Τρίτη 3 Νοεμβρίου 2020

Θαλασσινά και Χερσαία

 Θαλασσινά και Χερσαία


   Ώμοι γυρτοί ,πυρακτωμένο σβέρκο κι ο χρόνος ακούμπησε τ΄αχνάρι του στις βαθιές πτυχές του κορμιού.

Τα χέρια δουλεύουν γοργά, τα χείλη σφαλιγμένα. Η σιωπή ροβολά απ των ματιών την άγρια προσμονή.

Τα πόδια διπλωμένα σφιχτά,αφήνουν λεύτερη την ανάσα του μόχθου.Ένας σωρός μαραμένης στεγνής σάρκας ,ο ίσκιος κι η πνοή του λιμανιού.

   -Ε! καπετάνιο θα βγεις απόψε;

Το ψαρό σγουρό κεφάλι ούτε που σάλεψε.

    -Ειι! καπετάν-Βαγγέλη,δεν ακούς;

      -Κι αν ακούω; τι θες;Κουβέντες άδειες. Αφού ΄τοιμάζω,δεν βλέπεις;

       -Ω! μωρέ καπετάνιε ,στις μαύρες σου είσαι.

       - Εσύ που δε νιώθεις χασκογελάς.Άντε,άντε χάσου από μπρος μου.

    Είχε φαμίλια ο καπετάν Βαγγέλης` παιδιά και κορίτσια μαθές. Τον έναν , τον μεγάλο, τον πήρε η θάλασσα. Λύσσαξαν τα σωθικά της για δαύτον. Τέτοιος λεβέντης!....

Μήτε τον αναφέρνει στις κουβέντες ο καπετάνιος από τότε. Σα να μην υπήρξε ποτές.Βαθύς καϋμός.

Ο άλλος έφυγε στις πρωτεύουσες με τα βιβλία-καλά πράγματα ,δε λέω-  μα η αρμύρα δεν του ΄ψησε το

κορμί.Μαράζι διπλό , σου λέω, για τον καπετάνιο. Απ τα κορίτσια τι περιμένει κανείς....

    -Παππού! παππού! καπετάνιοοοοο!

Στρέψαμε να δούμε τον γάργαρο ήχο,της νιότης το φως , να τρέχει.

     Παλικαράκι στην εφηβεία,αντρίκιο δέσιμο, γλυκιά εικόνα.

    Φεύγει η ματιά και ανιχνεύει τον καπετάνιο. Το πρόσωπο γλύκανε, τα μάτια του γιόμισαν φως . η ανάσα τραγούδησε, το κορμί ξεδιπλώθηκε -ίσιωσε με μιας σπαθί ολόλαμπρο.

   - Τι είναι ναύτη;

Κι όσο η φωνή να ΄ν΄άγρια , δε μπορεί να κρατήσει κρυφή τη λαχτάρα που ξεχειλίζει  στα στήθια.

     -Καπετάνιο να ΄ρθω κι εγώ;

     -Τώρα άκουσα λόγο σωστό.

     -Και σήμερα και αύριο και πάντα;

    -Χμ! θα δούμε. Την αγαπάς τη θάλασσα μωρέ;

    -Όχι καπετάνιο. Να τη δαμάσω θέλω.

Στρέφει το βλέμμα σιγανά , μην τρομάξει τον μικρό και τον αναμετρά. Πετάει τα δίχτυα,τον αδράχνει απ τους ώμους με κείνα τα χέρια τα βασανισμένα και τον σηκώνει,σα φελλό στου αγέρα το πρόσωπο. Δυό χαστούκια ηχηρά και....

   -Γραμμή , ίσια στο σκαρί αλήτη. Ακόμα εδώ είσαι; Με τα πέλματα γυμνά,δρασκελά ξωπίσω στο παιδί και χάνονται κι οι δυό.

Τι είπαν, κανείς δεν άκουσε.Όταν γύρισαν πιασμένοι απ τους ώμους είχαν το ίδιο στυφό ύφος και την ίδια αψάδα στο βλέμμα.

   Το σούρουπο άκουσα τον καπετάνιο να μονολογεί.

   -Ακούς! να τη δαμάσει ο μπάσταρδος! Χα! χα! Τούτος είναι χειρότερος από μένα.

   - Τι μονολογείς πάλι καπετάν Βαγγέλη;

   -Τραγουδάω παιδί μου . Τραγουδάω. Το είδες εκείνο το λειψό με τη σπαθάτη κορμοστασιά; Ίδιος γύλος,σου λέω, ίδιος.Χα! χα! Και σαν να μην ήμουν εκεί πήρε να τραγουδάει.

Χάνος είμαι χάνομαι

πέρκα είμαι πιάνομαι

γύλος είμαι σε γελώ¨

και το δόλωμα χαλώ.

   -Ποιητής είσαι καπετάνιο;

   - Θαλασσινός , ζωντόβολο, θαλασσινός.

   Πέρασαν κάμποσα χρόνια. Ο καπετάν-Βαγγέλης, μια θολή μνήμη στο νησί. Το σκαρί ξανάνιωσε στα χέρια του εγγονού του. Άλλαξε χρώμα ο κόσμος, πλημμύρισαν φωνές στα σοκάκια. Σε κόσμους άγριους και σιωπηλούς άνθισε νότα χαρούμενη. Όλοι συμφιλιωμένοι με τον ανθό της ζωής, να κουρσεύει τα παλικάρια νυχθημερόν.

   Είχε μπει για καλά ο Ιούνης. Κείνο το απόγευμα ο καπετάν Νικόλας-γνήσιος και συνεχιστής στο θυμό εναντίον της θάλασσας του παππού του- ρεμβάζει στο έμπα του νησιού τα γυμνά κορμιά των τουριστών ν΄αποβιβάζονται. Ξάφνου η ματιά του θόλωσε, το αίμα του χτύπησε με λύσσα τα σωθικά του,η ανάσα γοργή, κοφτή, τον διέλυσε.

   Χύθηκε απ΄τη μνήμη η φωνή του καπετάν-Βαγγέλη,σαν του μονολογούσε καταμεσής στο πέλαγο,για τη γοργόνα που χάθηκε ένα σούρουπο απ΄του Αιγαίου την αγκάλη.

   "Θα ΄ρθει ρε λειψο-Νικόλα, κι αν τη δεις,μην την αφήσεις λεύτερη ,ως να σου γεννήσει τους γιούς σου".

Ο ιδρώτας παγωμένος,τα μέλη ξερά και δε λέει να κουνήσει.Γυρνά το πρόσωπο στου λιμανιού τ΄ανοιχτά παράθυρα,ίσαμε κάτω το φάρο κι αναρωτιέται. Αποκοτιές του γερο-ναυτικού που πέθανε ή μιαν αλήθεια τρανή ως την τρέλα,που φώλιασε μέσα του ξαφνικά;

   Τα καράβια σφυρίζουν στο έμπα και το έβγα. Σπρώχνεται,σκουντιέται απ τους ταξιδιώτες, μα αδιάφορος,βλοσυρός,με το κεφάλι σκυφτό,δρασκελά της νυχτιάς την αχλύ και φθάνει στο μώλο. Μιά  τράτα πλεύριζε αργά. Η μηχανή δεν ακουγόταν. Ένας ψίθυρος, μια ανάσα αργή του νερού που χαρακώνεται , κι ύστερα... Ορμά στο σκαρί και πνιγμένος από χίλιες τρομάρες, νοσταλγία οδυνηρή, ξεσχίζει το κορμί της νυσταγμένης θάλασσας. Φουντάρει μισοπέλαγα κι ανασαίνει βαριά. Πέρα στον ορίζοντα το νησί τον καλεί μ΄έναν ίσκιο ολόζεστο. Η νύχτα έπεσε για καλά, με μιαν αλαφράδα όλο στοργή τύλιξε τους πόνους του. Σήκωσε το πανώριο κορμί με το φωτεινό πρόσωπο στου φεγγαριού το στήθος και γέλασε τρανταχτά.

"Ω ! τι αποκοτιά ο γετο-ναυτικός που μου φόρτωσε"

   Σήκωσε τις άγκυρες και πλεύρισε στον τούρκικο γιαλό, κάτω απ το Τσας που κοιμόταν βαθειά . Περασμένα μεσάνυχτα. Ο καπετάν -Νικόλας έδεσε, πήδηξε στη στεριά και ξάπλωσε ανάσκελα να θωρεί το τίποτα.

    Πάμε μια βόλτα με τη βάρκα σου; Ο καπετάν-Νικόλας αναπήδησε, ανταριάστηκαν τα σπλάχνα του, το κορμί σφίχτηκε, η ανάσα κόπηκε.

   Στρέφει σιγανά κατόπιν και χάνει τη λαλιά του ολότελα.  

Εκείνη! Λιγνή, στητή, με το κεφάλι ορθό και τα χέρια ολάνοιχτα αγναντεύει το πέλαγο που ντύθηκε τα καλά του. Τπλούσια μαύρα κυματιστά μαλλιά της αναδεύονται στου ανέμου το χάδι μ΄έναν ήχο μεθυστικό.

Το παραμύθι ου κόσμου τον μέθυσε. Τόση νιότη, τόση λιγεράδα κι ομορφιά!...

   -Τι προσμένεις καπετάνιο;

   -Τους... τους γλάρους ...τους γλάρους , δεν είχα άλλη προσμονή.

Κύλησε το γέλιο της κι ενώθηκε με το πέλαγο. Με μιας τραβά το φουστάνι, το πετά στην ποδιά του και μένει στο φως του φεγγαριού, ολόγυμνο το κορμί, μοσχολουσμένο κι αλαβάστρινο. Ρίχτηκε στο νερό. Μ΄απλωτές ξεμάκραινε,όλο ξεμάκραινε, ίσια στη στράτα που χάραζε το μάτι το ήρεμο της νύχτας.

   Αλλοπαρμένος ο καπετάν -Νικόλας από τούτα τα παράξενα, έμεινε αποσβολωμένος κι αναποφάσιστος. Δεν κατάλαβε πόση ώρα πέρασε. Κίνησε αργά,πίσω απ τους πέτρινους όγκους και χάθηκε μες στα στενά του Τσας. Τάχυνε γοργά το βήμα κι ύστερα ροβολώντας κατέβηκε στο γιαλό,πήδηξε στο σκαρί και χάθηκε στου πελάγου το γιορτινό παραμύθι.

   Το πρωί τα παιδιά στήσαν παιγχνίδια ολοζώντανα με τα βότσαλα και τα ξύλα. Το καϊκι τους είχε πανί, απ το φουστάνι που βρέθηκε πεταμένο στο σύνορο του νερού με τη στεριά.

"Κάποια κοντεσίνα , φυλάκισαν τα χέρια κάποιου απ τα παληκάρια μας,παιδιά" είπαν τα μεγαλύτερα και τα χάχανα δεν είχαν τελειωμό.

   Μισό χρόνο μετά, ο καπετάν-Νικόλας  πούλησε το σκαρί κι άνοιξε δουλειές στεριανές. Μήτε κουβέντα δεν ακούστηκε απ το στόμα του.

   -Γεια σου κυρ-Νικόλα!

   -
Καπετάνιος είμαι ζωντόβολο,θαλασσινός.

Σκύβει το κεφάλι , κοιτά κλεφτά το νερό,αφρίζει το μάτι του , ξεφυσά. Ύστερα η σιωπή του σπάει.

Τη δάμασα τη ρημάδα κι ησύχασα πια.-