Τρίτη 3 Νοεμβρίου 2020

Θαλασσινά και Χερσαία

 Θαλασσινά και Χερσαία


   Ώμοι γυρτοί ,πυρακτωμένο σβέρκο κι ο χρόνος ακούμπησε τ΄αχνάρι του στις βαθιές πτυχές του κορμιού.

Τα χέρια δουλεύουν γοργά, τα χείλη σφαλιγμένα. Η σιωπή ροβολά απ των ματιών την άγρια προσμονή.

Τα πόδια διπλωμένα σφιχτά,αφήνουν λεύτερη την ανάσα του μόχθου.Ένας σωρός μαραμένης στεγνής σάρκας ,ο ίσκιος κι η πνοή του λιμανιού.

   -Ε! καπετάνιο θα βγεις απόψε;

Το ψαρό σγουρό κεφάλι ούτε που σάλεψε.

    -Ειι! καπετάν-Βαγγέλη,δεν ακούς;

      -Κι αν ακούω; τι θες;Κουβέντες άδειες. Αφού ΄τοιμάζω,δεν βλέπεις;

       -Ω! μωρέ καπετάνιε ,στις μαύρες σου είσαι.

       - Εσύ που δε νιώθεις χασκογελάς.Άντε,άντε χάσου από μπρος μου.

    Είχε φαμίλια ο καπετάν Βαγγέλης` παιδιά και κορίτσια μαθές. Τον έναν , τον μεγάλο, τον πήρε η θάλασσα. Λύσσαξαν τα σωθικά της για δαύτον. Τέτοιος λεβέντης!....

Μήτε τον αναφέρνει στις κουβέντες ο καπετάνιος από τότε. Σα να μην υπήρξε ποτές.Βαθύς καϋμός.

Ο άλλος έφυγε στις πρωτεύουσες με τα βιβλία-καλά πράγματα ,δε λέω-  μα η αρμύρα δεν του ΄ψησε το

κορμί.Μαράζι διπλό , σου λέω, για τον καπετάνιο. Απ τα κορίτσια τι περιμένει κανείς....

    -Παππού! παππού! καπετάνιοοοοο!

Στρέψαμε να δούμε τον γάργαρο ήχο,της νιότης το φως , να τρέχει.

     Παλικαράκι στην εφηβεία,αντρίκιο δέσιμο, γλυκιά εικόνα.

    Φεύγει η ματιά και ανιχνεύει τον καπετάνιο. Το πρόσωπο γλύκανε, τα μάτια του γιόμισαν φως . η ανάσα τραγούδησε, το κορμί ξεδιπλώθηκε -ίσιωσε με μιας σπαθί ολόλαμπρο.

   - Τι είναι ναύτη;

Κι όσο η φωνή να ΄ν΄άγρια , δε μπορεί να κρατήσει κρυφή τη λαχτάρα που ξεχειλίζει  στα στήθια.

     -Καπετάνιο να ΄ρθω κι εγώ;

     -Τώρα άκουσα λόγο σωστό.

     -Και σήμερα και αύριο και πάντα;

    -Χμ! θα δούμε. Την αγαπάς τη θάλασσα μωρέ;

    -Όχι καπετάνιο. Να τη δαμάσω θέλω.

Στρέφει το βλέμμα σιγανά , μην τρομάξει τον μικρό και τον αναμετρά. Πετάει τα δίχτυα,τον αδράχνει απ τους ώμους με κείνα τα χέρια τα βασανισμένα και τον σηκώνει,σα φελλό στου αγέρα το πρόσωπο. Δυό χαστούκια ηχηρά και....

   -Γραμμή , ίσια στο σκαρί αλήτη. Ακόμα εδώ είσαι; Με τα πέλματα γυμνά,δρασκελά ξωπίσω στο παιδί και χάνονται κι οι δυό.

Τι είπαν, κανείς δεν άκουσε.Όταν γύρισαν πιασμένοι απ τους ώμους είχαν το ίδιο στυφό ύφος και την ίδια αψάδα στο βλέμμα.

   Το σούρουπο άκουσα τον καπετάνιο να μονολογεί.

   -Ακούς! να τη δαμάσει ο μπάσταρδος! Χα! χα! Τούτος είναι χειρότερος από μένα.

   - Τι μονολογείς πάλι καπετάν Βαγγέλη;

   -Τραγουδάω παιδί μου . Τραγουδάω. Το είδες εκείνο το λειψό με τη σπαθάτη κορμοστασιά; Ίδιος γύλος,σου λέω, ίδιος.Χα! χα! Και σαν να μην ήμουν εκεί πήρε να τραγουδάει.

Χάνος είμαι χάνομαι

πέρκα είμαι πιάνομαι

γύλος είμαι σε γελώ¨

και το δόλωμα χαλώ.

   -Ποιητής είσαι καπετάνιο;

   - Θαλασσινός , ζωντόβολο, θαλασσινός.

   Πέρασαν κάμποσα χρόνια. Ο καπετάν-Βαγγέλης, μια θολή μνήμη στο νησί. Το σκαρί ξανάνιωσε στα χέρια του εγγονού του. Άλλαξε χρώμα ο κόσμος, πλημμύρισαν φωνές στα σοκάκια. Σε κόσμους άγριους και σιωπηλούς άνθισε νότα χαρούμενη. Όλοι συμφιλιωμένοι με τον ανθό της ζωής, να κουρσεύει τα παλικάρια νυχθημερόν.

   Είχε μπει για καλά ο Ιούνης. Κείνο το απόγευμα ο καπετάν Νικόλας-γνήσιος και συνεχιστής στο θυμό εναντίον της θάλασσας του παππού του- ρεμβάζει στο έμπα του νησιού τα γυμνά κορμιά των τουριστών ν΄αποβιβάζονται. Ξάφνου η ματιά του θόλωσε, το αίμα του χτύπησε με λύσσα τα σωθικά του,η ανάσα γοργή, κοφτή, τον διέλυσε.

   Χύθηκε απ΄τη μνήμη η φωνή του καπετάν-Βαγγέλη,σαν του μονολογούσε καταμεσής στο πέλαγο,για τη γοργόνα που χάθηκε ένα σούρουπο απ΄του Αιγαίου την αγκάλη.

   "Θα ΄ρθει ρε λειψο-Νικόλα, κι αν τη δεις,μην την αφήσεις λεύτερη ,ως να σου γεννήσει τους γιούς σου".

Ο ιδρώτας παγωμένος,τα μέλη ξερά και δε λέει να κουνήσει.Γυρνά το πρόσωπο στου λιμανιού τ΄ανοιχτά παράθυρα,ίσαμε κάτω το φάρο κι αναρωτιέται. Αποκοτιές του γερο-ναυτικού που πέθανε ή μιαν αλήθεια τρανή ως την τρέλα,που φώλιασε μέσα του ξαφνικά;

   Τα καράβια σφυρίζουν στο έμπα και το έβγα. Σπρώχνεται,σκουντιέται απ τους ταξιδιώτες, μα αδιάφορος,βλοσυρός,με το κεφάλι σκυφτό,δρασκελά της νυχτιάς την αχλύ και φθάνει στο μώλο. Μιά  τράτα πλεύριζε αργά. Η μηχανή δεν ακουγόταν. Ένας ψίθυρος, μια ανάσα αργή του νερού που χαρακώνεται , κι ύστερα... Ορμά στο σκαρί και πνιγμένος από χίλιες τρομάρες, νοσταλγία οδυνηρή, ξεσχίζει το κορμί της νυσταγμένης θάλασσας. Φουντάρει μισοπέλαγα κι ανασαίνει βαριά. Πέρα στον ορίζοντα το νησί τον καλεί μ΄έναν ίσκιο ολόζεστο. Η νύχτα έπεσε για καλά, με μιαν αλαφράδα όλο στοργή τύλιξε τους πόνους του. Σήκωσε το πανώριο κορμί με το φωτεινό πρόσωπο στου φεγγαριού το στήθος και γέλασε τρανταχτά.

"Ω ! τι αποκοτιά ο γετο-ναυτικός που μου φόρτωσε"

   Σήκωσε τις άγκυρες και πλεύρισε στον τούρκικο γιαλό, κάτω απ το Τσας που κοιμόταν βαθειά . Περασμένα μεσάνυχτα. Ο καπετάν -Νικόλας έδεσε, πήδηξε στη στεριά και ξάπλωσε ανάσκελα να θωρεί το τίποτα.

    Πάμε μια βόλτα με τη βάρκα σου; Ο καπετάν-Νικόλας αναπήδησε, ανταριάστηκαν τα σπλάχνα του, το κορμί σφίχτηκε, η ανάσα κόπηκε.

   Στρέφει σιγανά κατόπιν και χάνει τη λαλιά του ολότελα.  

Εκείνη! Λιγνή, στητή, με το κεφάλι ορθό και τα χέρια ολάνοιχτα αγναντεύει το πέλαγο που ντύθηκε τα καλά του. Τπλούσια μαύρα κυματιστά μαλλιά της αναδεύονται στου ανέμου το χάδι μ΄έναν ήχο μεθυστικό.

Το παραμύθι ου κόσμου τον μέθυσε. Τόση νιότη, τόση λιγεράδα κι ομορφιά!...

   -Τι προσμένεις καπετάνιο;

   -Τους... τους γλάρους ...τους γλάρους , δεν είχα άλλη προσμονή.

Κύλησε το γέλιο της κι ενώθηκε με το πέλαγο. Με μιας τραβά το φουστάνι, το πετά στην ποδιά του και μένει στο φως του φεγγαριού, ολόγυμνο το κορμί, μοσχολουσμένο κι αλαβάστρινο. Ρίχτηκε στο νερό. Μ΄απλωτές ξεμάκραινε,όλο ξεμάκραινε, ίσια στη στράτα που χάραζε το μάτι το ήρεμο της νύχτας.

   Αλλοπαρμένος ο καπετάν -Νικόλας από τούτα τα παράξενα, έμεινε αποσβολωμένος κι αναποφάσιστος. Δεν κατάλαβε πόση ώρα πέρασε. Κίνησε αργά,πίσω απ τους πέτρινους όγκους και χάθηκε μες στα στενά του Τσας. Τάχυνε γοργά το βήμα κι ύστερα ροβολώντας κατέβηκε στο γιαλό,πήδηξε στο σκαρί και χάθηκε στου πελάγου το γιορτινό παραμύθι.

   Το πρωί τα παιδιά στήσαν παιγχνίδια ολοζώντανα με τα βότσαλα και τα ξύλα. Το καϊκι τους είχε πανί, απ το φουστάνι που βρέθηκε πεταμένο στο σύνορο του νερού με τη στεριά.

"Κάποια κοντεσίνα , φυλάκισαν τα χέρια κάποιου απ τα παληκάρια μας,παιδιά" είπαν τα μεγαλύτερα και τα χάχανα δεν είχαν τελειωμό.

   Μισό χρόνο μετά, ο καπετάν-Νικόλας  πούλησε το σκαρί κι άνοιξε δουλειές στεριανές. Μήτε κουβέντα δεν ακούστηκε απ το στόμα του.

   -Γεια σου κυρ-Νικόλα!

   -
Καπετάνιος είμαι ζωντόβολο,θαλασσινός.

Σκύβει το κεφάλι , κοιτά κλεφτά το νερό,αφρίζει το μάτι του , ξεφυσά. Ύστερα η σιωπή του σπάει.

Τη δάμασα τη ρημάδα κι ησύχασα πια.-

Δευτέρα 12 Οκτωβρίου 2020

Επίγνωση

 Η ποίηση, η μουσική η ζωγραφική δεν γλίτωσαν κανέναν από την δυστυχία....

Οι Τέχνες είναι απλώς αυτές που είναι..

Σε βγάζουν απ το στενό πλαίσιο του εαυτού σου, μα ύστερα

πρέπει να επιστρέψεις....

Αν βρήκες άλλους δρόμους εξ αφορμής αυτών ,ε! τότε ξέρεις να αισθάνεσαι....

Παρασκευή 9 Οκτωβρίου 2020

Επιλογές....

 Οι άνθρωποι, πράττουν αυτό που θέλουν -τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο'

Αυτό είναι ένα μυστικό που κανείς δεν θέλει να παραδεχθεί...

Παρασκευή 18 Σεπτεμβρίου 2020

Άλλη Υπόσταση


Αναρωτιέμαι,πώς είναι να ξεπερνάς  τα όρια

των λέξεων και να μιλάς σε μια ιδιότυπη

ρευστή γλώσσα να μαγεύεσαι με την ιδιαίτερη 

υπέροχη αίσθηση σαν οι λέξεις αποκτούν γεύση,όγκο.

μιαν άλλη υπόσταση με πολλαπλές αισθήσεις.....

Κυριακή 6 Σεπτεμβρίου 2020

Τρίτη 25 Αυγούστου 2020

Χρόνος Άχρονος

 Κι απόμεινα μια καρδιά που δε μπορεί να βρει 

τον κανονικό ρυθμό της  με ξαφνιάζει ο χρόνος

με ξαφνιάζει η ζωή και  παραπαίω στο χρόνο...

με τι να μοιάζει άραγε ένας χρόνος ανύπαρκτος 

που τον μετράμε όλοι; 

Να μοιάζει με ποτάμι, μήπως με χείμαρρο

που παρασύρει  τις ώρες τη; ζωής μας 

ίδια αχυρένια σώματα κι ας στάθηκαν φόνισσες

ξεδιάντροπες πόρνες που μας κυβέρνησαν

είναι αλήθεια αδύνατον να σταματήσεις τη ροή του

να μοιάζει με απύθμενο ωκεανό;

Θα είναι άρα γε  η ακατάλυτη φορά του σύμπαντος

ή μια αντίδραση εφήμερη που τρομάζει  

μπρος σε αυτό που κουβαλά αρχέγονα

την αποσύνθεση .....

Πέμπτη 9 Ιουλίου 2020

Για Πες μου....

Ως μοναχόλυκος  την μοναχικότητά μου
την γεμίζω πάντα δημιουργικά έτη και έτη...
Όμως αυτό το τεράστιο κενό
που έχει αιχμές και τόσο πονάει
πώς να το σηκώσω; μου λες;

Τετάρτη 1 Ιουλίου 2020

'Ενθεν μεν Σκύλλη,Εκατέρωθι δε δια Χάρυβδις ....

Παρέμεινα ανάμεσα εκεί...
ένθεν μεν Σκύλλη,εκατέρωθι δε δια Χάρυβδις
για πόσο;
θα περάσω;θα τερματίσω αναίτια;
ουδείς δύναται να πει...
όλεθρον υπεκφυγέειν;;;
καράβι δεν απέκτησα κουπιά είναι τα χέρια μου
σκαρί χιλιοταξιδεμένο το κορμί μου
ατενίζω νέφη πυκνά λώρους δεν έχω να κρεμαστώ
το βυθό κοιτάζω ανταριασμένης θύελλας γέννα
φτερά σπασμένα  και με σκάφανδρο της ψυχής την μικρή αντοχή
ο,τι απέμεινε κι απ αυτό κατάδυση θ αρχινήσω...

Πέμπτη 25 Ιουνίου 2020

Τα Παρατράγουδα...

Οι μικροπρεπείς , κρίνουν  το "φαίνεσθαι'....
οι νοήμονες βλέπουν το "είναι"....
μα και
αυτό πάλι που διατείνονται κάποιοι ο,τι σε γνωρίζουν
δίχως να σε έχουν συναναστραφεί  ,
δίχως  να  τους επέτρεψες ποτέ
να μπουν στην ψυχή σου,
αλήθεια με ξεπερνά ολότελα....
για τούτο ο όχλος παραμένει όχλος ...

Τετάρτη 17 Ιουνίου 2020

Θα Αναστηθεί ο Καιρός

χθες που οι χειμώνες συνάχθηκαν  άδραξαν
μέλλοντα μεθυσμένο από λήθη
έχω δεθεί σε ξάρτι
κοιτάζω τους γκρεμούς
που ξεχύνονται απ τ ανοικτά παράθυρα
ατιμασμένων προσπαθειών συνέχεια
κουράστηκε η γης να θρέφει σπόρο
που γδέρνει τα σπλάχνα  της με ρίζες απαιτητικές
ταξιδεύω σε νερό που αρνήθηκε αντανακλάσεις
εκπορνεύτηκαν οι λέξεις έχασαν
την ετυμολογική τους καταγωγή
κι αχρηστεύτηκαν ως πόρνες
σε χαρά δίχως αιτία
γιατί καμώθηκαν οι άνθρωποι
πως αγαπιούνται  με στεγασμένες ψυχές
μα  με άστεγες  συνειδήσεις
ψάχνοντας για παρόρι βυθίστηκαν σε κενό
αναμασούν κλαίγοντας ευτυχία που φαντάστηκαν
μίζερες εικόνες και οι λέξεις να σέπονται
πάνω σε χείλη πριν καλά καλά γεννηθούν
θα αναστηθεί ο καιρός πάνω σε νέφος φλογισμένο
κι εγώ πάντα δεμένη στο ξάρτι θα αρμενίζω
πιστός πλοηγός της συνέπειας.

Δευτέρα 8 Ιουνίου 2020

Δεν Είμαι ο Εἷς....

Ερχόμουν απ το χάος στον πολύβουο κόσμο
στάθηκα μακριά απροσάρμοστη σε συνήθειες
με συνέλαβε η θάλασσα σε δυνατό οργασμό
όταν συνευρέθη με τον βράχο για τούτο
παρέμεινα ασύνορη και με αρρύθμιστο βάδισμα
επέλεξα να πορευτώ δίχως ανθρώπους για να μάθω τους ανθρώπους
παρατηρώντας τα βολέματα σε νοσηρές συνήθειες
η καρδιά της γης μου αποκαλύπτει τα μυστικά των όχλων
έτσι κατόρθωσα να σπάζω τα σύνορα και να γεύομαι
ελευθερία υπάρξεως κατορθώνοντας πτήσεις
με φτερά που άντεξαν γιατί είναι καμωμένα
από χιλιοχρονίτικες ανταμειβές σταθερής πειθαρχίας
έδεσα την καρδιά και το νου δεν είμαι ο  εἷς ,
είμαι το όλον του και τμήμα του την ίδια στιγμή
ψάχνομαι, αφουγκράζομαι την ταπεινότητά μου
και μάχομαι να ανακαλύψω τι θέλω εδώ σε τούτη τη γη
που πνίγει η ματαιότητα και η ματαιοδοξία τα πάντα....
αριθμός σε ρυθμό δύναμης 
σμιλεύω μια πράξη να χωρέσει το βήμα μου 
ένα τη φορά
αγαπώ, σημαίνει δίνομαι παραδίδομαι μα δεν ακολουθώ
σκοπός μου να ακουστεί η κραυγή της ψυχής 
έστω στον έναν
είναι ο όχλος κωφάλαλος και πώς το Σύμπαν να σωθεί;

Τετάρτη 6 Μαΐου 2020

Δεν Θα Γυρίσω Ποτέ

χειμώνας ανελέητος έφερε πτώσεις πολλές
με μάτια φλογωμένα τρυπώ τα σκοτάδια μου
δεν θα γυρίσω ποτέ
έτσι θα συντελώ το θαύμα μου
οι νύκτες  δεν έχουν προοπτική
η όραση απούσα
μονάχα μνήμες στο θαύμα του θανάτου
συνωστισμένα αισθήματα κοχλάζουν
υποσχέσεις αμαρτιών σέρνονται
η κόλαση έχει καλή πλευρά
τρέφεται με ψεύδη
όμως το σώμα μου σαν άφησα στα ριζά
κεραυνού άηχου
εισήλθα στο σώμα σου να ξεγελάσω τη ζωή
αχάρακτος δρόμος και μυρίζει πνιγηρά
ανθρώπινη σαπισμένη σάρκα
σε πολιτεία που νόσησε πριν καν γεννηθεί
οχι! δεν θα γυρίσω ποτέ 

Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2020

η Μοναξιά της Ψυχής

η μοναξιά της ψυχής απώλεσε αρώματα
λέξεις ω! πόσες λέξεις εξεγέρθηκαν
η προσμονή στέρεψε ορφάνεψε από καιρό
καλώ με πνοή τις λέξεις κι αυτές
ω! αυτές με προδίδουν ντυμένες στα λευκά
στέκουν μουδιασμένα , αμήχανα,
τυραγνισμένες ,άηχες
ανοίγω παράθυρα του νου
τίποτα δεν κινείται
στείρα ορφάνια με πνίγει από παντού
σηκώθηκε αγέρας φονικός
ο,τι κληρονόμησα
συνταράσσεται η γης ολάκερη
φτύνει τα σπλάχνα της
κατάσαρκα
σ όλες τις δραπετεύσεις των στερήσεων
οι λέξεις κινήθηκαν σε αχλή που κρατά το χρόνο
γεννούν εικόνες που ψεύδονται ασύστολα
πως κουβαλούν μέλλοντα ανθισμένο
μα η μοναξιά απώλεσε αρώματα
κι οι λέξεις απόκτησαν αιχμές και με ματώνουν.

Σάββατο 8 Φεβρουαρίου 2020

Άκληρα...

Θρυμματισμένη μνήμη  ξενυχτά
εξολοθρεύει παρελθόντα
που χάσαν το χνάρι τους
αόμματα νερά ταξιδεύουν γοργά
χάνουν φεγγάρια αγέννητα
η αυταπάτη της γλώσσας άκληρη
φωλιάζει σε στάχτες
συσσωρεύτηκαν κανόνες αναζητώντας
κλειδιά να εισέλθουν σε πύλη
που αναπαύονται ήχοι μυστικοί
ομίχλη πυκνή κρύβει νησί που πλέει απαλά
σε φθόγγους ιερούς σαν εκείνους που γέννησες
αιφνίδια κατέφθασε φθινόπωρο
με όλα τ' αρώματα τ' Αυγούστου
γυμνό κορμί ανασαίνει χρόνους μελλοντικούς
με ηχοχρώματα φανερώθηκε μιαν αλήθεια
κτίση κόσμου αμήχανου με λέξεις λεύτερες
ξεπλυμένες σε αρμύρα δακρύων που πνίγηκαν
φονικοί έρωτες στυγεροί δολοφόνοι επιθυμίας
και μια μικρή αγάπη ν' αποζητά
ανάσα σε μνήμη καλοκαιρινή
να υφάνει δρόμο υποθαλάσσιο
ίσως ενώσει αποστάσεις
θρυμματισμένων ψυχών που διαβαίνουν
πέρα από μύθους αρχαίων κατατρεγμών.

Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 2020

Σπασμένοι Νευρώνες

...Και ήλθεν ο χρόνος
απούσης της μέρας
και μες σε βροχή
που κατέκαυσε παρελθόντα
νικήθηκαν ένα ένα τα "πρέπει"
και διελύθη η άλυσος
άλλοι σταυροί ορθώθηκαν
και δεν ήταν του θλιβερού μαρτυρίου
μιας πτώσης αφύσικης
μα της κάθε μιας λύτρωσης κατάκτηση
αλώβητες προσευχές
λουσμένες σε αίμα
που κάθαρση δώριζε μυστική
διαρκής ροή από νίκες
πολλές νίκες αμέτρητες
φθάνει να κοιτάζεις όσο πιο βαθιά αντέχεις
και κάθε φορά βαθύτερα
άλλως ζωής ζώσας δεν γίνεσαι κοινωνός 

Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2020

Χαμηλή Πτήση


Τρία χειλικά στις φτερούγες
κρυμμένα
και η πτήση δειλή, χαμηλή σαν αόρατη
μέσα απ τα άφωνα διαλεγμένα
μυστικά περάσματα σε αγάπης οράματα
το δάκρυ χαμένο σε δίνες δεν κύλησε
όλοι οι όρθροι ανελέητα ξεψύχησαν
να ημερέψουν
κάτω απ της ζωής τους αφορισμούς
δεν είχε σώμα
μονάχα ψυχωμένες φτερούγες πολύπαθες
διάφανα ταξίδια κι η ματιά
ερωτευμένη με φεγγάρι ανίερο
τόσο μικρά τα χρώματα και άλαλα
κι όμως αμέριμνα διαβαίνει
στους κινδύνους της ευτυχίας
τις μέρες κρύβεται σε σκιές πολύπαθες
ανασαίνει σιγανά μην ταράξει τη χαρά του φωτός
τις νύχτες συμμαζεύει τις υπομονές  που ερωτεύτηκαν
ήλθε ο καιρός που άφησε λεύτερα τα σύμφωνα
με πτήση σταθερή αψηφά τα δρώμενα
δεν έχει σύνορα η πλάση που τον κάλεσε
κοιτά κατάματα τον ανίκητο θάνατο
να κοινωνήσει την απεραντοσύνη του ονείρου
της άλλης ζωής . 

Τρίτη 14 Ιανουαρίου 2020

Ταξιδεύοντας

Στιγμή ασίγαστη σε ένα δάκρυ
πόσες βουτιές ,ναυάγια, λόγια φλογισμένα
τρυφερό φως κι ύστερα
ω! ύστερα στην απέραντη σιγή του μαύρου
θραύσματα βράχων κοφτερά
γέμισε η αγκαλιά μου η ολάνοιχτη
ρηχές μέρες
νύκτες με βάθη απρόσμενα
ύπνος που κατέτρωγε το φως
και η λαχτάρα ενός μύθου πανάρχαιου
βαρύ αγνάντιο σε θύελλες που ξαποσταίνουν
στο ψεύδος ορίζοντα ασχημάτιστου
έρωτας απαλλαγμένος από αγέρα
που ξαποσταίνει σε σεισμό
ένα δάκρυ και η αίσθηση του βάρους
ωκεανού ανταριασμένου
να καίει την άκρια τ ουρανού
η ζωή μου αρμενίζει στο ανέφικτο
ο ήλιος ξαναγεννιέται στον ήχο των κοχυλιών
την ώρα που η ψυχή μου βυθίζεται σε αιώνια
δύνη σιωπής που την έπνιξε ένα δάκρυ.

Τετάρτη 8 Ιανουαρίου 2020

Πώς;

Τελικά είμαστε , αντικατοπτρισμός της κοινωνίας
που μας κατασκευάζει....
Σαν χορευτές ενός μπαλέτου λειψάνων
ένα βήμα εμπρός δυο πίσω τρία στο πλάι
και συνεχώς  το ίδιο απαράλλαχτα στο διηνεκές...
Βλέπεις η ζωή κι ο θάνατος
αν και είναι έννοιες διαφορετικές -για τους περισσότερους -
ωστόσο προκαλούν το ίδιο πάντα ενδιαφέρον
στους κοινούς θνητούς .
Πώς όμως να ονομάσει κανείς αυτό που τα ξεπερνά
και τα ενώνει;
Αυτό που μοιάζει με την αγάπη αλλά μακράν απέχει;