Τον πλήγωναν πάντα
εκείνα τα δίχρονα φωνήεντα
χάραζαν στη σάρκα του ματωμένα στίγματα
χανόταν σε πυκνό δάσος κι αγνάντευε
απ το ξέφωτο μικρές παλίρροιες
από θάλασσα πηκτή σαν την νύκτα
στα χέρια του τα ραγισμένα
κρατούσε φυσαρμόνικα την έφερνε στα χείλη
φυσούσε όνειρα κι εκείνα
έφευγαν πάντα πάνω απ τις φυλλωσιές
και μπλέκονταν με ερωτευμένα φεγγάρια
την μουσική δεν την άκουσε ποτέ
την ρουφούσαν οι πόροι της σάρκας του
έσπαζε σε μυριάδες μόρια και παλλόταν
από την εσωτερική εκείνη δόνηση
που καταγράφει τα μυστήρια
αγκαλιάς μεθυσμένου αγέρα
κάθε νυχτιά χαμένος σε δάση δύσβατα
με το πρώτο φως της μέρας
δίπλα στα βράχια να ξεπλένει
όλα τα σημάδια από μικρά αγάλματα
που δεν συνεννοήθηκαν κι ούτε απαντήθηκαν
με τα μοναχικά καλοκαίρια
πόσο τον πονούσαν εκείνα τα δίχρονα φωνήεντα
κι ας έγερνε κάτω από περισπωμένη....
εκείνα τα δίχρονα φωνήεντα
χάραζαν στη σάρκα του ματωμένα στίγματα
χανόταν σε πυκνό δάσος κι αγνάντευε
απ το ξέφωτο μικρές παλίρροιες
από θάλασσα πηκτή σαν την νύκτα
στα χέρια του τα ραγισμένα
κρατούσε φυσαρμόνικα την έφερνε στα χείλη
φυσούσε όνειρα κι εκείνα
έφευγαν πάντα πάνω απ τις φυλλωσιές
και μπλέκονταν με ερωτευμένα φεγγάρια
την μουσική δεν την άκουσε ποτέ
την ρουφούσαν οι πόροι της σάρκας του
έσπαζε σε μυριάδες μόρια και παλλόταν
από την εσωτερική εκείνη δόνηση
που καταγράφει τα μυστήρια
αγκαλιάς μεθυσμένου αγέρα
κάθε νυχτιά χαμένος σε δάση δύσβατα
με το πρώτο φως της μέρας
δίπλα στα βράχια να ξεπλένει
όλα τα σημάδια από μικρά αγάλματα
που δεν συνεννοήθηκαν κι ούτε απαντήθηκαν
με τα μοναχικά καλοκαίρια
πόσο τον πονούσαν εκείνα τα δίχρονα φωνήεντα
κι ας έγερνε κάτω από περισπωμένη....