Παρασκευή 29 Ιανουαρίου 2016
Τετάρτη 27 Ιανουαρίου 2016
Τρίτη 26 Ιανουαρίου 2016
Όσο κι Αν...
πάγωσαν όλα τα καλοκαίρια
μέσα σε κραυγή που στάθηκε
ακίνητη στην άκρια των χειλιών
στη γελοιότητα του φόβου αποκοιμήθηκες
και παρέδωσες όλες τις εξουσίες
στου θανάτου την ανίερη παύση
στραγγαλισμένοι λόγοι
νεκροί αναδύονται σαν παιδεύτηκαν
σε μνήμες κουρελιασμένες
θωρείς τα τσακισμένα από κύμα άγριο
μικρά χαμόγελα με ήχο παράταιρο
τρυπούν το βλέμμα
που η φωνή του τρελάθηκε
εκεί στη δύνη μιας θάλασσας
και κατάλαβε δεν είχε πισωγυρισμό
ο θάνατος αντίδωρο παρέδωσε την απελπησία
σε παγωμένα καλοκαίρια
όσο κι αν ψηλαφίζεις
σφυγμό δεν έχει ο ουρανός .
μέσα σε κραυγή που στάθηκε
ακίνητη στην άκρια των χειλιών
στη γελοιότητα του φόβου αποκοιμήθηκες
και παρέδωσες όλες τις εξουσίες
στου θανάτου την ανίερη παύση
στραγγαλισμένοι λόγοι
νεκροί αναδύονται σαν παιδεύτηκαν
σε μνήμες κουρελιασμένες
θωρείς τα τσακισμένα από κύμα άγριο
μικρά χαμόγελα με ήχο παράταιρο
τρυπούν το βλέμμα
που η φωνή του τρελάθηκε
εκεί στη δύνη μιας θάλασσας
και κατάλαβε δεν είχε πισωγυρισμό
ο θάνατος αντίδωρο παρέδωσε την απελπησία
σε παγωμένα καλοκαίρια
όσο κι αν ψηλαφίζεις
σφυγμό δεν έχει ο ουρανός .
Σάββατο 23 Ιανουαρίου 2016
Μήνας Υπεύθυνος και Ώρα σε Βαθύ Στεναγμό
όλα τα Πάνθεα αβοήθητα σε θορύβους
αρχέτυπος Αδάμας να σπάει παραδόσεις
ανταύγειες σχημάτων με πόνο διάφανο
κατοίκησαν στις φούχτες μου τη νύκτα
μικρές πυκνότητες αφρόντιστο φως
κι ο έρωτας εκεί ανάμεσα να πηγαίνει
και νά 'ρχεται φορτωμένος θείο πάθος
ένα σύνθημα να φροντίζει με βιάση
την απαγορευμένη αστραπή την αθέατη
έτσι όπως πλάθομαι από Γαία κι Ουρανό
ανασαίνω σε χωρισμένα σώματα ψυχές
δασώνουν λιωμένες οι φλέβες μου
σε οργασμούς παραδομένες σε σελίδες σεντόνια
με πηδάλιο από ξύλο ιερό Σύμπαντος κληρονομιά
πόσοι ίσκιοι στα βλέφαρα ν αντέξω της Ερήμου το φιλί
κι όπως πλαγιάζω σε γυμνό χιτώνα της Αβύσσου εικόνα
στο Μεγάκοσμό μου επιστρέφω μυστικά για λίγο
με ανοιγμένο διάφραγμα κι ασφαλή αναγνώριση
τρυφερά και φιλήδονα στέκω στ αγέννητα ταπεινά σαν σμίγουν
αόρατη κι ανέγγιχτη κοιτάζω τα σύμβολα αρχαίου λόγου
και η αρμονία λέξεων βαπτισμένες σε νεφέλες πίκρα
λεύτερα θρυμματιζουν είδωλα και διαψεύδουν θεούς
Επτά Πύλες χρεωμένες αθανασία με τον πιο σύνθετο τρόπο
τον ανερμήνευτο σε Μικρόκοσμο γιατί δεν είχε οδούς καρδιάς
σε μήνα υπεύθυνο και η ώρα σε βαθύ στοχασμό .
αρχέτυπος Αδάμας να σπάει παραδόσεις
ανταύγειες σχημάτων με πόνο διάφανο
κατοίκησαν στις φούχτες μου τη νύκτα
μικρές πυκνότητες αφρόντιστο φως
κι ο έρωτας εκεί ανάμεσα να πηγαίνει
και νά 'ρχεται φορτωμένος θείο πάθος
ένα σύνθημα να φροντίζει με βιάση
την απαγορευμένη αστραπή την αθέατη
έτσι όπως πλάθομαι από Γαία κι Ουρανό
ανασαίνω σε χωρισμένα σώματα ψυχές
δασώνουν λιωμένες οι φλέβες μου
σε οργασμούς παραδομένες σε σελίδες σεντόνια
με πηδάλιο από ξύλο ιερό Σύμπαντος κληρονομιά
πόσοι ίσκιοι στα βλέφαρα ν αντέξω της Ερήμου το φιλί
κι όπως πλαγιάζω σε γυμνό χιτώνα της Αβύσσου εικόνα
στο Μεγάκοσμό μου επιστρέφω μυστικά για λίγο
με ανοιγμένο διάφραγμα κι ασφαλή αναγνώριση
τρυφερά και φιλήδονα στέκω στ αγέννητα ταπεινά σαν σμίγουν
αόρατη κι ανέγγιχτη κοιτάζω τα σύμβολα αρχαίου λόγου
και η αρμονία λέξεων βαπτισμένες σε νεφέλες πίκρα
λεύτερα θρυμματιζουν είδωλα και διαψεύδουν θεούς
Επτά Πύλες χρεωμένες αθανασία με τον πιο σύνθετο τρόπο
τον ανερμήνευτο σε Μικρόκοσμο γιατί δεν είχε οδούς καρδιάς
σε μήνα υπεύθυνο και η ώρα σε βαθύ στοχασμό .
Πέμπτη 21 Ιανουαρίου 2016
Ξημερώνουν Νύκτες
γεμάτοι αυταπάτες χαμένο πρόσωπο
σε κατόπτρου ψεύδη
ένας θάνατος
να χορεύει εντός μου γυμνός
στη χώρα μου ποτέ δε βραδιάζει
ξημερώνουν νύκτες
φωτεινά σκοτάδια δίχως δρόμους
και μια βροχή να πλένει λόγια αβίαστα
στοιχειά ξέσκισαν τις μέρες εκεί έξω
την ώρα που ξεκάρφωσαν τους ήλιους τους επτά
να μπορούν τα κάτοπτρα να ταϊστούν με πρόσωπα
κι άλλα πρόσωπα αχόρταγα κύματα
να ξερνούν εξουσία γιατί τίποτα δεν ανθίζει
στην άκρια άψυχων χειλιών
θα πεθάνω ξανά γιατί γνωρίζω το θάνατο
και της νοσταλγίας την οδυνηρή
ασύμμετρη κραυγή
μονάχος αγάπησα, πάντα μονάχος
κι εκεί αναγνώριζα ψηλαφίζοντας
στοιχειά που έζωναν τη μικρή μου ψυχή
σε κατόπτρου ψεύδη
ένας θάνατος
να χορεύει εντός μου γυμνός
στη χώρα μου ποτέ δε βραδιάζει
ξημερώνουν νύκτες
φωτεινά σκοτάδια δίχως δρόμους
και μια βροχή να πλένει λόγια αβίαστα
στοιχειά ξέσκισαν τις μέρες εκεί έξω
την ώρα που ξεκάρφωσαν τους ήλιους τους επτά
να μπορούν τα κάτοπτρα να ταϊστούν με πρόσωπα
κι άλλα πρόσωπα αχόρταγα κύματα
να ξερνούν εξουσία γιατί τίποτα δεν ανθίζει
στην άκρια άψυχων χειλιών
θα πεθάνω ξανά γιατί γνωρίζω το θάνατο
και της νοσταλγίας την οδυνηρή
ασύμμετρη κραυγή
μονάχος αγάπησα, πάντα μονάχος
κι εκεί αναγνώριζα ψηλαφίζοντας
στοιχειά που έζωναν τη μικρή μου ψυχή
Τετάρτη 20 Ιανουαρίου 2016
Κυριακή 17 Ιανουαρίου 2016
Η Ζωή Είναι Αυτό...
σκαρφαλώνω σε ώρες
δρασκελώ πεθυμιάς μουρμούρισμα
και γελώ... πολύ γελώ
ύστερα ντύνομαι αρχαίες λέξεις
σε καθημερινές ώρες
απλώνω το χέρι στο χθες
με χάδι να φιλιώσω σε άγνωστα νοήματα
και πηγάζει ήχος ,
ήχος που μεταλλάσσεται σε μουσική
τόσο διαφορετική απ τις άλλες
τόσο θαυμαστή κι ασίγαστη
μπρος στην αιωνιότητα τη γεμάτη
μυστική σιωπή...
Παιγνιδίσματα
ο χρόνος δεν εγύρισε
ήταν μεγάλος ψεύτης
κι εκεί όπου το δάκρυ μου
απόκτησε βαθιά λαλιά
μέσα μου κοίταξα
και βρήκα απόλυτη παρηγοριά
μες σε σιωπές που φώναζαν
μέσα σε καταιγίδες
μια θάλασσα εγνώρισα
εκεί πια θε να μείνω
ταξίδια ατελείωτα κινώ
και βρίσκω νέους δρόμους
μα τους διαβαίνω μοναχός
αυτή ήταν η ταγή μου .
Παρασκευή 15 Ιανουαρίου 2016
Πόσοι Δρόμοι...
πόσοι δρόμοι προσηλωμένοι στο ψεύδος το αβοήθητο
στέκονται περιμένοντας τη σωτηρία απ τον παράδεισο
πλανόδιες λέξεις χάραζαν σώματα με συλλαβές άπλαστες
ξορκίζοντας φόβους ανύπαρκτους τυλιγμένους σε λόγο ακάλεστο
πριν γεννηθώ γνώριζα το μύθο σου τον άτεχνο σαν ψευδομαρτυρούσε
ανεπαίσθητος ο θόρυβος στη ρωγμή τ' ουρανού σαν ντύθηκε η σιωπή
κοίτα πόσους διαφορετικούς ήχους έχουν οι σιωπές σαν διαβαίνουν θάλασσα
και πώς γελάστηκες ο,τι με το φτερούγισμα δεν θα 'ναι διασταυρωμένες
στα αδιάβατα τείχη δε γεννιέται έρωτας από αξόδευτη μοναξιά
συλλαβίζω το όνομα ενός θεού μα ήχο δεν ανιχνεύω κι ο θεός άγνωστος
λέξεις σταυρωμένες σε όχθες θηλυκών χειμάρρων σφήνωναν
απελπισία κραυγών αδιαπέραστων συλλαμβάνουν τον θάνατο σε αγγέλου χνάρι
απλώνω το χέρι χάδι στου βυθού μου το δάκρυ μα μετανόησα
γυμνή θάλασσα με περιτριγύριζε χωρίς ανάπαυλα άτακτες εκρήξεις
μικρού θυμού πτυχές σε πίστη περιπέτεια που ξέμεινε σε μουράγιο
όταν θα βγω με τ' αμαρτήματα κουβαριασμένα στην ψυχή μη ξεχαστείς
απ' τα συρματόσχοινα ενός κοινοβίου οι σάρκες μου άγρια ξοδιάστηκαν
σε μια παραίσθηση κομμάτι κομμάτι με λέξη αναπλάθαμε μόνοι ζωή
θάνατος καθοδηγητής απελπισμένα στα ναυάγια μιας φρίκης με παρέδωσε
όταν θα βγω με ξεπλυμένα τ' αμαρτήματα και ξεχαστείς σε συμπληγάδες
μες σε τραγούδι ανίερης σιωπής θα φυλακίζω τις λέξεις που με πρόδωσαν..
στέκονται περιμένοντας τη σωτηρία απ τον παράδεισο
πλανόδιες λέξεις χάραζαν σώματα με συλλαβές άπλαστες
ξορκίζοντας φόβους ανύπαρκτους τυλιγμένους σε λόγο ακάλεστο
πριν γεννηθώ γνώριζα το μύθο σου τον άτεχνο σαν ψευδομαρτυρούσε
ανεπαίσθητος ο θόρυβος στη ρωγμή τ' ουρανού σαν ντύθηκε η σιωπή
κοίτα πόσους διαφορετικούς ήχους έχουν οι σιωπές σαν διαβαίνουν θάλασσα
και πώς γελάστηκες ο,τι με το φτερούγισμα δεν θα 'ναι διασταυρωμένες
στα αδιάβατα τείχη δε γεννιέται έρωτας από αξόδευτη μοναξιά
συλλαβίζω το όνομα ενός θεού μα ήχο δεν ανιχνεύω κι ο θεός άγνωστος
λέξεις σταυρωμένες σε όχθες θηλυκών χειμάρρων σφήνωναν
απελπισία κραυγών αδιαπέραστων συλλαμβάνουν τον θάνατο σε αγγέλου χνάρι
απλώνω το χέρι χάδι στου βυθού μου το δάκρυ μα μετανόησα
γυμνή θάλασσα με περιτριγύριζε χωρίς ανάπαυλα άτακτες εκρήξεις
μικρού θυμού πτυχές σε πίστη περιπέτεια που ξέμεινε σε μουράγιο
όταν θα βγω με τ' αμαρτήματα κουβαριασμένα στην ψυχή μη ξεχαστείς
απ' τα συρματόσχοινα ενός κοινοβίου οι σάρκες μου άγρια ξοδιάστηκαν
σε μια παραίσθηση κομμάτι κομμάτι με λέξη αναπλάθαμε μόνοι ζωή
θάνατος καθοδηγητής απελπισμένα στα ναυάγια μιας φρίκης με παρέδωσε
όταν θα βγω με ξεπλυμένα τ' αμαρτήματα και ξεχαστείς σε συμπληγάδες
μες σε τραγούδι ανίερης σιωπής θα φυλακίζω τις λέξεις που με πρόδωσαν..
Με Ήχο Έφθασα...
μέσα σ εξαντλημένους ήχους
έφθασα στο θάνατο
κανείς δεν αναγνώρισε
εκείνο το λυγμό σαν σύρθηκε
στοιβαγμένη σε πόνο
και σινιάλα δε θέλησα από ευπρέπεια
ανοίγω το στήθος
ριψοκινδυνεύοντας αποκεφαλισμένο δράμα
καυτά μεσημέρια
παραδομένα σε ξεφλουδισμένα αμαρτήματα
αναπάντεχα έσβησαν μέτωπα ορμητήρια κι εγώ....
εγώ, ποτέ δεν εμπιστεύτηκα αθωώσεις
και σε σκοτάδια θανατώνομαι
μα γνώριζα τα ψεύδη του φωτός
σε γεύσεις ξεκλείδωτες
με μια φτυαριά τις σάρκες μου
ματόβρεχτες τυραγνισμένα θυσίασα
στην πιο μικρή μου ανασαιμιά
φυλάκισα την κάθε εκκρεμότητα
γιατί βεβήλωση άλλη
δεν επέτρεψα σ ανασκαμμένα δευτερόλεπτα
κι ας ξεκουράζεται ο ουρανός
στα αγναντέματα μικρής αιωνιότητας
δε γέννησε έμπιστο η θάλασσα
σε κρεμασμένο όνειρο διασκορπισμού
θα μηνύσω στο αναναπάντεχο
πως κρεμασμένη σε ξάρτια φονεύομαι
θα εξαγνισθεί κάθε παράσταση
που ρίζες δεν απόκτησε
σ' άθλους ασάλευτους μηδένισα
και κάθε αυγή ας μπει καλά στη θέση της
οι αθώες φλόγες ρήμαξαν
ξέσφιξα τα δάκτυλα
και χύθηκα ολομόναχη
σε ναυαγισμένη λησμονιά.
έφθασα στο θάνατο
κανείς δεν αναγνώρισε
εκείνο το λυγμό σαν σύρθηκε
στοιβαγμένη σε πόνο
και σινιάλα δε θέλησα από ευπρέπεια
ανοίγω το στήθος
ριψοκινδυνεύοντας αποκεφαλισμένο δράμα
καυτά μεσημέρια
παραδομένα σε ξεφλουδισμένα αμαρτήματα
αναπάντεχα έσβησαν μέτωπα ορμητήρια κι εγώ....
εγώ, ποτέ δεν εμπιστεύτηκα αθωώσεις
και σε σκοτάδια θανατώνομαι
μα γνώριζα τα ψεύδη του φωτός
σε γεύσεις ξεκλείδωτες
με μια φτυαριά τις σάρκες μου
ματόβρεχτες τυραγνισμένα θυσίασα
στην πιο μικρή μου ανασαιμιά
φυλάκισα την κάθε εκκρεμότητα
γιατί βεβήλωση άλλη
δεν επέτρεψα σ ανασκαμμένα δευτερόλεπτα
κι ας ξεκουράζεται ο ουρανός
στα αγναντέματα μικρής αιωνιότητας
δε γέννησε έμπιστο η θάλασσα
σε κρεμασμένο όνειρο διασκορπισμού
θα μηνύσω στο αναναπάντεχο
πως κρεμασμένη σε ξάρτια φονεύομαι
θα εξαγνισθεί κάθε παράσταση
που ρίζες δεν απόκτησε
σ' άθλους ασάλευτους μηδένισα
και κάθε αυγή ας μπει καλά στη θέση της
οι αθώες φλόγες ρήμαξαν
ξέσφιξα τα δάκτυλα
και χύθηκα ολομόναχη
σε ναυαγισμένη λησμονιά.
Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2016
Μικροί Στόχοι
κινδύνεψε ο θεός από θανάτους αγέννητους
και τόσες γέννες με το σημάδι κατάσαρκα
ενός φιλιού μοναχικού σαν γλίστρησε
από επιθυμία ψιθύρων ανθρώπινου φόβου
κι εκείνο το "εγώ" να σκάβει ψυχή ακυβέρνητη
σε πάθη πρόσκαιρα αχαλίνωτα γκρεμισμένα
ιδέα δεν είχε από αρχέγονη ουσία και το ξάφνιασμα
μιας παράνομης καθόδου άναρχης πηγής
έπνιγε Σύμπαντα εναρμονισμένα με τα... του Νου
με το κρανίο διάτρητο σμιλεύει πλάσματα
με χέρια που δεν απόκτησαν γεύση αγγίζει εικόνα
και πως αφανίστηκε το " υπάρχω " σε τόπο χαράς
και δίνει τάξη και δίνει σχήμα σε θάλασσα άοσμη
κι ύστερα η λάσπη να οικοδομεί φαινόμενα
δίχως ανάγκες από ανήλιαγους έρωτες σαλεμένων ψυχών
βολικά σύνορα φυλακίζουν γενναιότητες άχρηστες
να οικοδομηθεί ένα ψεύδος ελευθερίας που να αστράφτει
χάθηκε η πειθαρχία στα θέλω και στα πρέπει που αντιμάχονται
κινείται το Σύμπαν στο άχρονο καταδεικνύει ανικανότητα
παντοδυναμιών που σήπονται σε αδυναμία να χωρέσεις
στο όλον γιατί είναι σκληρό να καθορίζεις τέτοια όρια
και πώς; για πες μου λοιπόν; γίνεται να λυτρωθείς
σαν σε κατοίκησε η ανικανότητα να βγεις έξω απ τα φαινόμενα;
μια ανταρσία είναι μικρός στόχος ...
Τετάρτη 13 Ιανουαρίου 2016
Τρίτη 12 Ιανουαρίου 2016
Δευτέρα 11 Ιανουαρίου 2016
Σάββατο 9 Ιανουαρίου 2016
Παρασκευή 8 Ιανουαρίου 2016
Μικρές αποπλανήσεις ...
σε άφησα στην άκρη του τίποτα
αποπλανείς αψεγάδιαστο φως
σφραγισμένος σε μιαν ανάγκη
μετρούσες τις νίκες μιας παραίσθησης
ασχημάτιστος ήχος από μιαν στάλα ουρανό
με ξύπνησε
ατίθασος με μαστίγωσε με προδομένο φιλί
σκόρπισα σε κείνον το τυραγνισμένο Αύγουστο
να κλέψω άφτιαχτη λέξη που νοστάλγησα
πόθησα μιαν εξαγορά χαμόγελου
δεν έχει αθανασία ο έρωτας μέσα σε τόση αγάπη
και που θα κατοικήσουν οι πολύτιμες σιωπές σου
έτσι που κάρφωνες στα μάτια
εκείνο το θρήνο της μισής σκιάς σου
ανυπεράσπιστοι φόβοι
σε κερνούσαν ελάχιστο παράλογο
την ώρα που πυροβλούσες
τις μόνες λέξεις που θα σε κρατούσαν
αγκαλιά και θα ντυνόσουν αίσθηση
κι όσο και ν' ανταριάζει η θάλασσα
δάκρυ δε λέει να σταλάξει
αποπλανείς αψεγάδιαστο φως
σφραγισμένος σε μιαν ανάγκη
μετρούσες τις νίκες μιας παραίσθησης
ασχημάτιστος ήχος από μιαν στάλα ουρανό
με ξύπνησε
ατίθασος με μαστίγωσε με προδομένο φιλί
σκόρπισα σε κείνον το τυραγνισμένο Αύγουστο
να κλέψω άφτιαχτη λέξη που νοστάλγησα
πόθησα μιαν εξαγορά χαμόγελου
δεν έχει αθανασία ο έρωτας μέσα σε τόση αγάπη
και που θα κατοικήσουν οι πολύτιμες σιωπές σου
έτσι που κάρφωνες στα μάτια
εκείνο το θρήνο της μισής σκιάς σου
ανυπεράσπιστοι φόβοι
σε κερνούσαν ελάχιστο παράλογο
την ώρα που πυροβλούσες
τις μόνες λέξεις που θα σε κρατούσαν
αγκαλιά και θα ντυνόσουν αίσθηση
κι όσο και ν' ανταριάζει η θάλασσα
δάκρυ δε λέει να σταλάξει
Πέμπτη 7 Ιανουαρίου 2016
Τρίτη 5 Ιανουαρίου 2016
Μικρό Ναυάγιο
ναυάγησε η θάλασσα μέσα στις φούχτες σου
μην κλαις ραγίζει ο άνεμος
άκου πως τρίζει το περσινό χαμόγελο
πάνω σ' εκείνο το λίγο της βροχής
μην κλαις σου λέω κι εξαπατιέται η άνοιξη
ξοδεύτηκε η ανάσα σου
σ' άγρυπνη πέτρα παραδόθηκε
μα εκείνη η ναυαγισμένη θάλασσα
χύθηκε πάνω σε λέξη αγέννητη
την κούρσεψε τη φίλησε την έντυσε αλήθεια
δεν πρόλαβες να μπεις σε κείνη τη ρωγμή
λησμονημένης φράσης
και λάθεψες κι ενέδωσες στο αβέβαιο
κρύφθηκες πίσω από ενοχές
ταξίδια να κινήσεις , και σ άφησα
βαδίζω σκοντάφτοντας σε θυμωμένο αγέρα
δεν είσαι εδώ άλλα εγώ ακούω το δάκρυ σου
την ώρα που θα δολοφονείς την πρώτη αυταπάτη
θα μείνει ο άνεμος ασάλευτος κι αν θέλεις τότε
νά 'ρθεις.
μην κλαις ραγίζει ο άνεμος
άκου πως τρίζει το περσινό χαμόγελο
πάνω σ' εκείνο το λίγο της βροχής
μην κλαις σου λέω κι εξαπατιέται η άνοιξη
ξοδεύτηκε η ανάσα σου
σ' άγρυπνη πέτρα παραδόθηκε
μα εκείνη η ναυαγισμένη θάλασσα
χύθηκε πάνω σε λέξη αγέννητη
την κούρσεψε τη φίλησε την έντυσε αλήθεια
δεν πρόλαβες να μπεις σε κείνη τη ρωγμή
λησμονημένης φράσης
και λάθεψες κι ενέδωσες στο αβέβαιο
κρύφθηκες πίσω από ενοχές
ταξίδια να κινήσεις , και σ άφησα
βαδίζω σκοντάφτοντας σε θυμωμένο αγέρα
δεν είσαι εδώ άλλα εγώ ακούω το δάκρυ σου
την ώρα που θα δολοφονείς την πρώτη αυταπάτη
θα μείνει ο άνεμος ασάλευτος κι αν θέλεις τότε
νά 'ρθεις.
Δευτέρα 4 Ιανουαρίου 2016
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)