Δευτέρα 3 Αυγούστου 2015

Η Αγγελική

Η ΑΓΓΕΛΙΚΗ

Κάθε βράδυ , γύρναγε στην παραλία και μονολογούσε. Με φωνή βαθειά σειρτή, τα μαλλιά ανάκατα,το πρόσωπο αγριεμένο,ξυπόλητη, ν' αφήνει βαθεία κι αραιά χνάρια ως τα βραχάκια. Με την αγκαλιά γιομάτη, ξυπόλητη πετροβολούσε το νερό κι έβριζε σαν λιμενεργάτης σε ώρα αιχμής.
Δεν είχε χάσει κάποιον στη θάλασσα. Ούτε στο χωριό τους ήταν κανένας ναυτικός.Είχε μόνο σαλεμένο λογικό η Αγγελική,απ τα πρώτα χρόνια της νιότης της.
Ζούσε στο μεγάλο κίτρινο σπίτι , λίγο πιο πάνω απ το λιμανάκι - έτσι λέγαμε τον όρμο - στον ανηφορικό δρόμο , π' οδηγούσε στην εκκλησία.
Κείνο το καλοκαίρι, ώρες περνούσα θαυμάζοντας την αρχιτεκτονική του σπιτιού, φλέρταρακαι την Αγγελική.Στην αρχή από πείσμα ,γιατί νου απαγόρευαν να της μιλώ, ύστερα γιατί είχε μιάν αρχοντιά το στήσιμό της και μιαν ομορφιά παράξενη, αφού το σαλεμένο της μυαλό, άλλαζε την έκφραση του προσώπου , και οι κινήσεις της είχαν εναν συγκρατημό φτιαχτό. Τα σγουρά ξανθά της, σηκωμένα ψηλά, άφηναν λεύτερο τον ψηλό λευκό σβέρκο της , περήφανο να κρατά το πανέμορφο κεφάλι της κι ο χρόνος, τόσο είχε σεβαστεί το πρόσωπό της. Διόλου δε φαίνονταν τα χρόνια που ύπουλα είχαν σκάψει του μυαλού της τους δαιδάλους. Το κορμί της χυμώδες νεανικό, κι ας λέγαν πως ήταν κιόλας στα πενήντα .
Απομεσήμερο και κίνησα για το λιμανάκι.Είχαμε δώσει ραντεβού με τα παιδιά για μπάνιο κι ύστερα βόλτα ως τα βραχάκια τ' αη Γιώργη , κύμα - κύμα.
Το σπίτι μας , ήταν λίγο πιο ψηλά από το κίτρινο σπίτι της Αγγελικής και κατεβαίνοντας , στάθηκα μπρο
ς στην πόρτα της που ήταν μισάνοικτη.
Η εικόνα του τρελού, όπως την σκιαγραφούν οι έξω , είναι τρομακτική, αποκρουστική . Τίποτα τέτοιο δεν είχα δει στις σχολαστικές εξερευνήσεις που της έκανα απο μακριά.
Ετσι, την φώναξα.
Ηταν μια παρόρμηση της στιγμής, που αμέσως μετάνιωσα, μα ήταν αργά να υποχωρήσω. Είχε ήδη, φανεί στην πόρτα. Η ματιά της , έπεσε πάνω μου μ' ένα βλέμμα βαρύ, με ζύγιασε για κάμποσο δίχως ν' ανοίξει το στόμα της καθόλου.
Είχα αρχίσει να αναθεματίζω τις βιαστικές μου ενέργειες, αλλά διόλου δεν άφηνα να εκδηλωθεί στο πρόσωπό μου τιποτ' άλλο , απο ένα χαμόγελο πλατύ, που πρόδινε εμπιστοσύνη, και σιγά - σιγά χαλάρωσα ολότελα.
Ετσι αγαπηθήκαμε η Αγγελική κι εγώ. Συναντιόμασταν, καθημερινά. Περνούσαμε το χαώδες σπίτι της , και καθόμασταν στο κάτω μπαλκόνο π' αγνάντευε το γιαλό. Εμαθα να ονειρεύομαι στο δικο της κόσμο. Ωρες ατέλεωτες δίπλα της και μετά αντίκρα της. Ωσπου κρατούσα το σκοπό της μουσικής, τις ώρες που μόνος σεριανούσα δώθε - κείθε , στο κύμα δίπλα ή στα περβόλια με τις χαρουπιές.
Η θεία Αγγελική - έτσι μ' έμαθε να τη λέω - είχε ένα ατέλειωτο παραμύθι στα μάτια της , και πάμπολλα κατοικίδια στις κάμαρες του σπιτιού της.
Τα εξαίσια γαλλικά της τα εξασκούσε με τα σκυλιά και τις γάτες της κάθε πρωί. Μα θύμωνε γιατί κανένα τους δεν άκουγε τα αγγλικά και τα γερμανικά της. Είχε μεγάλη μόρφωση και για τον καιρό μας ακόμα, καθώς ώρες ατέλειωτες σκυμένη στα βιβλία , ζούσε ακέραια την παρανοϊκότητα των εποχών.
Ενα δειλινό, κατετεβήκαμε στο γιαλό. Δε μιλούσε καθόλου. Υστερα ξαφνικά, άρχισε πάλι να πετροβολά τη θάλασσα . Ξαφνιάστηκα, φοβήθηκα. Ηταν η πρώτη φορά απο τότε που είχαμε γίνει αχώριστοι που ξέσπαγε. Ο νους μου σκοτείνιασε και τα μάτια θόλωσαν απ το φόβο.
Εσκυψα το κεφάλι, μη δει την ταραχή μου τούτη.
Μα έβριζε, έβριζε με όλο και πιο φοβερές λέξεις τη στεριά που φοβόταν τη θάλασσα. Εβριζε τα βράχια που δε μπόραγαν να πνίξουν το νερό, να χαθεί για πάντα τούτο το απέραντο, το λεύτερο που ξανοιγόταν μπρός της και της θύμιζε την αιχμαλωσία της.
Σκοτείνιασε για τα καλά, κι όμως δεν έλεγα να φώγω. Τα πυροφάνια μ' είχαν πάρει μαζί τους, και για τούτο αναπήδησα, σαν τα χέρια της Αγγελικής μ' άδραξαν απ' τους ώμους.
- Μ' έφερε δασκάλους, μ' άνοιξε δρόμους και σαν θέλησα να τους διαβώ με κλείδωσε σ' ένα δωμάτιο. Τι θαρρείς; Η μάννα μου είχε πεθάνει δυό χρόνια πριν. Κανέναν δεν εέιχα. Οταν εκείνος πέθανε, μ' άνοιξαν οι γείτονες και βγήκα. Μα είχα φτιάξει το δικό μου κόσμο πια.Είχα σαν τυφλοπόντικας σκαλίσει τη γης και βγήκα σ' άλλες πόλεις. Τι θαρρείς, δε ταξίδεψα; Παντού πήγα. Τ' αχνάρια μου , είναι στα χιλιάδες βιβλία που σεριανούν τη νύκτα στο σπίτι. Κουράστηκα πια!
Μ ' άφησε ξαφνικά όπως με είχε αδράξει και κίνησε πίσω , μονάχη για το κίτρινο σπίτι της.
Δεν τολμούσα ν' ανοίξω το στόμα να της μιλήσω. Κάτι είχε σπάσει μέσα μου, μέσα της, αυτό που μας έδενε, δεν ξέρω. Στην πόρτα της μπροστά, στάθηκα,όρθωσα το κορμί και καληνύκτισα.
-Μην ξανάρθεις. Θα σε τσακίσω είπε, κι αμπαρώθηκε πίσω απ την τεράστια αυλόπορτα του σπιτιού της.
Μάταια τη ζήτησα όλο το επόμενο καλοκαίρι. Δεν την είδα πουθενά . Κι όταν την πόρτα της κτύπησα τ' αλυχτίσματα των σκυλιών της μ' απάντησαν μόνο.
Δυό καλοκαίρια δεν πήγα στο χωριό. Το περσινό, με το που πάτησα το πόδι μου, εκείνη αναζήτησα.
Μου 'παν πως με περίμενε ως το θάνατο που τη βρήκε απο αρρώστια βαριά. Με περίμενε.....
Ξεψύχησε, ψάχνοντάς με αναζητώντας με ακόμα.
( Το παραπάνω διήγημα είναι από το βιβλίο μου 'Γυμνές Παραστάσεις ") Εκδοση του 1994 .

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου