Παρασκευή 22 Σεπτεμβρίου 2017

Άναρχα Κτυπά η Καρδιά...

Γουλιά -γουλιά έπινες το φως 
κατεβαίνοντας τις μέρες αργά
μύριζε ο αγέρας λεμονανθό και γαρύφαλλο
πόσες και πόσες περιπέτειες δεν σέρνονταν ξωπίσω σου
ντυμένες νύκτα κι άλλες ντυμένες ουρανό
στάθηκες σε αραχνιασμένο ύπνο με χωμάτινα πόδια
και καθώς ο αναστεναγμός κουβαλούσε ηλιοβασίλεμα
πλήγωσες άθελα εκείνη τη σιωπή που τόσο αγάπησες 
ύστερα χάθηκες μες στο φθινοπωρινό κάλεσμα
αντάριασε η πλάση κι η γης ξύπνησε όλες τις μνήμες της
βλέπεις αυτή ποτέ τίποτα δεν ξεχνά 
όλα μα όλα τα κουβαλά στα σωθικά της 
τέτοιες συντριβές είναι συνήθως αόρατες
μα....
δίψασε ο τρόμος ,ανυπόμονος πάντα να κυριεύσει
νου που πνίγεται απ την κατάρα με  μάτια να ορά
το στόμα μου δεν έμαθε ακόμη να ιστορεί πόνο ασίγαστο
κι όπως πήρα και πάλι την ανηφοριά αναρωτιέμαι ξανά και ξανά
πώς είναι μπορετό εγώ από μένα να στέκω τόσο χώρια 
έτσι άναρχα που κτυπά η καρδιά.

Τετάρτη 20 Σεπτεμβρίου 2017

Εγώ ... η Μάννα...

Εγώ η μάννα του Άβελ που κρατώ τη σκιά του στα σκοτάδια.
Που αφουγκράζομαι το πείσμα του ν' αντιστέκεται στο χλευασμό για τη ζωή.
Εγώ η μάννα του Άβελ , τον αεί αυτόν ζητείν , πίνοντας  δάκρυ κι άλλο δάκρυ,
για όλες τις δυσαρμονίες  που έθρεψαν την ανάγκη  εφιαλτικής παρακμής .
Εγώ η μάννα του Άβελ, που αναζητώ το πρόσωπο δίχως τις αυταπάτες μιας αυτάρκειας,
ένα πρόσωπο πραγματικό.Το πρόσωπο που θα το κατέχω και θα με κατέχει ,ένας αγώνας διηνεκής .
Εγώ η μάννα του Άβελ, που κανέναν θεό δεν απάντησα έξω από διακινδυνεύσεις ,μιας και εδράζει έξω απ τον κόσμο των σχέσεων, αλλά μέσα στο ρίσκο μιας απόλυτης σχέσης ερωτικής.
Εγώ η μάννα του Άβελ που μυήθηκα , τις σκιές στα σκότη να κρατώ , σε παρακαλώ, πες του υιού μου του Κάιν , πως ο,τι χάθηκε, δεν κινδυνεύει άρα μην πασχίζει άδικης απειλής .

Δευτέρα 18 Σεπτεμβρίου 2017

Μαθαίνοντας

  Φλέγεται η ψυχή κι όλες μου οι αισθήσεις καμωμένες απ το αδύνατο πυρπολούνται απ το ανύπαρκτο Ένα. Ποια εικόνα και ποιο όνειρο δεν ανηφορίζουν , ξεπερνώντας τη δύναμη με θαύμα. Δίχως αβεβαιότητα κυριεύουν το Νου.
  Κρατώ τον ανύπαρκτο χρόνο με ακέραιη την ευθύνη να στεριώσω σε ανέμους ,  να συντροφεύσω άγριες θύελλες , ίσως τότε μπορέσω να κατανοήσω τη φωνή , τη δική μου φωνή .
Να ακούσω μονάχη σ ολάκερο Σύμπαν μετέωρες πνοές άκτιστες , να πλαταίνει η ψυχή ,
και να κινώ να κτίζω, σκαλίζοντας, μοχθώντας πάνω σε λέξη όσα ο φόβος κατ έκαψε.
  Έγινα Νύκτα η θρεμμένη απ τις σάρκα μου ,ξεδιψασμένη απ του μυαλού μου τα ποτάμια.Κι αυτό το Ένα ,θρυμματισμένο στους αιώνες , πώς να γλιτώσει από μένα που είμαι αίμα απ το αίμα του και με μάχεται σαν κατορθώνω να κλέβω την πνοή της πνοής μου.
   Μαθαίνω να συλλαβίζω την αλήθεια μου, σπάζοντας όλα τα όρια που έθεσε η ψυχή μου.Δεν απόμεινε,
ούτε μια δικαιολογία για να υπάρξω δίχως την ακατάπαυτη ροή του αοράτου.

Τετάρτη 13 Σεπτεμβρίου 2017

Ανορθογραφίες

ξεχύθηκαν μέρες ασάλευτες σαν σταλαγματιές
γυμνές και διάφανες τόσο που δεν απέκτησαν όνομα
εκείνος καθισμένος πάνω σε μια λύπη ούτε θυμάται πόσο
κρατώντας εκείνο το μικρό βιολί ανάσαινε ιδρωμένες ώρες
δεν έχω διεξόδους -έλεγε- και δοκίμασε τον ήχο του
κούρδισε τη χαμηλωμένη ρε ρετσίνωσε το δοξάρι του
και χάιδεψε τις χορδές
ξάφνου όλες οι ανορθογραφίες έσβησαν αναγεννήθηκε
μέσα σε μυστηριακό χρόνο ντυμένος έρωτα
ίδρωναν τα δάκτυλά του καθώς χάθηκε ο φόβος
για ξεχασμένους δακτυλισμούς
το θαύμα με τον υπέροχο ήχο ενός Storioni
ζωντάνεψε σε μια δέσμη από χρώματα σε φως ,χαρά, οδύνη,
αιώνων απουσίες ζωντάνεψαν η μια πίσω απ την άλλη
έγινε η γης επίπεδη κι ως έσκυψε να δει
πνίγηκε στα γαλάζια του δάκρυα
σαν αποκαμωμένος έπαψε να παίζει πια
φίλησε ξενυχτισμένο ουρανό λίγο πριν μπει
στον αιώνια αναπότρεπτο Αύγουστο.

Παρασκευή 8 Σεπτεμβρίου 2017

Η πιο Άδεια Ώρα ,Η πιο Γεμάτη ώρα

  Ήλθα σε δυο κόσμους ταυτόχρονα. Έμαθα να περνώ απ τον έναν στον άλλον απλά κι αβίαστα . Μάλλον οι δυο κόσμοι με δίδαξαν και ποτέ δεν κατέληξα , ποιος απ τους δυο είναι ο σπουδαιότερος .
Ο ένας του πράττειν ο άλλος του ζην κι όμως ,αλλάζουν τους ρόλους, αλλά να δεις που ποτέ δεν μπερδεύτηκα...
   Επάνω στο σταυρό να ρουφώ τα σύμπαντα και καθώς καρφώνονται στην καρδιά, μεγεθύνεται ο σταυρός .Ένας Προκρούστης αμίλητος κατευθύνει την σταύρωση πάντα. Ύστερα σαν φθάνω πέρα απ τους ορίζοντες ,εκεί στην απόλυτη σιγή ονειρεύομαι πως θα στοχαστώ ,μα ποτέ δεν το κατόρθωσα.
   Μια μουσική, το απαλό αρχικά σύριγμα του άναρχου χορού φωνηέντων συμφώνων, εικόνες άπλαστες να ακολουθούν κι ο πόνος ... Ύστερα έμβρυες , έμβιες λέξεις απαιτούν χώρο και θέση.
Ξετυλίγοντας της ψυχής την πηγή ,βουτηγμένες στο αίμα μου εφορμούν στα άσαρκα κι ασχημάτιστα  άκρα μου. Λεκιάζοντας  τις λευκές μου σελίδες με βιάση ανείπωτη ,τόση που καθίσταμαι όργανό τους, δίχως συνείδηση των εικόνων, των λόγων, των γογγητών ενός νέου κόσμου
που γεννιέται. Ενός κόσμου που γεννιέται μονάχα από ανάγκη , άγρια ανάγκη ζωής .
Έτσι  συντελείται το "θαύμα" νέας ύπαρξης .
  Εγώ, κάθιδρη , ματωμένη, βουτηγμένη στα αμνιακά υγρά της ψυχής μου που συσπάται άγρια, σμικρύνω  το σταυρό μου και εισέρχομαι σε χαμηλόφωνη ώρα.

Κυριακή 3 Σεπτεμβρίου 2017

Μέτοικος

στεκόταν ακίνητος κάτω απ το δένδρο
που είχε πάψει μέρες τώρα να τραγουδά
η σιωπή εκκωφαντική τρυπούσε τις σάρκες
μια βροχή κουρασμένη δεν στάθηκε μπορετό
να δροσίσει πρώιμες  μνήμες δακρύων
προσπάθησε να κατανοήσει τη φωνή του
καμιά εικόνα δεν έφθανε μπρος του
η μεγαλοπρέπεια των πουλιών κρυμμένη
κάτω απ τις φτερούγες  τις σακαταμένες
μια θύελλα που μαινόταν πέρα απ τα βουνά
ούτε ψίθυρο δεν τόλμησε να στείλει
κάτω απ τα κλειστά του βλέφαρα
κοιμήθηκε μια πλάση ολόκληρη
κι ως πλάγιασε δίπλα στα όνειρα του κόσμου
τρόμαξε απ το γοερό θρήνο του θεού
που μέτοικος πια αρνήθηκε να τον κοιτάξει.