Σάββατο 30 Δεκεμβρίου 2017

Ο Δρόμος Της Καρδιάς

   Έτσι μέρα τη μέρα , μήνα το μήνα, χρόνο στο χρόνο ,αιώνα τον αιώνα. Και αιώνα τον αιώνα,  χρόνο στο χρόνο, μήνα το μήνα ,μέρα τη μέρα, γαλακτόσχημα  σημάδια, σκοτάδια πυκνά, εναλλάσσονται κι εμείς ;  Εμείς ανεβοκατεβαίνουμε σε νοητή πορεία παρέα με τον Φαέθοντα ,προσπαθούμε να αποκρυπτογραφήσουμε τα μυστικά της ζωής και του θανάτου.
Παράτολμη , ιδιόρρυθμη  αρχιτεκτονική με τόσες επιφανειακές προβολές...
Μονάχα σ εκείνη την αρχαία ξεχασμένη πέτρα χαραγμένος ο δρόμος της καρδιάς .
   Δεν θυμάμαι πότε πέταξα την ασπίδα μου κι έσπασα το σπαθί μου... αρχαίοι χρόνοι χαμένοι κάτω από κύματα που έσπασαν με ορμή. Βαδίζω αγέρωχα με κύριο μέλημα να αναδομώ  την ψυχή μου.
Ο δικός μου χρόνος δεν μετριέται με δείκτες παρά μονάχα με τους χτύπους της καρδιάς μου.
Έτσι χτύπο τον χτύπο, με την αναίτια αγάπη άλλοτε να με ματώνει κι άλλοτε να με πονά,συνεχίζω να στέκω ακίνητη για να βλέπω πολλά . Το δικό μου ταξίδι έχει γοητεία , μαγεία, και πίνω θάλασσα αρμυρή να πλένονται οι λέξεις μου καθώς εισέρχονται άλλοτε με βιάση κι άλλοτε ημερωμένες στον δικό μου παράδεισο ως να τις ταξιδέψω στην κόλαση ξανά και ξανά.
   Τι να σας ευχηθώ αναρωτιέμαι ... έχουμε τόσο διαφορετικούς αιώνες μέσα μας...
Θα σας ευχηθώ να απαντάτε τον εαυτό σας και όταν το κατορθώσετε διαφυλάξτε τούτο το ιερό απόκτημα ,για να είσθε παντού και πάντα εσείς, είτε αρέσετε είτε όχι. Η ζωή ανήκει στον καθένα που την φορά και δεν μοιράζεται...Όλα μετά αποκτούν ισορροπία,γαλήνη και αναπτύσσεται η αισθητική του αναίτιου καλού. Το καλύτερο για τον καθένα σας χωριστά εύχομαι λοιπόν , απ τα τρίσβαθα της ψυχής μου.

Τρίτη 19 Δεκεμβρίου 2017

Ατενίζοντας

   Σε σένα θεέ μου ατενίζω τους θεούς όλους και τις αναρίθμητες ποικιλίες όλων των πλασμάτων, κι όμως τι συνέβη;
Λείπει ένας κρίκος , έσπασε θαρρείς, αυτός ο κρίκος που έδενε το θείο και το ανθρώπινο, τη φύση και την ιστορία της, τη συνείδηση με την υπερσυνείδηση, το καθημερινό και  την ουσία του, το εγώ με το υπερεγώ, τη μέθη του επαγγέλλομαι με την άσκηση την τεχνών.
   Έμειναν οι τέχνες να σε καθιστούν πιλότο μεγάλου ύψους, όσο εσύ υποκλίνεσαι με ταπεινότητα σ αυτές ...Ρουφώ άπληστα την ανάγκη να μετοικήσω στην αστραπή που μου δώρισες, να τρέφεται η ψυχή, να δροσίζεται ο νους και με αργό ρυθμό να επανασυδέσω εκείνον τον κρίκο.
    Πεθαίνουν κάποτε οι θεοί άρα γε;

Δευτέρα 18 Δεκεμβρίου 2017

Γνωρίζοντας ...

   Και εποίησαν άνθρωπο, με ζωή ασχημάτιστη.Διδάχθηκα την αχίλλειο πτέρνα του.
Μεθοδικά εξοπλισμένη, μάχομαι απελπισμένα με εμμονή, ενάντια σε ομαδική κίνηση.
   Κύλησαν έτη πολλά και το  εγώ του, στα πέρατα εκτινάχθη. Πολλαπλασιάσθη
μέσα από κάτοπτρα.Έτσι δυναστευμένοι από ανάγκες, άλλοτε καλά κρυμμένες,  άλλοτε κακοκαμουφλαρισμένες , κάποτε φανερές, μα πάντα τραγικές κι ας μην το γνώριζαν , με
προσπάθειες επεδίωκαν να με τοποθετήσουν σε όνειρα που δεν είχαν παρά αυξανόμενα όρια.
   Μα ήξερα τι να κάνω. Σβήνω το φως μου και δραπετεύω στη λυτρωτική μοναχικότητα
μυστικής αετοφωλιάς και άνετα συλλαμβάνω το ασύλληπτο.

Τετάρτη 13 Δεκεμβρίου 2017

Μια Φορά Κι Έναν Καιρό....

   Μια  φορά κι έναν καιρό, με σεργιάνισαν σε παράδεισο που τα γιατί νηστικά
έδειχναν τα κοφτερά δόντια ενός ουρανού που τον άφησαν.
Και που πήγαν όλοι; ρώτησα.
   Υπάρχουν μέσα σε όνειρο , υπάρχουν στις πτυχές νεφών αδιάλυτων
υπάρχουν στο ψεύδος , ερωτηματικά που χάθηκαν πίσω από φόβους
που γέννησαν άρνηση.Με πλατύ χαμόγελο και τα χέρια κενά ν ανιχνεύουν
της ζωής τη φαιδρότητα.
   Βαραίνουν σε κενό μονοδιάστατο δίχως να έχουν δυνατότητα ανταλλαγής
που τόσο πόθησαν.Σπασμένες εικόνες κόσμου ακατάληπτου στα μάτια
κάθε φορά πιο έντονα επίθετα σε κακοποιημένα ουσιαστικά
με ανεπαίσθητους ψιθύρους να περιμένει το κορμί στους παγωμένους δρόμους
και κάθε φορά να μακραίνει ολοένα και πιότερο η μικρή αγκαλιά.
   Μια φορά κι έναν καιρό οι έρωτες ξοδεύτηκαν άσκοπα και η νύκτα πάγωσε
εκεί ανάμεσα στα χείλη και στα μάτια  με τις σπασμένες εικόνες .

Δευτέρα 11 Δεκεμβρίου 2017

Κατακτήσεις

   Ρουφούσε άπληστα όλα τα απογεύματα ,παλιά συνήθεια
από τότε που θυσιαζόταν στους θεούς. Τότε που τα ψέμματα
δεν είχαν δείξει αγκάθια και οι αλήθειες τον πονούσαν φρικτά.
   Εκείνο το δειλινό ,που ο Σίβα μετρήθηκε  σε λόγια που αναδείχθηκαν
πάθη λανθάνοντα , του γνώρισε τις σκιές της σκιάς .Δεν τρόμαξε,
δεν έφυγε, μονάχα τρυπούσε τα σκοτάδια κι έπνιγε τις λαχτάρες ,
τη μια κατόπιν της άλλης ,δουλειά επίπονη που κράτησε ως το πρωί.
   Την επαύριο έκλεισε μάτια κι αυτιά σ εκείνα τα λάγνα απογεύματα,
δεν τα βρήκε καθόλου δελεαστικά.
Δεν αφουγκράστηκε τίποτα πια ,βλέπεις οι αισθήσεις
στην καλύτερη περίπτωση αποπροσανατολίζουν
και στην χειρότερη εξαπατούν.
Το δειλινό, που ξανά ήλθε ο Σίβα ,  του ζήτησε να του πει
τι ήταν αυτή η άγρια χαρά που λυσσομανούσε μέσα του.
Με σφαλιγμένα μάτια και  ολόκλειστα αυτιά, γύρισε και του είπε θριαμβευτικά.
Το εμπέδωσα πια. Η ακοή έχει όραση και η όραση ακοή.
   Άτιμη άτιμη ζωή απατημένη , μες στην ντροπή την ρήμαξε να μη θυμάται πια.
Την τσαλαπάτησε και κίνησε ταξίδι νέο, σαν να ήταν να πεθάνει λίγο μετά.
Κοιτούσε με τις νέες αισθήσεις του, μαθαίνοντας  απ του κόσμου τις σκιές
σαν να μην πέθαινε ποτέ ξανά.

Πέμπτη 7 Δεκεμβρίου 2017

Ετερότητες...

Αστράφτει ο νους σε πεινασμένο λόγο κρεμάστηκε
ριζωμένες λέξεις γέρνουν στης ιεράς κολάσεως την απελπισία
κρατά ένα κομμάτι παραδείσου που δε γέννησε φως
κίβδηλος σαν το κουρέλι που κρεμόταν απ το χέρι
θεού μικρού, ανίερου που τα εγκλήματά του μυστικά κρατήθηκαν.
Τον τυραννούσε ο ουρανός που ξεριζωμένος απ την κοινή σάρκα
μετρούσε απώλειες ασυνείδητες.
Διάβηκαν χρόνοι πολλοί κι απ τα σωθικά του ξεπηδούσε πάθος
που ολοένα θέριευε έστηνε πολέμους έχανε μάχες αναζητώντας
κοινωνούμενη  πράξη και το μόνο που κατάφερε ως τώρα,
να φιλιώσει με τον Προκρούστη .Βρήκε το μέτρο.
Την ελευθερία δεν την κατέκτησε.
Στον πεινασμένο λόγο κρέμεται ακόμη.

Κυριακή 3 Δεκεμβρίου 2017

Εσαεί...

Ξύπνησε δίχως μάτια με κραυγή που ράγισε ήλιο αναλφάβητο
φίδια τυλιγμένα στου κορμιού τις θάλασσες τις εξόριστες
ποια ζωή σε φαινόμενα κράτησε λύπη σε φούχτες διάτρητες
οι φάροι ένας ένας έσβηναν να τσακιστούν τα όνειρα στα βράχια
στις τρώγλες άναψε φως , δεν βλέπει. αισθάνθηκε τη ζέστη του
η πλάνη πάνω σε πλάνη ταξίδεψε με την κραυγή τρελού βασανισμένου
χώθηκε κάτω απ τα ερείπια σκάβοντας με τα δόντια μοιραίες ηδονές
πνίγεται στη ρυπαρότητα ευτυχίας ακάλεστης και οι σάρκες της
ραντίζουν γης στεγνής, από τα μαστιγώματα , ψυχή που αργοσβήνει
Ξύπνησε δίχως μάτια αλλά ...
ναι! δεν είχε μάτια ποτέ ,φαντασίας παίγνια οικτρά και στράφηκε μέσα της
βούλιαξε σε λάσπες και κακοτράχαλες πλαγιές δρασκέλισε , αγέρας τη μαστίγωνε
τη μάτωνε ως του θανάτου την ανάσα έφθασε πολλές φορές κι άλλες τόσες δίστασε
μα το ένοιωθε το ήξερε σαν από πάντα το φως που κρυβόταν
πίσω απ την ελάχιστη πραγματικότητα δεν ήταν παρά μονάχα το δικό της
Δεν θα λογοδοτήσει σε κανέναν θεό που δεν την απάντησε , εσαεί θα στασιάζει.

Παρασκευή 1 Δεκεμβρίου 2017

Τόσο δρόμο, Μα τόσο....

Ερχόσουν  εκείνα τ απομεσήμερα
ως ξεριζωμένο δεντρί
με το θυμό της καταιγίδας δίχως σύνορα
με σεισμούς κρατημένους πίσω απ τα δόντια
στα σωθικά σου πόλεμος
μα είχα χάσει τη ζωή την ώρα που με κρατούσε ο έρωτας
σου μίλησα για τα σκοτάδια μου , τα αθόλωτα σκοτάδια μου
κι ως νάρκωνα το νου γεννούσα αγάπη
την έριχνα  στα ποτάμια να ημερέψουν να διαβείς
σαν φως παραδομένο ,ύστερα από μάχη ματωβαμένη ,σε παράδεισο.
Μέσα μου έπνιγα το σύμπαν ολάκερο να μην έχω παρουσία καμιά
υφαμένη από ανάγκη .
Του έρωτα η πυρά κατ έκαψε τα χείλη μου
υποτάχτηκαν οι λέξεις στο ασήμαντο κι ύστερα
ω! ναι ύστερα ο πόνος σε διέλυε κι είχες τόσο δρόμο
ως την αβοήθητη λύτρωση ...