Δευτέρα 3 Αυγούστου 2015

Ο Μιχάλης Και Οι... Άλλοι...


Ο Μιχάλης Και Οι ...... Άλλοι !
Σούρουπο, γλυκιά βραδιά , και το κορμάκι της Αννας, να τρέμει σαν φύλλο δίπλα στο πηγάδι, να περιμένει τον ερχομό του Μιχάλη.
Ο Μιχάλης, μορφή γυρτή, στεγνή κι ο κόσμος ολάκερος σε κείνα τα μάτια που 'χαν έκφραση πυκνή και πολύμορφη, μα ποτέ κρύα και άδεια.
Κανείς δεν συμπαθούσε τον Μιχάλη, έναν μέθυσο, έκφυλο, όπως μολογούσαν στις συνάξεις της γειτονιάς.
Για τούτο η Αννα δειλά κρυφά, περίμενε τον ερχομό του. Τα χαλίκια κάνουν χορό, η μουσική ζυγώνει.
Νάτος! έφθασε ο Μιχάλης . Ετσι καταλάβαινε τον ερχομό του το παιδί.
-Γειά σου παππού!
-Ω! καλώς την αντιγύρισε ο Μιχάλης.
-Θα πιούμε καφέ;
Γέλασε σιγανά ο γέροντας.
- Πόσο μοιάζεις του πατέρα σου βρε κοπέλα μου. Το βλέμμα σου σκληρό ξεσχίζει.Οχι δεν θα πιούμε καφέ, θα μιλήσουμε.
Προχώρησαν στη στενή μέσα αυλή. Στην πραγματικότητα ήταν ένας φαρδύς πλακόστρωτος διάδρομος που οδηγούσε σε πλησταριά, φούρνο, κι άλλους βοηθητικούς χώρους, μαρτυρία μιας μεγάλης και λαμπρής εποχής, που γνώρισε αυτό το πανύψηλο αρχοντικό.
Κάθησαν σιμά,στον μικρό κήπο κάτω από τις βεράντες.
-Αργησες απόψε παππού¨και σιγά, απαλά, τράβηξε απ' τη μπλούζα της ένα χαρτί και του το έδωσε.
-Το έλαβα σήμερα και σε περίμενα.
Τα χέρια του Μιχάλη,τρεμάμενα , άγγιξαν το χαρτί, το έσειραν στο στήθος του, το έφερε στα χείλη, και το επέστρεψε πισω.
-Δεν θα το διαβάσεις ;
- Ελα το έχεις μάθει απ'
έξω, λέγε μου.
Εμεινε η φωνή μετέωρη κι ύστερα σιωπή.
-Μίλα μου για κείνον παππού.
-Σαν ήταν παιδι, σαν κι εσένα σκανταλιάρικο και ζωηρό, κανεις δεν ένιωσε τους πόνους που φώλιαζαν μ έναν ανείπωτο φόβο στα σωθικά του.
>Είχε τη δύναμη του λόγου της σιωπής.Σαν κι εσένα Αννιώ μου.
>Πήγαινε τώρα, θα τα πούμε αύριο πάλι.
Σαν έφυγε το παιδί, ο Μιχάλης, κίνησε αργά προς την κάμαρά του με τα μάτια θολά κι έναν πόνο , που έκανε το κορμί του να σπαράζει.
Μουρμούρισε για λιγο το όνομα του παιδιού, αναστέναξε βαθειά κι έγυρε να πλαγιάσει.
Η μέρα είχε κυλίσει για καλά όταν ο Μιχάλης βγήκε στην αυλή αναθεματίζοντας τη μοναξιά του, και κίνησε να καθήσει στην πεζούλα του κήπου, να πιει τον καφέ του.Η ακινησία τράβηξε πιότερο την προσοχή του και γύρισε να δει. Η Αννα του είχε φέρει το αγαπημένο του γλυκό.
Στεκόταν σε μια στάση προσφοράς ακίνητη , αμίλητη.Τον μελετούσε.
-Το ξέρουν στο σπίτι ότι είσαι εδώ;
Κίνησε η Αννα τους ώμους αδιάφορα και είπε:
-Τι να καταλάβουν αυτοί....Η ζωή, τους φεύγει μες απ' τις παλάμες , ωσαν την άμμο.
>Ελα να μιλήσουμε παππού.
-Το ξέρεις πως αγαπώ τον πατέρα σου σαν παιδί μου.Πιότερο δικός μου παρά της αδελφής μου.Τον απόδιωξαν όμως, ο φόβος που του γέννησαν και η ανασφάλεια.Μου μοιάζει ο μπαγάσας.Μου μοιάζει πολύ.Εσύ όμως ας του μοιάζεις , δε θυμίζεις τίποτα από μένα , Εχεις τη θωριά και τη δύναμη της αδελφής μου.
-Μα έχεις μια κόρη παππού την Ελβίρα.
-Χα! Κόρη είναι αυτή; Μεγάλωσε μακριά μου κι έχει το στίγμα της καταστροφής που με κυνηγά.Ποτέ δεν ήλθε να με βρει, απο τότε που έφυγαν με τη μάννα της.
Δεν μπορούσε να πιστέψει η Αννα, πως τούτο το σκευρωμένο στεγνό κορμί, ήταν κάποτε ενός άνδρα γεμάτου ζωή , που κάλπαζε πάνω σε καθαρόαιμα κι ατένιζε με υπεροψία τη ζωή.
Τίποτα δεν θύμιζε σ' αυτόν το αγέρωχο παρελθόν, το μεγαλείο των αισθημάτων, και την αυτοπεποίθηση που άλλαζε τα πάντα , σ' όσους τον έζησαν από κοντά. Ηταν απλόχερη η αγάπη του και η φροντίδα του για όλους.
Τώρα ζούσε στην απομόνωση και τη σιωπή,στην περιφρόνηση και στην εχθρότητα όλων των έκφυλων, που φθονούν και περιφρονούν όσα δεν κατανοούν.
-Χάθηκες μέσα στους λογισμούς σου παιδί μου και δε μ' ακους. Τι συννεφιάζει τα μάτια σου;
-Δεν καταλαβαίνω τη ζωή σου παππού. Δε μπορώ να δεχθώ τη στάση όλων αυτών των διαστροφικών απέναντί σου.
Έσκυψε ο γέροντας το κεφάλι βαθειά , έσπασε το κορμί στα δυό,ρίγησε κι έμεινε ακίνητος για πολλή ώρα.
Ο αναστεναγμός του βγήκε βαθύς , καυτός ,και τα σκαμμένα απ' τον πόνο μάγουλά του, πνίγηκαν στα δάκρυα.
Τρόμαξε η μικρή.
-Συγγνώμη παππού,δεν ήθελα να σε πονέσω.
>Ω! τι να κάνω τώρα; Σ' αγαπώ παππού , συγχώρεσέ με.
Συγκράτησε ο γέροντας τον πόνο του,γύρισε στο παιδί και με γέλιο βουβό, γεμάτο σκληράδα, είπε:
-Αννα , για όνομα του θεού δεν ευθύνεσαι εσύ..
Θα σου πω ο ίδιος την ιστορία μου, όπως δεν την ξέρει κανείς.Φύλαξέ την μόνο, από τους έκφυλους και δειλούς.Μη μιλήσεις γι αυτήν σε κανέναν.
Εγνεψε η Αννα και με συγκρατημένη λαχτάρα , καλοφτιάχτηκε στην πεζούλα, να ακούσει την ίδια τη ζωή να της αποκαλύπτεται.
Ξέρεις Αννα μου, ότι έζησα στην Αίγυπτο, ως τα είκοσι τέσσερά μου χρόνια. Υστερα όταν γύρισα, γνώρισα την Ελισσάβετ και την παντρεύτηκα. Ηλθε σχεδόν αμέσως η Ελβίρα, και η ζωή μας δεν πρόλαβε να ανοίξει. Μαθημένη η Ελισσάβετ στα μικρά σχήματα και τη σιωπή, πιότερο με υπηρετούσε παρά με συντρόφευε.
Δεν άντεχα αυτόν τον τρόπο ζωής.Ετσι, πήρε τη μικρή κι έφυγαν. Με λύπησε η νέα κατάσταση,μα γρήγορα κατάλαβα, πως ήταν ίσως καλύτερα και για τους δυό μας.
>Συνέχισα να ταξιδεύω, ανήσυχος πάντα για τα κοινά.
>Η μικρή μας πόλη, δεν πρόσφερε τίποτα για έναν νέο που αναζητά την ίδια τη ζωή. Οχι οτι δεν είχε τις δυνατότητες ο χώρος, μα οι άνθρωποι στεγνοί, βολεμένοι, δεν είχαν σκέψη κι έπνιγαν τη λαχτάρα της ζωής, σε φθηνές και άνοστες εκφράσεις, προσβάλλοντας , αυτήν καθ αυτήν την ανάγκη ζωής.
>Σ ένα τέτοιο ταξίδι γνώρισα τη Λιούσα.
Ω! και να μπορούσες να τη δεις....
Είχε στα μάτια της τ' αχνάρι της ουσίας των αισθημάτων.Δεν ήταν το κορμί της θείο. Οι κινήσεις όμως... ήταν ένα ποίημα
Ζωγράφιζε η Λιούσα.Ο λόγος της ήταν μεστός, ο ήχος της φωνής της, μουσική που μαγνήτιζε. Ηταν γύρω στα σαράντα. Είχαμε δέκα χρόνια διαφορά.
Ο Μιχάλης διέκοψε, κοιτάζοντας την Αννα ίσια στα μάτια με αγωνία, ερευνώντας. Δεν είπε τίποτα.
-Δέκα χρόνια μεγαλύτερή μου, ξαναείπε, και στάθηκε περιμένοντας.
-Ελα παππού, συνέχισε την ιστορία σου.
Κρυφογέλασε ο Μιχάλης, ρούφηξε λίγο καφέ, στήριξε το τσιγάρο στα κιτρινισμένα του δάκτυλα και βυθίστηκε στο παρελθόν.
-Με τη Λιούσα συντροφέψαμε. Ζήσαμε μαζί και μέρα στη μέρα, γίναμε ένα. Αποκοπήκαμε απο τις πολύβουες συντροφιές και δημιουργήσαμε μιαν άλλη.Εκείνη, κάθε νέο πρωινό άνθιζε και μαζί της γευόμουνα την ευτυχια πως έκλεινα μέσα μου το μυστικό της ύπαρξής μου.
Θα 'χαν περάσει δυο χρόνια και αποφασίσαμε να επισημοποιήσουμε τούτη τη συμβίωση.Επιστρέψαμε στην μικρή τούτη πόλη.
>Δε μπορεις μικρή μου να φανταστείς ,τι κακότητα έχει ο κόσμος, όταν του δείξεις το ψέμμα που είναι τυλιγμένος.
>Στην αρχή δεν καταλάβαινα τι ήταν εκείνο που έκανε τη Λιούσα να στέκει σαν άδειο σκεύος , μπρος στο καβαλέτο της. Ούτε είχα δώσει σημασία, στα βλέμματα και την υποκριτική αγάπη των γνωστών μου.
Μια μέρα ,επιστρέφοντας στο σπίτι, άκουσα εδω έξω τις προσβολες που εξαπέλυαν στη Λιούσα.Πως δήθεν με τύλιξε, πως δήθεν , με έπνιγε στα χρόνια που είχαν κυλίσει από πάνω της, κλέβοντάς μου τη ζωή.
>Γεμάτος οργή, πέταξα έξω τους "αγαπητούς" μου συγγενείς και κάθησα απειλητικά, μπρος στην άφωνη Λιούσα.
>-Δεν έχεις στόμα να μιλήσεις την κατηγόρησα.Εκείνη δίχως μια λέξη κάτωχρη, γύρισε στο πλάι, και μάζεψε το κορμί της φοβισμένα.
Τα μάτια άδεια , τα μαλλιά της πιασμένα βιαστικά, έδειχναν όλα μιαν απόγνωση.
>Την πήρα στην αγκαλιά μου και την παρηγόρησα σα να ήταν μωρό.
>-Ελα Μιχάλη , ας φύγουμε από εδώ, είπε.
>-Οχι Λιούσα, αντέταξα¨θα τους αποδείξουμε πως είναι ένα ψέμμα όλοι τους.
>Δε μίλησε.
>Εγώ, Αννα μου συνέχισα σα να μην είχε συμβεί τίποτα. Στον πυρετό μιας πραγματικότητας ολόδικής μου, δεν είδα τις αλλαγές πάνω στη Λιούσα μου.Η αγάπη με είχε τυφλώσει.Η αγάπη μου και το πείσμα να φέρω με βία, τη δική μου πραγματικότητα μπρος σε όλους.Στριφογύριζα τη λατρευτή μου Λιούσα, σα μωρό στην αγκαλιά μου, και δεν έβλεπα ,ανάθεμά με τα θολά της μάτια .Ούτε διάβασα τον πόνο τον αφάνταστο, που της γεννούσαν οι ξένοι, πάνω στους πίνακές της.
>Ενα πρωι δεν τη βρήκα στο πλευρό μου. Είχε φύγει για πάντα απ τη ζωή μου.Στο γράμμα της το γεμάτο αγάπη και λαχτάρα, μου εξηγούσε , πως μ' αφήνει λεύτερο για τη ζωή, αφου οι άλλοι της απέδειξαν πως μου ανήκε.Δεν άντεχε τη χλεύη και την απομόνωση απ' τους δικούς μου να υφίσταμαι.
Μας νίκησαν τα θηρία, Αννα μου.Μας θανάτωσαν οι πονηρές και ανόητες ηθικές τους.Κίνησα γη και ουρανό για να τη βρω. Ταξίδεψα αναζητώντας την.Είχε χαθεί. Δεν τη βρήκα πουθενά.
Ας ήξερα μόνο, πως πέρασε ήρεμα κι ευτυχισμένα.
-Αχ! παππού μου! μη θλίβεσαι τόσο. Δεν αντέχω να σε βλέπω έτσι πονεμένο.
-Αννα στη ζωή σου παιδί μου, μην βάλεις κανέναν μέσα.Φύλαξε τον εαυτό σου, για την αγάπη και τίμησε την αγάπη. Ετσι θα τιμήσεις τον εαυτό σου.Οι άνθρωποι ειναι συχνά ανόητοι.Για τούτο περιφρονούν τα αισθήματα κι έτσι χλευάζουν τη μωρία τους.
-Εγώ παππού σ αγαπώ. Σαγαπώ τόσο πολύ.
-Το ξέρω καλή μου.Το ξέρω.
Σηκώθηκε αργά, και με σπασμένο βήμα, μπήκε στο σπίτι σκυφτός.Το παιδί , περίμενε στην αυλή.
Ηταν περασμένο μεσημέρι.Σηκώθηκε ανάλαφρα και φώναξε προς το σπίτι.
-Θα ξανάλθω το σούρουπο παππού!....
Δεν ειδώθηκαν όμως ποτέ πια.
 από το βιβλίο μου Γυμνές Παραστάσεις (διηγήματα)
[Πρότυπες Θεσσαλικές Εκδόσεις]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου