα βήμα εμπρός , πρέπει να επιστρέψουμε πίσω.Εμάς τους άφησαν να μας αγαπούν,όσο να χρησιμοποιήσουν διαστρεβλώνοντας το λόγο μας..Υστερα είμαστε μια απλή αναφορά στο χρόνο.Και ξέρεις; Λέγοντας ο κυρ-Κωνσταντίνος ,εννοούν το τραγούδι μου.Ξεχνούν ,ή κάνουν πως ξεχνούν πως ο ίδιος εγώ είμαι το τραγούδι. Οταν έφαγαν τις σάρκες μου , και χόρτασαν πια νόμισαν πως έλειψε ο κίνδυνος, αφού δεν υπήρχα.Μα ,αλήθεια δεν έφυγα ποτέ,Μάχομαι στασιαστής αμετανόητος,κι ας νόμισαν πως αποκρυπτογράφησαν τους κωδικούς του νοός.
-Ε! δε διεκδικήσαμε ποτέ, καμμιάν αρχηγία.
-Οχι βέβαια. Ομως διεκδικούμε ανελλιπώς τη σκέψη, την αυτόνομη κίνηση, την πάταξη ενός 'κράτους' παρανοϊκών.
-Είμαστε η αλήθεια λοιπόν!
-Ναι βέβαια΄μα καμμιά αλήθεια δεν αγαπήθηκε ποτέ. Ετσι φτιάχνουν τους δικούς τους τραγουδοποιούς και τους τιμούν ως να πεθάνουν.Και πεθαίνουν, γιατί είναι θνητοί, αφού κατασκευάστηκαν για δόξες και άτιμες πορείες.Ξεριζώνουν την ψυχή,αλλάζουν θεούς,μην αποσκοπώντας στην ανάδειξη της θεϊκής καταγωγής μας.
-Κι αν γινόμασταν κραταιοί;
-Τούτος είναι ένας απ τους φόβους τους.Ο κόσμος ολάκερος, Ενα τραγούδι.Μα δε θα γίνουμε.Ας εικάζεται, το χειροκρότημα αλήθεια δεν το αγαπάμε,γιατί ο θόρυβος δεν αφήνει δυνατότητα στη Σκέψη.
Είχε νυκτώσει, το κρύο μας έκανε να ριγήσουμε, Το νερό μαύρο,αδιαπέραστο ωσάν πλήθος βουβό παραπονεμένο.Ξύπνησα με μια αίσθηση μοναξιάς μα και πληρότητας. Κοίταξα γύρω μου ΄ψυχή πουθενά. Τα γλαροπούλια σεριάνι κάνανε σε μυστικούς δρόμους.Εψαχνα απεγνωσμένα τριγύρω,μια γλυκιά σκιά, δυό τρυφερές γραμμές στην άμμο. Ισως της φαντασίας μου ,ίσως η αλήθεια , ανέδυε μια θαλπωρή ,μια ζεστασιά. Απλωσα το χέρι ν' αγγίξω . Μετάνιωσα. Σηκώθηκα και γύρισα αργά πίσω. Η πόλη ζούσε στους ρυθμούς της.Τα πρόσωπα άδεια, μάσκες φρικτές αποκριάς, βιάζονταν, καθημερινά από τα ίδια τα προσωπεία.
Εξω απ το σχολείο ακούστηκε καθαρά η απαγγελία του παιδιού.
'κ' οι Αλεξανδρινοί έτρεχαν πια στην εορτή
κι ενθουσιάζονταν κι επευφημούσαν
ελληνικά , κι αιγυπτιακά και ποιοί εβραίοι
γοητευμένοι με τ΄ωραίο θέαμα
μ' όλο που βέβαια ήξευραν τι άξιζαν αυτά,
τι κούφια λόγια ήσανε αυτές οι βασιλείες"
Χαμογέλασα ευτυχισμένος και σφυρίζοντας έστριψα στη γωνιά του δρόμου με την προσμονή της ελπίδας που γεννιέται στα χείλη των παιδιών.
[ από το βιβλίο μου  Γυμνές Παραστάσεις  1994 ]

Κυριακή 2 Νοεμβρίου 2014

Απροσδόκητοι Θάνατοι

λύνω τους κόμπους της μέρας και τους αφήνω
στης ερημιάς εκείνα τα μικρά γεγονότα
τα χέρια  ακόμα με τρόμο σε  χρησμό  ιερουργούν
δεν έχει ιέρειες εδώ , μονάχα εκείνη η μικρή
ξεχασμένη διάθεση ,και τα χέρια αγγίζουν φθορά

φταίει που βιάζεται η βροχή να φθάσει
να ξαποστάσει το κλάμα της κοιτώντας
ημιτελές τραγούδι που δραπέτευσε
θανάτους σκορπίζει απροσδόκητους
η νύκτα λαθραία εισβάλει  κατάσκοπος
αντιγράφει την αντήχηση  μικρών ερώτων

σάπισε ο χρόνος από χρήση ανάρμοστη
εύκαμπτα διέξοδα πρέπει   να εμπιστευτώ
κι η απόγνωση πάνω στην πέτρα στεριώνει
και σκαλίζει μεγέθυνση από λόγια ανάλγητα

είναι σύθαμπο κι ουδέ ένα κατευόδιο σε πίκρα
 με τις πιο κοφτερές της  λάμες  διατρέχει το κορμί
αγέρωχη νια νύκτα ανατέλλει
αδηφάγα  με αδράχνει
στο αλλόκοτα ανεκπλήρωτο με παίρνει ξανά
άσε με να σου εμπιστευτώ την ιστορία μου ,
άσε με ...

Ναυαγισμένη Θάλασσα

ναυάγησε η θάλασσα μέσα στις φούχτες σου
μην κλαις ραγίζει ο άνεμος
άκου πως τρίζει το περσινό χαμόγελο
πάνω σ' εκείνο το λίγο της βροχής
μην κλαις σου λέω κι εξαπατιέται η άνοιξη

ξοδεύτηκε η ανάσα σου
σ' άγρυπνη πέτρα παραδό
θηκες
μα εκείνη η ναυαγισμένη θάλασσα
χύθηκε πάνω σε λέξη αγέννητη
την κούρσεψε τη φίλησε την έντυσε αλήθεια

δεν πρόλαβες να μπεις σε κείνη τη ρωγμή
λησμονημένης φράσης
και λάθεψες κι ενέδωσες στο αβέβαιο
κρύφθηκες πίσω από ενοχές
ταξίδια να κινήσεις , και σ άφησα

βαδίζω σκοντάφτοντας σε θυμωμένο αγέρα
δεν είσαι εδώ αλλά εγώ ακούω το δάκρυ σου
την ώρα που θα δολοφονείς την πρώτη αυταπάτη
θα μείνει ο άνεμος ασάλευτος κι αν θέλεις τότε
νά 'ρθεις
       

Σε Βράχια Άνυδρα

δυο ρωγμές στον ήχο του χρόνου
ωριμάζουν  καταιγίδα
την τρίτη ώρα του χώρου
ναρκοθετούνται δάκρυα ξεχασμένα
δεν πρόλαβαν ομίχλη
οι ώρες καμώνονται πως πεθαίνουν

στην όχθη μιας υπομονής
ραγίζει ο αγέρας ανεπαίσθητα
θροϊζουν τυπωμένα φωνήεντα
καθώς τσακίζονται ένα-ένα
σε βράχια άνυδρα και γρυλίζουν

η πρώτη μέρα της ζωής σκάλωσε στα χείλη
ζωντανή  κι όμως ανασταίνεται ξανά
στου θανάτου τα απύθμενα μυστικά
το πιο μακρύ  ταξίδι σε πόθους  καρδιάς
κι έγειρα ήρεμος σε ήχο πρωτόγεννο μεθυστικό

ο ήχος του χρόνου ζωντάνεψε κεραυνό
δοξαριά και μ αφάνισε σε κύμα που πνίγηκε
πίνω τραγούδι να ξεδιψάσω μόνος το ζήτησα
μοσχοβολούσε η φωτιά αντάρα
οι στεναγμοί κινδύνεψαν και λούφαξαν αθώοι  .

Για Πες Μου...

για πες μου...
πώς  να χωρέσει η μοναξιά ολόκληρη
μέσα σε μιά λέξη...

Στην πιο Βαθιά Κόλαση

στην πιο βαθιά κόλαση
θέλω να πέσω
να ξεσχίσω την ψυχή και τη σάρκα
και ματωμένη να λουφάξω
στην άκρια του κόσμου
των δακρύων μου
το βασανισμένο τραγούδι
να το πάρει το χάος
κι εγώ
ακρωτηριαμένη ολότελα
να το ακολουθώ
τόσο που να κλείσουν οι δρόμοι
κι εκεί με τις λιωμένες  σάρκες μου
το αίμα κι έναν  ήχο
που σαν ξωμάχος θα με βρει
να κτίσω να πλάσω να χαθώ
2014

Λόγια σε Χορδές

ο Δημόφιλος σύγκρινε  τη ζωή
με τις χορδές των μουσικών οργάνων ,
που πρέπει -έλεγε- να τεντώνονται
και να ξαναλασκάρουν, για ν' αποδώσουν έναν
πιο ευχάριστο  ήχο...
και καλώς έλεγε...
αλλά αν σταθείς ακίνητος,
στο μεσοδιάστημα του ξελασκαρίσματος
με το τέντωμα των χορδών;

Χωρόχρονος

αν στον συμπαντικό χρόνο
ένας αιώνας
είναι ότι για μας η μία μέρα....
δεν έχουμε διαφορά στο χρόνο ζωής
από μια πεταλούδα....
που ζει όσο μια μέρα
στον δικό μας χρόνο....
δικό μας χρόνο;
δεν υπάρχει χρόνος παρά μόνον
ότι δημιουργήσαμε ως χρόνο
απλά και μόνον για να  οριοθετούμεθα....

Σπασμένες Χορδές

του θανάτου το χνώτο απεμπολώ
αιωρούμαι στο μέλλον ....
γεννώ
μυριάδες νέα χαμόγελα
μ αυτά υφαίνω
της νίκης το ένδυμα
για να μην την ξαναδώ....
κράτησέ με απαλά
πάνω στης ανασεμιάς σου το μύρο...
κοίταζέ με
με κείνη τη λάμψη
που πάντα διώχνει
τους φόβους
που κατοικούν σε σκιές....
άσε με να γύρω επάνω σου
και με του φιλιού μου
το άσβεστο πάθος
να σου φυτέψω
στα λόγια
ήχους μουσικούς
που κανείς ως τώρα δε γνώρισε....
άγγιζέ με απαλά...
σαν άνεμος
σαν άρωμα θαλασσινό ....
με σημαδεύεις με θανάσιμο πόθο
έσπασες όλες μου τις χορδές...
έφθασε το σούρουπο....
θα αιωρούμαι
στην ατέλειωτη νύκτα
μ ένα σπασμένο δοξάρι
ανάμεσα στις μικρές μου φούχτες.....
μηνός απόντος  και ώρας αγέννητης 

Προτρέπων Εράν

δεν ξέρω πως και γιατί αλλά συνέβη .
θυμήθηκα τον Πλάτωνα που έλεγε ....
αλλά καλώς προτρέπων εράν....
που πάει να πει ο,τι  καλό είναι
να προτρέπεις κάποιον ν αγαπάει....
μεγάλη κουβέντα και ξέρετε;
έμαθα ότι αυτά που οι περισσότεροι θεωρούν ταπεινά,
εκεί βρίσκεις τις μεγαλύτερες αξίες....
κι ύστερα - λέω εγώ τώρα -
πόση μικροπρέπεια είναι
να θεωρείς κάτι ταπεινό και να το υποτιμάς....
κι αν όντως κάποιοι αισθάνονται έτσι ,
πάει να πει πως δε γνωρίζουν ν αγαπούν,,,
κι αν δεν ξέρεις ή αδυνατείς ν αγαπάς ,
τι προτροπή να δώσεις ;..

Ώρα στο Άρμα του Φαέθοντα

ακούω τη μουσική
απ το φτερούγισμα το μυστικό σου
μικρή καρδούλα τόση δα
και χάνεσαι γιατί λαθεύεις

είμαι μονάχα ένα αερικό
καλά το λες
με δάκρυ που πονάει
σε παίρνω στα πιο γλυκά ταξίδια
να μάθεις
πως στην αγάπη
δεν πρέπει να πονάς

είμαι αερικό της θάλασσας
παιδί μιας άγριας πέτρας
γεννήθηκα δίχως να γεννηθώ
και πάντα θα ταξιδεύω
μέσα κι έξω απ τα νερά
που τόσο τα φοβάσαι

εγώ όμως δε φοβήθηκα
μονάχα τον άγνωστό μου αγέρα
ρευστή ζωή
κι ο θάνατος αντίκρα
ρευστά τα δευτερόλεπτα
και χάσανε τον μουσικό τους ήχο...
Μηνός άρξαντος με ώρα στο άρμα του Φαέθοντα  

Σάββατο 1 Νοεμβρίου 2014

Απολογία Θανάτου

   Απολογία θανάτου

..... Η νευρική κίνηση του μετώπου σου,η αστραπή στο βλέμμα σου,η γοργή κίνηση των χεριών, σβήστηκαν. Μα του κρανίου σου η ουσία,που άδειασε σε σαπισμένο χώμα από τα μάτια σου,που σαν δυό άδειες τρύπες χάσκουν τώρα πιά,γίνεται ένα δενδρί που με τα σουβλερά κλαριά του, μου ξεσχίζει τις μνήμες σαν ξεπηδούν ανεξέλεγκτα, αδιάκοπα.
Ξεδιάντροπες προδοσίες, σκεπάζονται με χρωματισμένα πέπλα , να καλυφθούν.
Οι ρίζες που ξετύλιξες. τα λειώνουν. Αφήνουν όμως ,λεύτερη την κραυγή που μου τρυπάει τα μηνίγγια και κάνουν το νευρικό μου σύστημα , έλασμα που μου τεμαχίζει τη σάρκα.
Το αίμα λεύτερο΄και πάλι δε μπορεί να ξεχυθεί και να πνίξει την απόγνωση.
Το ένα μου χέρι, νοερά θωπεύει τα παραπονεμένα σου λόγια και το άλλο,με γροθιά υψωμένη στην κορυφή του κόσμου, χαλύβδινη από του πόνου τους ήχους, θρυμματίζει τα ξέγνιαστα χαμόγελα που οι φονιάδες φορούν.
Σκύβω και σε θωρώ, για στερνή φορά.
Κλείνω στη φούχτα μου ,το τελευταίο σου δάκρυ.Ραντίζω με τούτο, τα πονεμένα μου μέλη, να γίνει ο πόνος διάφανος,μη με συνθλίψει ξανά.
Ενας μύθος σκληρός, αποτροπιαστικός, παίζει στακάτο στου μυαλού μου το σολ,ρε, λα, μι.
Ωριμάζει σιγά - σιγά εντός μου πως η γέννα του μύθου,είναι μια στιγμή ανοικτή, που ο Σείριος κλέβει τον Ηλιο. Αμέσως ύστερα, πάλι σιγή, αφού οι πύλες σφαλίζουν για αιώνες...
Τα χείλη μου,πιότερο παγωμένα απ' τα δικά σου,σιγούν.
Εσύ όμως, με το δικαίωμα του γεννήτορα, τυραννάς ανελέητα τη σκέψη μου, που δεν έχει διέξοδο.
Που δε βρήκε σημείο εκτόξευσης, να κατακάψει τα χάχανα που ξεδιπλώνονται γύρω μου...
" Ε! και τι έγινε... Πάντα η απουσία είναι η ίδια."
Οι αποστάσεις τεράστιες γιατί τα μέλη μου δε 'χάσαν την ακαμψία.
Μόνο η νόηση ζούσε΄κι ας γεννούσε το κορμί μου άλλες ζωές. Τη δική μου την είχες καλά φυλακισμένη στου μετώπου σου τις δυό τεράστιες γωνιές.'Κείνος που θέλει να φύγει, ποτέ δε μπορεις να τον απαντήσεις. ' Κείνος που σπάταλα σίγησε όμως, καλά τον ακούς.Οπως εγώ... σε νοιώθω .Ακούω το ρόγχο που σε συντρόφεψε΄και το κανάτι της ζωής , σαν άδεισε , στα πόδια μου τα νεκρά κείτεται εμπρός.
Οι φωνές που ξεχύνονται απο τ' απύθμενα σωθικά του, με τυραγνούν, με θυμώνουν, μα...αλήθεια σ' αγαπώ. Με κείνη την αγάπη, που η απόσταση θέριεψε τόσο, που αντί για εκείνη εγώ μέσα της κατοικώ.
Από τα ορθάνοικτα μάτια σου, τώρα, θα κλέψω τα μυστικά της ζωής που σ' άφησε.
Τραγούδι θα τα κάνω και θα σε καρτερώ, εκεί που οι προδότες θα σ΄απονέμουν φόρο τιμής.

 (απόσπασμα)
σημείση: Στακάτο = μουσικός όρος και σημείο. με το οποίο δηλώνεται πως οι φθόγγοι πρέπει να εκτελεσθούν χωριστά ο ένας από τον άλλον κι όχι συνδεδεμένοι.

Σε Παρουσία Έτους Απόντος

οι χορδές μου έσπασαν
λίγο πριν κλεφτά βγω
απ την αγκάλη της κολάσεως
έχασα τη μουσική
οι λέξεις διαλύθηκαν
ουδέ σκόνη δεν έμεινε
θέλω
οχι ,οχι
τίποτα δεν πρέπει να θέλω
μέσα σ αυτό το μεθύσι του πόνου
στάθηκα
δεν έχω ερινύες
χάθηκαν...
μα πώς είναι δυνατόν;
τις χρειάζομαι
για να μπορέσω να τρέξω να σωθώ
ρώτησα τον πλάστη μου
πού πήγαν ;
κι εκείνος αποκρίθηκε
πως δεν είχαν
καμμιά δύναμη πια
γιατί σου παραδόθηκα
και μ εγκατέληψαν
φοβάμαι.
πολύ φοβάμαι
αλλά δεν τρομάζω
σκύβω και κρύβω το πρόσωπο
στην καρδιά
της δικής μου κόλασης
ματώνω
αυτή η οσμή της σκουριάς
ναρκώνει τον πόνο
δεν έχω καμμια ελπίδα
να βρω χορδές
να ζωντανέψω τις λέξεις μου.
στέκω ακίνητη
κι η φωνή σου ίσα που με φθάνει
δεν ξεχωρίζω τον παλμό σου καθαρά
τι είπες;
ω! ναι! έχεις δίκιο
πως δεν το σκέφθηκα
τραβώ τις ματωμένες σάρκες μου
και υφαίνω καινούριες χορδές
τα έγχορδά μου αρνούνται
μα δεν... δεν σταματώ....
πρέπει να παίξω τη μουσική μου
για να μπορέσω να ελευθερωθώ...
σε παρουσία έτους απόντος .

Ώρας ανίσχυρης

έτσι πάντα φεύγω
εκεί  που η ψυχή μόνη
ξεπλένει το δάκρυ της
εκεί που ο ήχος μου
φουντάρει σε μπλε αλέκιαστο
εκεί που η θάλασσα
φοβήθηκε τους ωκεανούς μου
εκεί που το φώς
μου παραδόθηκε
εκεί που οι μνήμες
χάνουν τον πόνο τους
εκεί που ανασυντίθεμαι
σε εικόνα άγνωστη κι άσπιλη
και ντύνομαι αλήθεια κι αντίσταση
πάλι ρεμάλι κι αλάνι εγώ
λουσμένη αγάπη ,ποτισμένη έρωτα
θα επιστρέψω να σταυρωθώ
τις σάρκες να ξεσχίσω
πάλι χορδές σε έγχορδα
για όλα όσα δεν έκανα
για όλα όσα κανείς δεν έζησε
χαμένοι σε μύθους  άνομους
ένα ρεμάλι θυσιασμένο στις αγάπες
μοιρασμένο σε νυσταγμένες πεθυμιές
ένα αλάνι που κλειδώνεται στου έρωτα
τα άγραφα μυστήρια
σε φωτιές παρατημένο
τιμωρημένο για τις αλήθειες
που ποτέ δε δείλιασε να κρατά
Μηνός θανατωμένου
και ώρας  ανίσχυρης 

Ανύσταχτη Μουσική

Ανασαίνω σταγόνες
άγνωστου ωκεανού.
Σφαλίζω τα βλέφαρα
μη και χαθούν
αγέννητες μουσικές .
Μ' αδράχνουν
απ το ατέλειωτο φιλί
και η πνοή τ' ανέμου
με πονά.
Ανεξιχνίαστος
μοιραίος λόγος συντρίβεται
στην ανάγκη των λέξεων
και των χρωμάτων
Μα οι λέξεις μου
δεν είχαν ήχο
και τα χρώματα
δεν είχαν φως
Γιγάντωσε μια μουσική ανύσταχτη
που με καταδιώκει
και με καταδιώκει
Ετσι κουβάλησα τον εαυτό μου ως εδώ
Μ' ένα παραμύθι στα μάτια
κι αυτή την ανύσταχτη μουσική
να με καταδιώκει ξανά και ξανά
Μήνας ανύσταχτος και ώρα φευγάτη.

Παρασκευή 31 Οκτωβρίου 2014

αλόγιστα ντυθήκαμε γυμνή ψυχή
φυλάκισα στην άγνοια τον εαυτό μου
να μην πονά για  ετοιμοθάνατα όνειρα
μετράς φωνήεντα αγγίζοντας θλίψη
θύελα ραγίζει όλα τα σούρουπα

σκιρτά στοργή μα
δεν προσμένω φιλί καυτό
με γεύση ακαθόριστη ο δισταγμός
μιά τρικυμία καινούρια
καμμιά τελειότητα κι
έδεσα χέρια σε έρημες θάλασσες
αρνήθηκα ταξίδια αδυσώπητα

γυρεύω ώρα  άρνηση ευαίσθητη
η πίστη περνά σε  σχήματα  φορτωμένα αυταπάτη
γυμνώνεται ο έρωτας εύπιστος ανυπότακτος
μια μουσική που ξύπνησε βουτά με διάκριση
σε θάλασσα αχρωμάτιστη
με λάμψη παντοδύναμη

δε σε γνώρισα κι όμως σε ξέρω
δε σε άγγιξα κι όμως το σχήμα σου έχω
δε σε άκουσα κι όμως στη μελωδία σου πνίγηκα
μ ερωτευμένη βροχή έδεσα τα καράβια
σ αγκυροβόλι  παρθένο ώσπου η εικόνα έσπασε
πάνω στα χαλάσματα ισορροπούσα
βάθη αμέτρητα.