Κυριακή 30 Νοεμβρίου 2014

Σε Ώρα Άπειρη κι ο Μήνας Μετατοπισμένος

με θολό το νου στη διχάλα της μέρας
με μόχθο σιωπών κλειδωμένων
σημαδεύει όσα δεν αποτόλμησε
φιλιά πικρά και λόγια διάτρητα
διπλωμένα σε ρούχο κουρέλι νύκτας
βουτηγμένη σε αμαρτία μικρή ΄
κι όπως σκάλιζε ακήρυχτες αγάπες
απιστούσε σε ακίνητες στιγμές
γυμνώθηκε αφηνιάζοντας μπρος σε πέτρα
χαράζοντας μικρά φωνήεντα με θυμό
εμμονικοί ψίθυροι γιγαντώνουν τις νύκτες
ερείπιο μοναξιάς ασυμβίβαστης  σε κινδύνους
οι ενοχές στροβιλίζονται σε ομίχλη
τρελή κραυγή σε ανύπαρκτη αγκαλιά
ένα συντρίμμι υπόλοιπο μουσικής που ράγισε
πού πηγαίνεις ; ρώτησα
στο χρόνο μπρος πίσω να βρω την εικόνα μου, είπε.
και στάθηκε μισόν αιώνα μονάχα να ξεντύνεται εικόνα
που δεν αγάπησε, που δεν κατάλαβε ,δεν αποδέχθηκε
κι όλο προσέκρουε σε παλαίστρα να μένει νερό αδιάβατο
δεν έμαθε να αχρηστεύει το θάνατο
δεν συλλάβισε ποτέ την αθωότητα
μοιρασμένη ψυχή σε ψέμα που το έντυνε αλήθεια
χαμένη ανάμνηση σε πάθη που δυνάστευαν
πάθη που μοίραζαν χαλασμένους έρωτες
με χαμηλωμένες αισθήσεις κι αφανέρωτα χρώματα
με την πρώτη αχτίδα μιας γιορτής που θανατώνει σιωπές
υιοθετήθηκε θεληματικά από παράνομους μικρούς ανέμους
θέλοντας να συναντήσει παράφορες ερωτικές θύελλες
σε ώρα άπειρη κι ο μήνας μετατοπισμένος από άγρια πουλιά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου