Σάββατο 8 Νοεμβρίου 2014

Γυμνές Παραστάσεις 1994

Το τραγούδι των παρανόμων.

Είχε σηκωθεί από τον ύπνο΄ τίναξε την αποσύνθεση, έστρωσε τα ιδιότυπα σγουρά, έβαλε τα ματογυάλια και κοίταξε πέρα το πέλαγο. Οι γλάροι χόρευαν το μυστικό σονέτο, που γεννιόταν εκείνη την ώρα.
Είχε μπει το καλοκαιράκι.Τις γλυκές ώρες του πρωινού ο κυρ-Κωνσταντίνος μεθούσε από το φως.Δεν είχε για σπίτι πια,παρά τις λαξεμένες πέτρες απ' το νερό.Ερχόταν, αραιά και που, την ίδια πάντα εποχή, με τον ίδιο τρόπο, στην ίδια παραλία. Μακριά από τα βλέμματα των βαρβάρων θυμότανε στίχους, γεννούσε καινούριους ,τους άφηνε λεύτερους στις φτερούγες των γλάρων και χανόταν ξανά.
Τον είχα συναντήσει εντελώς τυχαία , την ώρα που ο πορφυρογέννητος θανατώνεται από τον κοπετό των βαρβάρων. Τραγουδούσα σιγανά, φώλιαζα στις μνήμες,αναρριχόμουν στον ολοκαίνουριο μυστικό μου κόσμο.
- Ε! καλησπέρα Αρχάγγελε.
Ξαφνιάστηκα με κείνη τη βαθιά φωνή γεμάτη τόνους μουσικούς. Γύρισα, και είδα τον άνθρωπο να θωρεί ως πέρα μακριά ένα φως. Έκανα προς το μέρος του και είπα δειλά : -Καλησπέρα σας.
-Οι ανίδεοι Αντιοχείς διαβάζουν, Εμονίδην ".
-Δεν υπάρχουν Αντιοχείς εδώ γύρω.
Με ζύγωσε , με κάρφωσε με τα πυρωμένα κάρβουνα που φούντωναν πίσω από τα γυαλιά του, και χαμογέλασε γλυκά.
-Ελα , θα σου εξηγήσω , είπε.
Ο λόγος του γλυκός,θεϊκός ,θυμωμένος , γομάτος πόνο, χλευασμό, μα προ πάντων γιομάτος ευγένεια, με ζύμωσε, μ' έπλασε , με γέννησε.
Βλεπόμασταν τακτικά όσο υπήρχε. Όταν χανόταν, δεν τον αποζητούσα, κατοικούσε εντός μου.
Ένα χαρούμενο φως, μια βιαστική σκιά σκυφτή με προειδοποιούσε για τον ερχομό του.
Όλοι γνώριζαν τον κυρ-Κωνσταντίνο. Λίγοι τον αγαπούσαν αληθινά. Μα όλοι σέβονταν τη σοφία του κι ας την αμφισβητούσαν κρυφά. Βλέπεις , οι αμφισβητήσεις των βαρβάρων, μόνο κρυφά γίνονται - έλεγε Κείνος- και φθάνει ο απόηχος μιας προσβολής ,μιας εκτέλεσης που πεθυμούν και πράττουν΄μιαν υποψία μοναχά...
- Θα σεριανίσω στις πόλεις και θα με περιμένουν.
Δεν είναι καιρός ακόμα , μα λίγο πριν. Θα πάω όμως.
Ο φόβος με κυρίεψε .
-Μη θα σε απαγχονίσουν. Είναι πολύ άσχημα τα πράγματα, του αντέταξα.
-Δε στέκει αγχόνη στο λόγο, Αρχάγγελε!...
-Θα 'ρθω μαζί σου.
-Είσαι άπραγος ακόμα παιδί .Η παρόρμηση βλάπτει. Θα βλέπεις όμως θα ακούς. Περίμενέ με λοιπόν , θα γυρίσω.
Με πήρε το παράπονο. Η απόγνωση γιγάντωνε.
Δε θα σ' αφήσουν΄θα το δεις. Μη ξεκινάς, θα σε ξεσχίσουν και θα τραφούν απο τις σάρκες σου.
-Μη φοβάσαι σου λέω.Δεν έχω σάρκες πια,τους τις πέταξα χρόνια πριν, όταν υπήρχαν Αλεξανδρινοί.
Μες στο κοστούμι το γκρίζο το φαρδύ , με το σκυφτό το βήμα κίνησε. Η θάλασσα γίνηκε καθρέφτης.
-μήτε στιγμή μην πάρεις το βλέμμα από πάνω της΄έφθασε ο ήχος της φωνής του , γοργός, κοφτός.
Συναγμένο το πλήθος σιγούσε. Τό ' ξεραν πως θα πάει. Περίμεναν Κείνος πέρασε απ τις άδεις οδούς, τα σφαλιγμένα σπίτια, κι όδευε με σιγουριά , με πραότητα, προς αυτό που κανείς δε νοούσε.Ακούσθηκε ψίθυρος, βοή, τραγούδι άγριο σαν πολεμική ιαχή.
-Έρχεται, νάτος ! Φθάνει! Ε! μη φωνάζετε νάτος!
Εκαναν τόπο να περάσει.
Δεν είχε πρόθεση να σταθεί, ήταν ολοφάνερο. Του έκλεισαν την έξοδο. Τον οδηγούσαν, συνεχώς φωνάζοντας ρυθμικά, απαιτώντας λόγο.
-Πες ,πες ποιητή! Οδήγησε τον κόσμο σε αναζητά.
Δειλός - έτσι φαινόταν η φύση του - με σκυφτό το πρόσωπο, άνοιξε την αγκαλιά όλο απόγνωση και οι ρυθμικές φωνές έκραξαν δυνατότερα.
Το πλήθος χρησιμοποιούσε , κείνο τον τρόπο επικοινωνίας, που είχε χρόνια τώρα διδαχθεί για να απαιτεί. Ο ήχος της φωνής τους κάλυψε τη χώρα ολάκερη.
Σύγχυση επικράτησε στο άντρο των αρχηγευόντων. Ποιον επευφημούσαν , αφού εκείνοι αναπαύονταν;
- Εναν κακομοιριασμένο ανήμπορο , είπε ο γραμματέας.
-Και γιατί τον επευφημούν;
-Ζητούν ένα λόγο, λένε πως είναι σοφός.
-Και τι ξέρει τούτος ο συφοριασμένος;
Τους κάλεσε ο αρχηγός για τούτο το θέμα.Συνάχθηκαν στη μεγάλη αίθουσα, την επιτηδευμένα απλή.Στην κορυφή, με τους προβολείς στραμμένους στους άλλους, ο αρχηγός περίμενε ενημέρωση. Η αμηχανία ήταν ολοφάνερη. Ολοι δίσταζαν.Ξαφνικά, ορθώνεται ο αρχηγός, κτυπά με δύναμη το χέρι στο τραπέζι. Ολοι παγώνουν.
-Βρωμερά όντα , σκουλίκια , θα μου πείτε τι γίνεται κι ο κόσμος μας κινείται εκτός του προβλεπομένου;
Ο υπαρχηγός σηκώθηκε.
-Κύριε, ο κυρ-Κωνσταντίνος γύρισε. Το πλήθος μας, δεν ξέρω πως το πληροφορήθηκε και τον κάλεσε επιμόνως.Για να πω την αλήθεια, κείνος ούτε φαίνεται να το κατάλαβε, μα συγκεντρωμένοι όλοι τον επευφημούν. Δε πρόλαβε να ξεμυτίσει και τον τραβούν στο βήμα.
-Ειδοποιήστε τους πάντες΄θα κατεβούμε αμέσως κι εμείς , σαν ακροατές , σαν συνομιλητές. Θέλω τους πάντες.
Στις άλλες παρατάξεις , η ίδια σύγχυση , ο ίδιος αναβρασμός, η ίδια απόφαση. Οι πάντες παρόντες .Ο κίνδυνος κοινός , η γραμμή ίδια. Καμμιά  διαφωνία Επιχειρείται κλοπή του κόσμου τους ,απειλούνται στο δικό τους ταμπλώ.
Πυρετός,ζάλη,κινήσεις αυτόματες ,ενέργεια αστραπή.Στήθηκαν οι εξέδρες , στολίστηκε ο τόπος, γίνηκαν όλα επίσημα.Κανείς απ το πλήθος ,δεν κατάλαβε τίποτ' απολύτως.Η προσοχή τους ολάκερη στον κυρ-Κωνσταντίνο.
Οταν όλα ήταν έτοιμα, κάποια μυστική φωνή τον ειδοποίησε.
-Πες μας ποιητή !Ο κόσμος θέλει να σε δει.
Κείνος χαμένος στη ντροπαλότητα , πλημμυρισμένος σ' ένα φως ρίγησε.Φάνηκε μιαν ανεπαίσθητη κίνηση στους ώμους.Στράφηκε στα ορθωμένα λάβαρα που καμάρωναν δίπλα τους οι αρχηγευτές . Υστερα, γύρισε στο πλήθος .Ανέσυρε την προσευχή και ψέλλισε σιγανά.
-" Εις σε προστρέχω Τέχνη της Ποιήσεως, που κάπως ξέρεις από φάρμακα" Το πλήθος αδημονούσε. Είχε φθάσει σε σημείο παραληρήματος.
Τον πονούσε τούτη η εικόνα του πλήθους, τον μάτωνε τον αφάνιζε.Ορθωσε τους μικρούς ώμους, πήρε ανάσα και κοιτώντας κείνο το φως που ερχόταν από μέσα τουκι έφθανε ως πέρα απ τον ορίζοντα, είπε με βαθιά φωνή.
-Σιγάστε, ηρεμήστε. Δεν κατανοήθηκε ο λόγος -πάει να πει- όταν υπάρξουν χειροκροτήματα, γιατι "κάνανε νάναι η προσπάθειά μας σαν των Τρώων.Και χωρίς ν' αφήσει περιθώριο ψιθύρων,στρέφεται προς τους αρχηγευτές και λέει: -Μια επανάληψη της παρουσίας μου μόνο, μιαν υπόμνηση."Σαν έτοιμοι από καιρό, σα θαρραλέοι, αποχαιρετάτε την την Αλεξάνδρεια που φεύγει" Τίποτ' άλλο.
Το πλήθος μένει βουβό.Απογοητευμένο κάπως μοιάζει. Δεν έφθασε , ο φόβος των αρχηγευτών μπρος τους. Το θέατρο, είχε καλή παράσταση.Λίγο πριν ξεσπάσουν, σε μιας στιγμής τέτοιας την απειλή, γυρίζει στον όχλο και παρατηρεί με αυστηρότητα.
-"Κι αν δε μπορείς να κάμεις τη ζωή σου όπως την θέλεις, τούτο προσπάθησε τουλάχιστον όσο μπορείς΄μην την εξευτελίζεις".
Τα συνθήματα ήλθαν ταυτόχρονα και διαφορετικά από το ίδιο σημείο , του κέντρου της συγκέντρωσης. Οπως συνήθως ,δε φάνηκε καθαρά αν ξεπήδησαν από έναν και μεταδόθηκαν ή ταυτόχρονα από σύνολο ανθρώπων.
-Υβριστής ,υβριστής ο κίναιδος΄θάνατος.
-Εμπαιγμός ! Λόγο θέλουμε, λόγο΄και κινήθηκαν απειλητικά.
Τα γυαλιά του κυρ-Κωνσταντίνου, σπασμένα χάσκουν κοιτώντας ηλίθια την άμμο.Κείνος ,πάντα πράος προσπαθεί μα τυλίξει τα κουρελιασμένα ρούχα, κοιτάζοντας ένα ρίγος του κορμιού που τον συγκλονίζει ολάκερο.
- Κι αν σε βρουν;Κι αν σε δολοφονήσουν; Στράφηκε, χαμογέλασε καθησυχαστικά, ύστερα σοβαρός , λύγισε το κορμί και κάθησε στη νωπή αμμουδιά.
Κάτω από κείνα τα παράξενα φρύδια, για πρώτη φορά ένιωθα το πυρωμένο του βλέμμα , ν' αντλεί από το φως που το ίδιο εξέπεμπε, κάτι πρωτόγνωρο ,κάτι άπιαστο,που μου προξενούσε φόβο, μα και θάρρος την ίδια στιγμή.
- Κοίταξε το χρόνο Αρχάγγελε ....
- Μα τι λές; Ποιο χρόνο και πώς να τον δω;
-Πότε παιδί μου συνέβησαν τούτα; Άρχισα να θυμώνω.
-Με συγχωρείς δάσκαλε με εμπαίζεις;
-Ανοιξε την προσευχή μου, άγγιξέ τη και θα καταλάβεις.Το θέμα είναι πως ξεστρατήσαμε πια...Σε καλούν κι ύστερα , ξεσχίζοντάς σε, μεθυσμένοι από το αίμα και τη διδαχή, χάνονται όλο και περισσότερο. Για να γίνει ένα βήμα εμπρός , πρέπει να επιστρέψουμε πίσω.Εμάς τους άφησαν να μας αγαπούν,όσο να χρησιμοποιήσουν διαστρεβλώνοντας το λόγο μας..Υστερα είμαστε μια απλή αναφορά στο χρόνο.Και ξέρεις; Λέγοντας ο κυρ-Κωνσταντίνος ,εννοούν το τραγούδι μου.Ξεχνούν ,ή κάνουν πως ξεχνούν πως ο ίδιος εγώ είμαι το τραγούδι. Οταν έφαγαν τις σάρκες μου , και χόρτασαν πια νόμισαν πως έλειψε ο κίνδυνος, αφού δεν υπήρχα.Μα ,αλήθεια δεν έφυγα ποτέ,Μάχομαι στασιαστής αμετανόητος,κι ας νόμισαν πως αποκρυπτογράφησαν τους κωδικούς του νοός.
-Ε! δε διεκδικήσαμε ποτέ, καμμιάν αρχηγία.
-Οχι βέβαια. Ομως διεκδικούμε ανελλιπώς τη σκέψη, την αυτόνομη κίνηση, την πάταξη ενός 'κράτους' παρανοϊκών.
-Είμαστε η αλήθεια λοιπόν!
-Ναι βέβαια΄μα καμμιά αλήθεια δεν αγαπήθηκε ποτέ. Ετσι φτιάχνουν τους δικούς τους τραγουδοποιούς και τους τιμούν ως να πεθάνουν.Και πεθαίνουν, γιατί είναι θνητοί, αφού κατασκευάστηκαν για δόξες και άτιμες πορείες.Ξεριζώνουν την ψυχή,αλλάζουν θεούς,μην αποσκοπώντας στην ανάδειξη της θεϊκής καταγωγής μας.
-Κι αν γινόμασταν κραταιοί;
-Τούτος είναι ένας απ τους φόβους τους.Ο κόσμος ολάκερος, Ενα τραγούδι.Μα δε θα γίνουμε.Ας εικάζεται, το χειροκρότημα αλήθεια δεν το αγαπάμε,γιατί ο θόρυβος δεν αφήνει δυνατότητα στη Σκέψη.
Είχε νυκτώσει, το κρύο μας έκανε να ριγήσουμε, Το νερό μαύρο,αδιαπέραστο ωσάν πλήθος βουβό παραπονεμένο.Ξύπνησα με μια αίσθηση μοναξιάς μα και πληρότητας. Κοίταξα γύρω μου ΄ψυχή πουθενά. Τα γλαροπούλια σεριάνι κάνανε σε μυστικούς δρόμους.Εψαχνα απεγνωσμένα τριγύρω,μια γλυκιά σκιά, δυό τρυφερές γραμμές στην άμμο. Ισως της φαντασίας μου ,ίσως η αλήθεια , ανέδυε μια θαλπωρή ,μια ζεστασιά. Απλωσα το χέρι ν' αγγίξω . Μετάνιωσα. Σηκώθηκα και γύρισα αργά πίσω. Η πόλη ζούσε στους ρυθμούς της.Τα πρόσωπα άδεια, μάσκες φρικτές αποκριάς, βιάζονταν, καθημερινά από τα ίδια τα προσωπεία.
Εξω απ το σχολείο ακούστηκε καθαρά η απαγγελία του παιδιού.
'κ' οι Αλεξανδρινοί έτρεχαν πια στην εορτή
κι ενθουσιάζονταν κι επευφημούσαν
ελληνικά , κι αιγυπτιακά και ποιοί εβραίοι
γοητευμένοι με τ΄ωραίο θέαμα
μ' όλο που βέβαια ήξευραν τι άξιζαν αυτά,
τι κούφια λόγια ήσανε αυτές οι βασιλείες"
Χαμογέλασα ευτυχισμένος και σφυρίζοντας έστριψα στη γωνιά του δρόμου με την προσμονή της ελπίδας που γεννιέται στα χείλη των παιδιών.
[ από το βιβλίο μου  Γυμνές Παραστάσεις  1994 ]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου