Πέμπτη 20 Αυγούστου 2015

Μονάχη η Αναμονή...

κολυμπώντας στους χυμούς σου
με ματιά ατρόμητη περνάς απ του χάους
τη φοβερή γεύση που γεννά το φως της νύκτας
ησυχάζεις στης αβύσσου  το κέντρο
τίποτα δε γεννήθηκε ακόμη,μονάχη  η αναμονή
μαντεύεις τα ποτάμια σαν χύνονται σε φοβερούς γκρεμούς
τότε είναι που γίνεσαι βουνό  τρέμεις , μοχθείς
γυρνώντας βαθιά στις ρίζες σου
κι είναι παράξενο ν' αγαπάς τούτο το μόχθο στη σιωπή
την ίδια ώρα να μην τον θες κι αυτός να σε μαγεύει
σ αυτό το νέο κι άγνωστο ταξίδι της ψυχής ...
χύνεσαι στ' αγριεμένα ποτάμια που σε ζητούν...
και κάτι μυστικό αρχίζει να σε καλεί .... δέος...
να ντύνεις με δένδρο ζωντανό την αθάνατη πέτρα...

Κυριακή 16 Αυγούστου 2015

Γνώση ....

εάν η Γνώση δεν βαπτίζεται στον πλούτο
της βιωματικής "ανασκαφής" παραμένει
μια απλή πληροφορία ,στεγνή ,δίχως καμιά
μουσική ακολουθία ... σαν τέτοια,
παραμένει στατική, αταξίδευτη και ενίοτε
κανιβαλιστική κι ως εκ τούτου
βαναύσως μεταφερομένη...

Σάββατο 15 Αυγούστου 2015

Ψευδαίσθηση...

μεγαλύτερη ψευδαίσθηση απ την "ασφάλεια" δεν υπάρχει...
ανοίγεις τα μικρά παραθύρια μιας νόησης, κοιτάζεις τα γνώριμα
και καθησυχάζεσαι...
μέσα σου δεν τόλμησες βαθιά να δεις...
τρομάζει και πονά η απεραντοσύνη της ψυχής,
αυτής της τόσο οικείας όσο κι άγνωστης αλήθειας
που κουβαλάς ...

Παρασκευή 14 Αυγούστου 2015

Τρίτη 11 Αυγούστου 2015

Πέρα Απ' Τα Φαινόμενα ...

δε χώρεσα πουθενά κι ας πάλευα με εκείνη
τη φωνή που με ξέσχιζε ολονυκτίς
ανήμπορη μα ανυπότακτη πάσχιζα
ουδέ ένα δάκρυ να μην ξοδέψω
ουδέ σε όνομα χώρεσα
έτσι δεν κινδυνεύω από χαρές...
άκουγα  ω! ναι ! άκουγα τη θλίψη
καθώς βάθαινε μέσα στων ματιών το αβέβαιο
δεν προσμένω χαμόγελο να να δροσίσει μεσάνυκτα
ουδέ φωνή απόκτησα να βαραίνω
ανυπαρξία ακατάστατη απουσιών
ημερεύει ο πόνος έτσι που
βαθαίνει ολοένα και πιότερο
στροβιλίζονται μνήμες καθώς ματώνουν τον καιρό
κατρακυλούν απ το μέλλον
είναι ασύνορα εδώ κι οι ανταρσίες οι μικρές
χάνονται στην άβυσσο
σαν ξαφνιασμένες φοβερές στιγμές
καλοδέχομαι κάθε ανικανότητά μου
και πέρα απ τα φαινόμενα
σε μη στέρεα γωνιά αγναντεύω
πειθαρχία και λύτρωση 

Δευτέρα 10 Αυγούστου 2015

Κρυφό Ταξίδι....

και κλειδωνόμαστε σε σιωπές
να αισθανθούμε ασφάλεια...
οποία αυταπάτη.... !
όλα είναι διάτρητα ... κυρίως οι σιωπές...
κι όπως διαβαίνεις μια μια τις ερήμους
μαθαίνεις τον συγκερασμό της λογικής του λογικού
με τη λογική του συναισθήματος
κρυφό ταξίδι, μεγάλο λιμάνι...
αλίμονο αν δεν χύνεις το αίμα σου
στην τέχνη του μέτρου για να σπάζεις τους νόμους..

Σάββατο 8 Αυγούστου 2015

Περί .... Οράσεως ....

δε θέλω να πω παραμύθια...
άλλως τε ποτέ δε μου άρεσαν..
να προχωρώ πόθησα πάντα , να αντιλαμβάνομαι
ο,τι συμβαίνει πίσω από το φαίνεσθαι το κλειδωμένο...
ο φυσικός μας φακός , δίνει συγκεκριμένη πληροφορία
είναι όμως επιστημονικά αποδεδηγμένο ο,τι δεν διαβάζουν
τους τόνους των χρωμάτων οι φυσικοί φακοί μας το ίδιο
ο καθείς έχει την προσωπική του προσλαμβάνουσα πληροφορία
με ελάχιστη ίσως διαφορά ,αλλά όχι πάντως ακριβώς την ίδια
έγινε ένα επιστημονικό πείραμα- πριν χρόνια- πήραν δέκα ανθρώπους
τους παρουσίασαν ένα ατύχημα κι ως αυτόπτες μάρτυρες μετά.
ο καθείς έδωσε διαφορετική εικόνα άρα και αντίληψη του γεγονότος
όπερ , είναι διαφορετική μα συγκεκριμένη για τον καθένα η αντιληπτότητα
απ ότι λαμβάνουμε από τον φυσικό μας φακό.
έχουμε λοιπόν τη "γνώση" του τι μας περιστοιχίζει  από τον φυσικό μας φακό...
αν κοτάξουμε τώρα γύρω μας, με φακό μίκρο,μάκρο ή με τηλεσκόπιο
οι προσλαμβάνουσες πληροφορίες έχουν μεγάλες αποστάσεις η μια απ την άλλη
ζούμε το μύθο της γνώσης μιας άγνωστης εικόνας ενός ξένου κόσμου
που οικειοποιούμαστε , αυτοβανδαλιζόμενοι ,ανόητως κομπάζοντας
βουτηγμένοι στην αγνωσία και την ελαφρότητά της.
ανενεργός νους ντύνει μύθους κομπασμού κλειδώνοντας ζωή άοσμη κι άγευστη...

Πέμπτη 6 Αυγούστου 2015

6η τ' Αυγούστου 08:16΄ 1945

6η τ' Αυγούστου 08:16΄  1945

Μια λάμψη , ένα σύννεφο σκόνης ,
λίγα δευτερόλεπτα μονάχα ,
ήταν αρκετά να στοιχειώσουν την ανθρωπότητα .
200.000 άνθρωποι εξαερώθηκαν
μέσα σ αυτά τα λίγα δευτερόλεπτα .
Και οι άλλοι με γυμνωμένα οστά
και τις σάρκες να σέρνονται ,
σκοντάφτουν στις κουρελιασμένες άκρες τους
να τρέχουν να σωθούν...
Ρημαγμένα απομεινάρια ,
με πνιγμένο ήχο.
Στη θέση  των χειλιών μια χοάνη
να ξερνάει χαλάσματα .
Μάτια χυμένα να τρέμουν
σε λιτανείες φρίκης .
Παντού σκοτάδι και φαντάσματα .
Πόνος κι απελπισία .
Καμένες  από πυρακτωμένο αγέρα
που με 800 χλμ ανά ώρα σάρωνε
όσα απομεινάρια λωρίδας σάρκας άγγιζε .
Πόλη πνιγμένη στη σιωπή
δρόμοι σπαρμένοι πτώματα
στάμπες σκιών εξαερωμένων
σε τοίχους,σε σκαλιά ,στην άσφαλτο
σ όσους εκτέθηκαν σ' αυτήν την ραδιενεργή λαίλαπα
Κι ύστερα η μαύρη βροχή ν' αποτελειώσει τα πάντα...
Δήμιος ο υποσμηναγός , πιλότος  Paul Tibbets  του σκάφους
Εnola  Gay το " παιγχνίδι " του  little boy ...
Οσμή μολύβδου στάθηκε στη μνήμη του πληρώματός του...
Τρεις μέρες μετά ,το πλουτώνιο στο Ναγκασάκι κι είναι
ένας πόλεμος ατέλειωτος ,μια εντροπή πνιγμένη. Ναι! πνιγμένη
στις τόσες γνωστές  αλλά και άγνωστες  αθέατες πλευρές
και κανείς στ' αλήθεια
δεν ανησύχησε από εκείνη την 6η Αυγούστου
στις όποιες επαναλήψεις της ...
Και στον Ρόμπερτ Οππενχάιμερ καταλογίσθηκε
αίσθημα μειωμένης ευθύνης απέναντι στην ανθρωπότητα
γι αυτά τα "πειράματα", γιατί περί αυτού επρόκειτο..
70 έτη και βάλε κι ακόμη η σφραγίδα του εγκλήματος είναι   ζωντανή ...

Δευτέρα 3 Αυγούστου 2015

Ο Μιχάλης Και Οι... Άλλοι...


Ο Μιχάλης Και Οι ...... Άλλοι !
Σούρουπο, γλυκιά βραδιά , και το κορμάκι της Αννας, να τρέμει σαν φύλλο δίπλα στο πηγάδι, να περιμένει τον ερχομό του Μιχάλη.
Ο Μιχάλης, μορφή γυρτή, στεγνή κι ο κόσμος ολάκερος σε κείνα τα μάτια που 'χαν έκφραση πυκνή και πολύμορφη, μα ποτέ κρύα και άδεια.
Κανείς δεν συμπαθούσε τον Μιχάλη, έναν μέθυσο, έκφυλο, όπως μολογούσαν στις συνάξεις της γειτονιάς.
Για τούτο η Αννα δειλά κρυφά, περίμενε τον ερχομό του. Τα χαλίκια κάνουν χορό, η μουσική ζυγώνει.
Νάτος! έφθασε ο Μιχάλης . Ετσι καταλάβαινε τον ερχομό του το παιδί.
-Γειά σου παππού!
-Ω! καλώς την αντιγύρισε ο Μιχάλης.
-Θα πιούμε καφέ;
Γέλασε σιγανά ο γέροντας.
- Πόσο μοιάζεις του πατέρα σου βρε κοπέλα μου. Το βλέμμα σου σκληρό ξεσχίζει.Οχι δεν θα πιούμε καφέ, θα μιλήσουμε.
Προχώρησαν στη στενή μέσα αυλή. Στην πραγματικότητα ήταν ένας φαρδύς πλακόστρωτος διάδρομος που οδηγούσε σε πλησταριά, φούρνο, κι άλλους βοηθητικούς χώρους, μαρτυρία μιας μεγάλης και λαμπρής εποχής, που γνώρισε αυτό το πανύψηλο αρχοντικό.
Κάθησαν σιμά,στον μικρό κήπο κάτω από τις βεράντες.
-Αργησες απόψε παππού¨και σιγά, απαλά, τράβηξε απ' τη μπλούζα της ένα χαρτί και του το έδωσε.
-Το έλαβα σήμερα και σε περίμενα.
Τα χέρια του Μιχάλη,τρεμάμενα , άγγιξαν το χαρτί, το έσειραν στο στήθος του, το έφερε στα χείλη, και το επέστρεψε πισω.
-Δεν θα το διαβάσεις ;
- Ελα το έχεις μάθει απ'
έξω, λέγε μου.
Εμεινε η φωνή μετέωρη κι ύστερα σιωπή.
-Μίλα μου για κείνον παππού.
-Σαν ήταν παιδι, σαν κι εσένα σκανταλιάρικο και ζωηρό, κανεις δεν ένιωσε τους πόνους που φώλιαζαν μ έναν ανείπωτο φόβο στα σωθικά του.
>Είχε τη δύναμη του λόγου της σιωπής.Σαν κι εσένα Αννιώ μου.
>Πήγαινε τώρα, θα τα πούμε αύριο πάλι.
Σαν έφυγε το παιδί, ο Μιχάλης, κίνησε αργά προς την κάμαρά του με τα μάτια θολά κι έναν πόνο , που έκανε το κορμί του να σπαράζει.
Μουρμούρισε για λιγο το όνομα του παιδιού, αναστέναξε βαθειά κι έγυρε να πλαγιάσει.
Η μέρα είχε κυλίσει για καλά όταν ο Μιχάλης βγήκε στην αυλή αναθεματίζοντας τη μοναξιά του, και κίνησε να καθήσει στην πεζούλα του κήπου, να πιει τον καφέ του.Η ακινησία τράβηξε πιότερο την προσοχή του και γύρισε να δει. Η Αννα του είχε φέρει το αγαπημένο του γλυκό.
Στεκόταν σε μια στάση προσφοράς ακίνητη , αμίλητη.Τον μελετούσε.
-Το ξέρουν στο σπίτι ότι είσαι εδώ;
Κίνησε η Αννα τους ώμους αδιάφορα και είπε:
-Τι να καταλάβουν αυτοί....Η ζωή, τους φεύγει μες απ' τις παλάμες , ωσαν την άμμο.
>Ελα να μιλήσουμε παππού.
-Το ξέρεις πως αγαπώ τον πατέρα σου σαν παιδί μου.Πιότερο δικός μου παρά της αδελφής μου.Τον απόδιωξαν όμως, ο φόβος που του γέννησαν και η ανασφάλεια.Μου μοιάζει ο μπαγάσας.Μου μοιάζει πολύ.Εσύ όμως ας του μοιάζεις , δε θυμίζεις τίποτα από μένα , Εχεις τη θωριά και τη δύναμη της αδελφής μου.
-Μα έχεις μια κόρη παππού την Ελβίρα.
-Χα! Κόρη είναι αυτή; Μεγάλωσε μακριά μου κι έχει το στίγμα της καταστροφής που με κυνηγά.Ποτέ δεν ήλθε να με βρει, απο τότε που έφυγαν με τη μάννα της.
Δεν μπορούσε να πιστέψει η Αννα, πως τούτο το σκευρωμένο στεγνό κορμί, ήταν κάποτε ενός άνδρα γεμάτου ζωή , που κάλπαζε πάνω σε καθαρόαιμα κι ατένιζε με υπεροψία τη ζωή.
Τίποτα δεν θύμιζε σ' αυτόν το αγέρωχο παρελθόν, το μεγαλείο των αισθημάτων, και την αυτοπεποίθηση που άλλαζε τα πάντα , σ' όσους τον έζησαν από κοντά. Ηταν απλόχερη η αγάπη του και η φροντίδα του για όλους.
Τώρα ζούσε στην απομόνωση και τη σιωπή,στην περιφρόνηση και στην εχθρότητα όλων των έκφυλων, που φθονούν και περιφρονούν όσα δεν κατανοούν.
-Χάθηκες μέσα στους λογισμούς σου παιδί μου και δε μ' ακους. Τι συννεφιάζει τα μάτια σου;
-Δεν καταλαβαίνω τη ζωή σου παππού. Δε μπορώ να δεχθώ τη στάση όλων αυτών των διαστροφικών απέναντί σου.
Έσκυψε ο γέροντας το κεφάλι βαθειά , έσπασε το κορμί στα δυό,ρίγησε κι έμεινε ακίνητος για πολλή ώρα.
Ο αναστεναγμός του βγήκε βαθύς , καυτός ,και τα σκαμμένα απ' τον πόνο μάγουλά του, πνίγηκαν στα δάκρυα.
Τρόμαξε η μικρή.
-Συγγνώμη παππού,δεν ήθελα να σε πονέσω.
>Ω! τι να κάνω τώρα; Σ' αγαπώ παππού , συγχώρεσέ με.
Συγκράτησε ο γέροντας τον πόνο του,γύρισε στο παιδί και με γέλιο βουβό, γεμάτο σκληράδα, είπε:
-Αννα , για όνομα του θεού δεν ευθύνεσαι εσύ..
Θα σου πω ο ίδιος την ιστορία μου, όπως δεν την ξέρει κανείς.Φύλαξέ την μόνο, από τους έκφυλους και δειλούς.Μη μιλήσεις γι αυτήν σε κανέναν.
Εγνεψε η Αννα και με συγκρατημένη λαχτάρα , καλοφτιάχτηκε στην πεζούλα, να ακούσει την ίδια τη ζωή να της αποκαλύπτεται.
Ξέρεις Αννα μου, ότι έζησα στην Αίγυπτο, ως τα είκοσι τέσσερά μου χρόνια. Υστερα όταν γύρισα, γνώρισα την Ελισσάβετ και την παντρεύτηκα. Ηλθε σχεδόν αμέσως η Ελβίρα, και η ζωή μας δεν πρόλαβε να ανοίξει. Μαθημένη η Ελισσάβετ στα μικρά σχήματα και τη σιωπή, πιότερο με υπηρετούσε παρά με συντρόφευε.
Δεν άντεχα αυτόν τον τρόπο ζωής.Ετσι, πήρε τη μικρή κι έφυγαν. Με λύπησε η νέα κατάσταση,μα γρήγορα κατάλαβα, πως ήταν ίσως καλύτερα και για τους δυό μας.
>Συνέχισα να ταξιδεύω, ανήσυχος πάντα για τα κοινά.
>Η μικρή μας πόλη, δεν πρόσφερε τίποτα για έναν νέο που αναζητά την ίδια τη ζωή. Οχι οτι δεν είχε τις δυνατότητες ο χώρος, μα οι άνθρωποι στεγνοί, βολεμένοι, δεν είχαν σκέψη κι έπνιγαν τη λαχτάρα της ζωής, σε φθηνές και άνοστες εκφράσεις, προσβάλλοντας , αυτήν καθ αυτήν την ανάγκη ζωής.
>Σ ένα τέτοιο ταξίδι γνώρισα τη Λιούσα.
Ω! και να μπορούσες να τη δεις....
Είχε στα μάτια της τ' αχνάρι της ουσίας των αισθημάτων.Δεν ήταν το κορμί της θείο. Οι κινήσεις όμως... ήταν ένα ποίημα
Ζωγράφιζε η Λιούσα.Ο λόγος της ήταν μεστός, ο ήχος της φωνής της, μουσική που μαγνήτιζε. Ηταν γύρω στα σαράντα. Είχαμε δέκα χρόνια διαφορά.
Ο Μιχάλης διέκοψε, κοιτάζοντας την Αννα ίσια στα μάτια με αγωνία, ερευνώντας. Δεν είπε τίποτα.
-Δέκα χρόνια μεγαλύτερή μου, ξαναείπε, και στάθηκε περιμένοντας.
-Ελα παππού, συνέχισε την ιστορία σου.
Κρυφογέλασε ο Μιχάλης, ρούφηξε λίγο καφέ, στήριξε το τσιγάρο στα κιτρινισμένα του δάκτυλα και βυθίστηκε στο παρελθόν.
-Με τη Λιούσα συντροφέψαμε. Ζήσαμε μαζί και μέρα στη μέρα, γίναμε ένα. Αποκοπήκαμε απο τις πολύβουες συντροφιές και δημιουργήσαμε μιαν άλλη.Εκείνη, κάθε νέο πρωινό άνθιζε και μαζί της γευόμουνα την ευτυχια πως έκλεινα μέσα μου το μυστικό της ύπαρξής μου.
Θα 'χαν περάσει δυο χρόνια και αποφασίσαμε να επισημοποιήσουμε τούτη τη συμβίωση.Επιστρέψαμε στην μικρή τούτη πόλη.
>Δε μπορεις μικρή μου να φανταστείς ,τι κακότητα έχει ο κόσμος, όταν του δείξεις το ψέμμα που είναι τυλιγμένος.
>Στην αρχή δεν καταλάβαινα τι ήταν εκείνο που έκανε τη Λιούσα να στέκει σαν άδειο σκεύος , μπρος στο καβαλέτο της. Ούτε είχα δώσει σημασία, στα βλέμματα και την υποκριτική αγάπη των γνωστών μου.
Μια μέρα ,επιστρέφοντας στο σπίτι, άκουσα εδω έξω τις προσβολες που εξαπέλυαν στη Λιούσα.Πως δήθεν με τύλιξε, πως δήθεν , με έπνιγε στα χρόνια που είχαν κυλίσει από πάνω της, κλέβοντάς μου τη ζωή.
>Γεμάτος οργή, πέταξα έξω τους "αγαπητούς" μου συγγενείς και κάθησα απειλητικά, μπρος στην άφωνη Λιούσα.
>-Δεν έχεις στόμα να μιλήσεις την κατηγόρησα.Εκείνη δίχως μια λέξη κάτωχρη, γύρισε στο πλάι, και μάζεψε το κορμί της φοβισμένα.
Τα μάτια άδεια , τα μαλλιά της πιασμένα βιαστικά, έδειχναν όλα μιαν απόγνωση.
>Την πήρα στην αγκαλιά μου και την παρηγόρησα σα να ήταν μωρό.
>-Ελα Μιχάλη , ας φύγουμε από εδώ, είπε.
>-Οχι Λιούσα, αντέταξα¨θα τους αποδείξουμε πως είναι ένα ψέμμα όλοι τους.
>Δε μίλησε.
>Εγώ, Αννα μου συνέχισα σα να μην είχε συμβεί τίποτα. Στον πυρετό μιας πραγματικότητας ολόδικής μου, δεν είδα τις αλλαγές πάνω στη Λιούσα μου.Η αγάπη με είχε τυφλώσει.Η αγάπη μου και το πείσμα να φέρω με βία, τη δική μου πραγματικότητα μπρος σε όλους.Στριφογύριζα τη λατρευτή μου Λιούσα, σα μωρό στην αγκαλιά μου, και δεν έβλεπα ,ανάθεμά με τα θολά της μάτια .Ούτε διάβασα τον πόνο τον αφάνταστο, που της γεννούσαν οι ξένοι, πάνω στους πίνακές της.
>Ενα πρωι δεν τη βρήκα στο πλευρό μου. Είχε φύγει για πάντα απ τη ζωή μου.Στο γράμμα της το γεμάτο αγάπη και λαχτάρα, μου εξηγούσε , πως μ' αφήνει λεύτερο για τη ζωή, αφου οι άλλοι της απέδειξαν πως μου ανήκε.Δεν άντεχε τη χλεύη και την απομόνωση απ' τους δικούς μου να υφίσταμαι.
Μας νίκησαν τα θηρία, Αννα μου.Μας θανάτωσαν οι πονηρές και ανόητες ηθικές τους.Κίνησα γη και ουρανό για να τη βρω. Ταξίδεψα αναζητώντας την.Είχε χαθεί. Δεν τη βρήκα πουθενά.
Ας ήξερα μόνο, πως πέρασε ήρεμα κι ευτυχισμένα.
-Αχ! παππού μου! μη θλίβεσαι τόσο. Δεν αντέχω να σε βλέπω έτσι πονεμένο.
-Αννα στη ζωή σου παιδί μου, μην βάλεις κανέναν μέσα.Φύλαξε τον εαυτό σου, για την αγάπη και τίμησε την αγάπη. Ετσι θα τιμήσεις τον εαυτό σου.Οι άνθρωποι ειναι συχνά ανόητοι.Για τούτο περιφρονούν τα αισθήματα κι έτσι χλευάζουν τη μωρία τους.
-Εγώ παππού σ αγαπώ. Σαγαπώ τόσο πολύ.
-Το ξέρω καλή μου.Το ξέρω.
Σηκώθηκε αργά, και με σπασμένο βήμα, μπήκε στο σπίτι σκυφτός.Το παιδί , περίμενε στην αυλή.
Ηταν περασμένο μεσημέρι.Σηκώθηκε ανάλαφρα και φώναξε προς το σπίτι.
-Θα ξανάλθω το σούρουπο παππού!....
Δεν ειδώθηκαν όμως ποτέ πια.
 από το βιβλίο μου Γυμνές Παραστάσεις (διηγήματα)
[Πρότυπες Θεσσαλικές Εκδόσεις]

Η Αγγελική

Η ΑΓΓΕΛΙΚΗ

Κάθε βράδυ , γύρναγε στην παραλία και μονολογούσε. Με φωνή βαθειά σειρτή, τα μαλλιά ανάκατα,το πρόσωπο αγριεμένο,ξυπόλητη, ν' αφήνει βαθεία κι αραιά χνάρια ως τα βραχάκια. Με την αγκαλιά γιομάτη, ξυπόλητη πετροβολούσε το νερό κι έβριζε σαν λιμενεργάτης σε ώρα αιχμής.
Δεν είχε χάσει κάποιον στη θάλασσα. Ούτε στο χωριό τους ήταν κανένας ναυτικός.Είχε μόνο σαλεμένο λογικό η Αγγελική,απ τα πρώτα χρόνια της νιότης της.
Ζούσε στο μεγάλο κίτρινο σπίτι , λίγο πιο πάνω απ το λιμανάκι - έτσι λέγαμε τον όρμο - στον ανηφορικό δρόμο , π' οδηγούσε στην εκκλησία.
Κείνο το καλοκαίρι, ώρες περνούσα θαυμάζοντας την αρχιτεκτονική του σπιτιού, φλέρταρακαι την Αγγελική.Στην αρχή από πείσμα ,γιατί νου απαγόρευαν να της μιλώ, ύστερα γιατί είχε μιάν αρχοντιά το στήσιμό της και μιαν ομορφιά παράξενη, αφού το σαλεμένο της μυαλό, άλλαζε την έκφραση του προσώπου , και οι κινήσεις της είχαν εναν συγκρατημό φτιαχτό. Τα σγουρά ξανθά της, σηκωμένα ψηλά, άφηναν λεύτερο τον ψηλό λευκό σβέρκο της , περήφανο να κρατά το πανέμορφο κεφάλι της κι ο χρόνος, τόσο είχε σεβαστεί το πρόσωπό της. Διόλου δε φαίνονταν τα χρόνια που ύπουλα είχαν σκάψει του μυαλού της τους δαιδάλους. Το κορμί της χυμώδες νεανικό, κι ας λέγαν πως ήταν κιόλας στα πενήντα .
Απομεσήμερο και κίνησα για το λιμανάκι.Είχαμε δώσει ραντεβού με τα παιδιά για μπάνιο κι ύστερα βόλτα ως τα βραχάκια τ' αη Γιώργη , κύμα - κύμα.
Το σπίτι μας , ήταν λίγο πιο ψηλά από το κίτρινο σπίτι της Αγγελικής και κατεβαίνοντας , στάθηκα μπρο
ς στην πόρτα της που ήταν μισάνοικτη.
Η εικόνα του τρελού, όπως την σκιαγραφούν οι έξω , είναι τρομακτική, αποκρουστική . Τίποτα τέτοιο δεν είχα δει στις σχολαστικές εξερευνήσεις που της έκανα απο μακριά.
Ετσι, την φώναξα.
Ηταν μια παρόρμηση της στιγμής, που αμέσως μετάνιωσα, μα ήταν αργά να υποχωρήσω. Είχε ήδη, φανεί στην πόρτα. Η ματιά της , έπεσε πάνω μου μ' ένα βλέμμα βαρύ, με ζύγιασε για κάμποσο δίχως ν' ανοίξει το στόμα της καθόλου.
Είχα αρχίσει να αναθεματίζω τις βιαστικές μου ενέργειες, αλλά διόλου δεν άφηνα να εκδηλωθεί στο πρόσωπό μου τιποτ' άλλο , απο ένα χαμόγελο πλατύ, που πρόδινε εμπιστοσύνη, και σιγά - σιγά χαλάρωσα ολότελα.
Ετσι αγαπηθήκαμε η Αγγελική κι εγώ. Συναντιόμασταν, καθημερινά. Περνούσαμε το χαώδες σπίτι της , και καθόμασταν στο κάτω μπαλκόνο π' αγνάντευε το γιαλό. Εμαθα να ονειρεύομαι στο δικο της κόσμο. Ωρες ατέλεωτες δίπλα της και μετά αντίκρα της. Ωσπου κρατούσα το σκοπό της μουσικής, τις ώρες που μόνος σεριανούσα δώθε - κείθε , στο κύμα δίπλα ή στα περβόλια με τις χαρουπιές.
Η θεία Αγγελική - έτσι μ' έμαθε να τη λέω - είχε ένα ατέλειωτο παραμύθι στα μάτια της , και πάμπολλα κατοικίδια στις κάμαρες του σπιτιού της.
Τα εξαίσια γαλλικά της τα εξασκούσε με τα σκυλιά και τις γάτες της κάθε πρωί. Μα θύμωνε γιατί κανένα τους δεν άκουγε τα αγγλικά και τα γερμανικά της. Είχε μεγάλη μόρφωση και για τον καιρό μας ακόμα, καθώς ώρες ατέλειωτες σκυμένη στα βιβλία , ζούσε ακέραια την παρανοϊκότητα των εποχών.
Ενα δειλινό, κατετεβήκαμε στο γιαλό. Δε μιλούσε καθόλου. Υστερα ξαφνικά, άρχισε πάλι να πετροβολά τη θάλασσα . Ξαφνιάστηκα, φοβήθηκα. Ηταν η πρώτη φορά απο τότε που είχαμε γίνει αχώριστοι που ξέσπαγε. Ο νους μου σκοτείνιασε και τα μάτια θόλωσαν απ το φόβο.
Εσκυψα το κεφάλι, μη δει την ταραχή μου τούτη.
Μα έβριζε, έβριζε με όλο και πιο φοβερές λέξεις τη στεριά που φοβόταν τη θάλασσα. Εβριζε τα βράχια που δε μπόραγαν να πνίξουν το νερό, να χαθεί για πάντα τούτο το απέραντο, το λεύτερο που ξανοιγόταν μπρός της και της θύμιζε την αιχμαλωσία της.
Σκοτείνιασε για τα καλά, κι όμως δεν έλεγα να φώγω. Τα πυροφάνια μ' είχαν πάρει μαζί τους, και για τούτο αναπήδησα, σαν τα χέρια της Αγγελικής μ' άδραξαν απ' τους ώμους.
- Μ' έφερε δασκάλους, μ' άνοιξε δρόμους και σαν θέλησα να τους διαβώ με κλείδωσε σ' ένα δωμάτιο. Τι θαρρείς; Η μάννα μου είχε πεθάνει δυό χρόνια πριν. Κανέναν δεν εέιχα. Οταν εκείνος πέθανε, μ' άνοιξαν οι γείτονες και βγήκα. Μα είχα φτιάξει το δικό μου κόσμο πια.Είχα σαν τυφλοπόντικας σκαλίσει τη γης και βγήκα σ' άλλες πόλεις. Τι θαρρείς, δε ταξίδεψα; Παντού πήγα. Τ' αχνάρια μου , είναι στα χιλιάδες βιβλία που σεριανούν τη νύκτα στο σπίτι. Κουράστηκα πια!
Μ ' άφησε ξαφνικά όπως με είχε αδράξει και κίνησε πίσω , μονάχη για το κίτρινο σπίτι της.
Δεν τολμούσα ν' ανοίξω το στόμα να της μιλήσω. Κάτι είχε σπάσει μέσα μου, μέσα της, αυτό που μας έδενε, δεν ξέρω. Στην πόρτα της μπροστά, στάθηκα,όρθωσα το κορμί και καληνύκτισα.
-Μην ξανάρθεις. Θα σε τσακίσω είπε, κι αμπαρώθηκε πίσω απ την τεράστια αυλόπορτα του σπιτιού της.
Μάταια τη ζήτησα όλο το επόμενο καλοκαίρι. Δεν την είδα πουθενά . Κι όταν την πόρτα της κτύπησα τ' αλυχτίσματα των σκυλιών της μ' απάντησαν μόνο.
Δυό καλοκαίρια δεν πήγα στο χωριό. Το περσινό, με το που πάτησα το πόδι μου, εκείνη αναζήτησα.
Μου 'παν πως με περίμενε ως το θάνατο που τη βρήκε απο αρρώστια βαριά. Με περίμενε.....
Ξεψύχησε, ψάχνοντάς με αναζητώντας με ακόμα.
( Το παραπάνω διήγημα είναι από το βιβλίο μου 'Γυμνές Παραστάσεις ") Εκδοση του 1994 .

Κυριακή 2 Αυγούστου 2015

Εκείνη Τη Νύκτα...

ζήτησε η ψυχή μου το αδύνατον
μα δεν κατείχα το απόλυτο
τρόμαξα με γέλιο φλεγόμενο
σαν λιποψύχησε σε υποταγή
άνανδρο που είναι η σύγκριση
φαινόμενο υποτέλειας
ψυχής κατακερματισμένης
ανήμπορης , ασήμαντης...
εκείνη τη Νύκτα γεύτηκα τον Ήλιο
αφανίστηκαν τα βουνά μες σε τρικύμισμα
κι ο καιρός ξύφαινε θάλασσα άγρυπνη
επτά ποτάμια σώθηκαν από χορό ιερό
δέθηκαν στα χείλη μου τα στεριωμένα σε ίλιγγο
θα γεννηθούν χρώματα την ώρα που θα κτίσω
μια σκέψη ασύνορη ωσάν τη δημιουργία
πειθαρχημένη σε ανάγκη άναρχη που κέρδισα
και θα βυθίζομαι στου χάους την αντάρα
να ξεσχίζω απ τις αστραπές τα φαντάσματα
να δω την αλήθεια στην αγκαλιά του αόρατου.

Σάββατο 1 Αυγούστου 2015

Κρίσεις ....

ο Δημοσθένης είπε, ο,τι καθείς κρίνει αναλόγως
του τρόπου που σκέπτεται...
αυτό είναι πάνω από πόνος ... μια διαρκής οδύνη...
να σκέπτεσαι δίχως να κρίνεις
παρά μονάχα τη δική σου Σκέψη...
ίσως είναι και ηθικό ...  σίγουρα όμως είναι
μια αφετηρία...

Διαρκώς ....


γεγονός , πως είναι αβάσταχτο το πρόσωπο της αλήθειας
ποια ζωή θέλουμε; πώς ερμηνεύεται το  "ωραία ζωή" ;
και η ανθρώπινη Σκέψη κατευθύνεται από Ευθύνη;
διότι,αν η ευθύνη απεμπολίζεται απ την προσωπική ανάγκη,
η ανθρώπινη φύση υποδουλώνεται...
αγωνίζομαι σε έννοιες μόνος άνθρωπος
αναζητώντας δροσιά σε πηγή πολιτισμού
κι ολοένα χαμένη σε αντικατοπτρισμούς
κι ολοένα σ αυτό το ταξίδι ,ποτέ δεν ξαπόστασα
γιατί ο θάνατος εμπεριέχει ζωή κι η ζωή  θάνατο...

Αριθμοί Και... Νούμερα...

οι Αριθμοί είναι ιεροί,αναλύονται , ερμηνεύονται
ξεκλειδώνουν επίπεδα , ανοίγουν νέους ορίζοντες,
είναι Αρμονία..
ο κανιβαλισμός που εμπεριέχουν τα Νούμερα δημιουργεί
αηδία, αποστροφή, απόγνωση και κάποτε τρόμο....