Παρασκευή 26 Σεπτεμβρίου 2014

Χαμηλή Πτήση

φύτεψα τη ζωή μου στο χώμα
δίχως κανένα προνόμιο σκοτάδι
μονάχα συγκαλύψεις φόνων
που δεν εκδικούνται φως ξάγρυπνο
καρπίζει αδέξια προσπάθεια
ζωγραφίζω με στάχτη  ψυχές αδάμαστες
κι αυτή η πληγή στις άκρες  των δακτύλων
κρύβει πνοή  θεού φλεγόμενου που αγκομαχά
γυρεύει θάλασσα κουρασμένη ,βιάζεται
σ αντιφέγγισμα σάρκας αδούλωτης
η μοναξιά ισορροπεί στο μέγιστο πόνο
κι όσες προσπάθειες γεννήθηκαν
μες στη βροχή ξεθώριασαν
ανάμεσα απ τα μάτια μου εκείνη η αστραπή
ξεγύμνωσε κόκκαλα κόσμου
σαν τράφηκε απ τη σάρκα του υπόδουλος
ιδρωμένη ευθύνη που όρμησε σε στοχασμό
εγώ αλογάριαστα  σε νανούρισα
κι ας μη θέλησες να γεμίσεις γυμνές παλάμες
βυθός ψευδών και άντεξα  εξόριστος
αψηφώντας τα σημάδια του θανάτου
αφού άφησα την ψυχή να με ξεναγεί.

Δευτέρα 22 Σεπτεμβρίου 2014

Δίψασα Ήχο

λέξεις υγρές από βροχή
λησμονημένου μέλλοντος
κι ένας έρωτας εκεί ανάμεσα
μεθούσε πικρούς ήλιους
φωνή άσβηστη
σε παράνομους θανάτους δείλιασε
κι εγώ σε καμιά εποχή
δεν ξαπόστασα λησμονιές
λιποτάκτησαν
από μουσικούς κραδασμούς μιας παύσης
με τυραγνάς με την αφή του χρώματος
ντυμένου σιωπή
θέλω
την ικεσία να σβήσεις στα χείλη μου
πριχού τα χέρια
γεννήσουνε αγάπη αλόγιστη
που κοιμήθηκε σε μελαγχολία
τρυφεράδα που  χαράζει
τον πόνο του πάθους έκλεψες
από θάλασσα
κι αν μείνει ο πόνος
θα σπάσει η νύκτα στου βυθού τα μάγια
δεν έζησες παρά σε αποκεφαλισμένες εικόνες
διψώ τον ήχο σου
πίνω ουρανό
και μάθε το
καμιά ματαιότητα δεν παραμένει  τραυματισμένη .

Σάββατο 20 Σεπτεμβρίου 2014

Βροχερή Ώρα

ακούγονται βήματα
σε αμέτρητες σελίδες κλειστές
τραγικές συγκρούσεις
παθών, ερώτων σε λήθη
ξυπνώ τη Νύκτα
να νικηθούν ξεχασμένοι εφιάλτες
κι οι ήχοι ζωγράφιζαν
άσαρκα πρόσωπα
με ματωμένη φωνή
ιδρωμένες σκιές
βγαλμένες από συμφορές
και η μέρα δεν τόλμησε
με θριάμβους
να ντύσει μικρά μεσημέρια
με φωτιά καμωμένα τα μάτια
και τι τάχα προσμένεις
σε Ερήμους κατέρχομαι
και μια μνήμη ανασαίνω
κρατώ νέφος ανέγγιχτο
σε στήθη σχισμένα 
ζωής που δεν όριζα
κι ούτε μια στάλα αμαρτίας
να τσακίσει χειμώνες
ασμίλευτους πνιγμένους
σε ξεκορμισμένες θάλασσες 
ανυπόφορες
δε θα αναστηθεί ξανά η γης
μέσα στα χέρια μου
μονάχα μια ξαγρύπνια
που υφαίνει επανάσταση
σε ασύνδετες συλλαβές 
βροχερής θυμωμένης ώρας .

Παρασκευή 19 Σεπτεμβρίου 2014

Σε Ρυθμό Ξέψυχο

απρόθυμο σκοτάδι  ξεψυχά δίχως σημάδι
σε διάτρητη αγκαλιά βγαλμένη από τον Άδη
ανέλπιδες ώρες τρελαίνονται σε άγγιγμα δειλό
καταράκτες τρόμου ανήλιαγου ρουφώντας υποταγή
βυθίζονται σε λησμονιά και βάπτισαν το θάνατο
μονοδιάστατη όραση  λυπημένες λεπτομέρειες
ο κίνδυνος αποχαιρέτησε το μικρό φθινόπωρο
πώς να συλλάβεις το ανεπιθύμητο σαν σε ακολουθεί
φορτωμένο  τσαλακωμένες λέξεις
κι η κάθε αφύπνιση στέκει σαν άγνωστη
ψηλαφίζοντας σώμα ελαφρύ ψυχή ματωμένη
με δισταγμούς να κοιμηθεί αβοήθητη συλλέγοντας αγωνία
δεν έχω κραυγή να ζωντανέψω λέξεις 
εγώ και μια οδύνη που βρυχάται και με κατασπαράζει
αγρίμια ανύσταχτα εκμηδενίζουμε αθέατο κόσμο άηχο
ύστερα με χαμηλωμένα βλέφαρα  ξεδιάντροπο θεό
με ευγνωμοσύνη τρυφερά ανάστησα  με την αγάπη ξέχειλη
στη ρίζα αβύσσου να πίνει αχόρταγα τις πέντε θάλασσες.

Τρίτη 16 Σεπτεμβρίου 2014

Κι ο Αγέρας Κόντρα

αστραπές κάψαν τα χείλη μου
κι ο αγέρας κόντρα
πυκνά σκοτάδια ταξιδεύουν μέρα
σε μυστικά περάσματα
μιά  έγνοια ηδονόπληκτη
παλίρροια νεφών αποστρέφουν 
υγρές ματιές πλασμένες σε μοναξιά
κι η έκρηξη προφητείας που τόλμησε
σε χίμαιρα που σίγησε μπρος σε γκρεμό
ανάμεσα σε μένα και τη σκέψη μου
κι όσα φαντάστηκες σε όσα γνώρισα
διατηρώ την οδύνη κρατάς αδιαφορία
σπίθα συντριβής και παραίτησης
πόσο μονολεκτικός είναι ο θάνατος
πόσο αμετάβλητη γίνηκε η ζωή
συσσωρεύεις σαρκασμούς
σπαρακτικά οδηγούμαι σε ελευθερία
δε θέλω να σ ακούσω
σαν σκόνη που πονά τα βλέφαρα
η φθορά σου ανώφελη  στη μοναχική σου δόξα
τα ποτάμια μου ανέγγιχτα
μια γουλιά δάκρυ φθάνει  να ξεδιψάσω τις θάλασσες
ανεξάντλητη η ψυχή μου θα γεννά
χωρίς επιφυλάξεις μαγικά αποτυπώματα
σε φλόγες που σχίζουν κύματα .

Δευτέρα 15 Σεπτεμβρίου 2014

έχουν δικό τους φως οι νύκτες 
κι ας μην φαίνεται πολλάκις ......
ότι δε βλέπεις 

δεν σημαίνει οτι δεν υπάρχει...

Σάββατο 13 Σεπτεμβρίου 2014

Ώρες Ακατέργαστες Δίχως Τιμόνι

ανεμοδαρμένες μικρές πλώρες με αθωότητα τρομάζουν
στάζει απ' τις άκρες ρημαγμένου χρόνου τρυφεράδα
βιασμένος   απο μεθύσι ανεπανόρθωτο ξεψύχησε
σε απροστάτετη σάρκα δίχως μνήμη καρφώνω σιωπές
ούτε ένας κάματος με ανάσες άρυθμες σε υποταγή

νεκροί που  απώλεσαν κίνδυνο ανασαίνοντας φως
αποκεφαλίζουν μέρες  και κανένα σημάδι αγωνίας
δεν θρόισε ξεδιάντροπα σε ανέπαφο χρώμα γυμνό
καταδίκες που γης δεν άντεξε σε ακατάκτητο χρόνο
με σβησμένα μάτια κομπάζει το έγκλημα

μήτρα απο πέτρα  χωρίς γοητεία κι αρνήθηκα
τη γέννησή μου υπονόμευσα κι άθελά μου ανακάλυπτα
κενό αποκαθηλώνοντας αναρριχήσεις  αγγέλων
πού στροβιλίζεσαι  θάλασσα  αθάνατη  σε άκρη βλεφάρου
άραξε δυστυχία αγριεμένη ατιθάσευτη σαν κοιμήθηκαν όνειρα

άπιαστα σήματα μυστικά ορθώνει ο Νότος πάνω απο κύματα
τα σωθικά μου κρυμένα σε ύφαλα καλούν τη Νύκτα μου
ας βαρυγκώμησαν οι ερημιές που στηρίζουν αποστάσεις
σπάζουν όλες οι αθωότητες την ώρα που είδωλα ξεψυχούν
με χαρακιά ευτυχίσς σε βυθούς ωρών ακατέργαστων δίχως τιμόνι.

Πέμπτη 4 Σεπτεμβρίου 2014

Μήνας Προδότης και Ώρα Πνιγμένη

πόσες ερημιές κρέμονται σε αιμάτινα χέρια
κι αυτός ο προδομένος  Ιούδας λάβαρο κρυφό
αγιοσύνης που αντάρτεψε με θρήνο βουβό
λευκό πουκάμισο να ντύσει ανυπαρξία καρφωμένη
σε φιλί ατρόμητο μα ταπεινό στην τρίτη όραση ναυάγιο

 προσπερνώ σιωπές ,λειψές εικόνες κορμιών αιωρούμενων
στις παλάμες χαραγμένες βαθιά αρνήσεις που μ έθρεψαν
πλαγιάζω με φαντάσματα διαβαίνω ανάμεσα σε ήχους άωρους
με ειρωνεύτηκαν δυό θάλασσες σαν γκρέμιζα ζωή σε θάμπος
δες με! σκοντάφτω σε βαθύ άγγιγμα  στοιχειωμένου μύθου

το άηχο κορμί μου σταυρός θύμα και θύτης σταυρώνει ψυχή
κι ο πρώτος έρωτας ουδέ έναν στεναγμό  ικανό να πνίξει ανέμους
νε ξεσχίσει ψεύδη εγκόσμια ερείπια αδιάκριτα σαν ρουφούν σπλάχνα
κι ακόμα δεν κίνησε αγέννητος θεός ακατέργαστος
να ονειρευθεί στις συνήθειες και σε κρυφές αμφιταλαντεύσεις

διψώ και πίνω το αίμα μου πεινώ και μετρώ της ψυχής μου βάθη
δεν έχω περίγραμμα και στου Ιούδα το μέτωπο λάμπει μυστικά
εικόνα γέννησης αιώνιας των πεπρωμένων που αφανίστηκαν
σε κάβους που μάταια περίμεναν  τ αργοπορημένα καράβια
για μήνες που πρόδιδαν και ώρες πνιγμένες σε άνυδρες στεριές.

Τετάρτη 3 Σεπτεμβρίου 2014

Μήνας Αήττητος και Ώρα Άχρονη

σε δάσος εγκαταλειμμένο σε βροχή
που φάνταζε αήττητο φως  ήλιου αθέατου
γυμνή  χόρευε ανάσα αχόρταγη λαβωμένη
δίψασε το αίμα μου  σαν άνοιξε ψυχή μεσούρανα
παθιασμένες εκρήξεις και απίστησα σε μόχθους

σχισμένες σάρκες από ματιές τυραγνισμένες
και κανείς δεν αποτόλμησε με συνείδηση
να δει την τρυφεράδα του κινδύνου σαν παρήλθε
πώς γιεννιέται  πάθος  απο σάρκα γης απάτητης
στο πρώτο άγγιγμα γυμνών λόγων βιασμένου χαμόγελου

αρώματα γυμνώθηκαν και γης αμόλυντη υποταγμένη
κρύβει σε λιόγερμα σπέρμα αρχαίας κραυγήςάγνωστης
και μνήμες λεύτερες  μελλοντικών ερώτων άγριας θάλασσας
ξέψυχη ομίχλη στα ριζά ενός χειμώνα βυθίζει είδωλα
σε κολασμένους παραδείσους  αδοκίμαστους στο άχρονο.