Σάββατο 11 Οκτωβρίου 2014

Ω! Φευ ! Ταϋγετος

Της Πέτρας και του Ερωτα
[κεφ3]

Πτήσεις χωρίς όρια

Ω! ΦΕΥ ! ΤΑΫΓΕΤΟΣ

Ώριμη καταιγίδα μαστίγωσε του κορμιού την απαίτηση.
Όλα τόσο απελπιστικά γήινα ....
Επέστρεψα στο χωρόχρονο , αναζητώντας μια μνήμη ζώσα , εκει που το δάκρυ αυλακώνει καιώμενη σάρκα και τα πάντα θανατώνουν το δόλιο λόγο.
Αποσύνθεση. Χαμόγελα νεκρά.
Ταξίδι επίπονο στο άχρονο του χώρου, που βίωνα την απόλυτη μοναξιά του πρώτου ερχομού.
Ήταν πάλι λαύρος ο Άύγουστος, που από τότε με ακολουθεί ακατάπαυστα, ως το χειμώνα που με μίσησε πολύ.
Στη φωτιά του ωρίμσα και σ αυτήν ξαποστάινω.
Ο πόνος έρχεται ξανά και ξανά ασίγαστος.
Σκαλίζω βαθιά, αναζητώνταςμιάν αλήθεια που απώθησα.
Βυθίζω το πρόσωπο σε φύλλα πορτοκαλιάς.Τα άνθη με μάτωσαν.Οι μνήμες ξεσχίζουν τις σάρκες.
Α ν α π ν έ ω !!....Δεν ζω.
Αισθάνομαι την απώλεια και σφαλίζω τα χείλη.
Η ώρα ανοίγει. Ο χρόνος σμικρύνεται.
Ο περήφανος Αύσων* έγειρε και... με φίλησε ! ;...
Ανθισα όπως παλιά, όταν στην αγκαλιά του ανακάλυπτα τα μονοπάτια του ονείρου.
Πόσα χρόνια !....
Μένω ασάλευτη, μην τρομάξει απο τη θύελλα που ξεσηκώθηκε στης καρδιάς την μυστική προσμονή.
Νοιώθω τρωτή
Χριστέ μου ! πόσο πονώ !! ...
Προσμένω το νεύμα της λύτρωσης .
Στρέφω αργά το βλέμμα πάνω του .Εκείνος , ανοίγει την τεράστια αγκάλη με μια τρυφεράδα ανείπωτη.
Σφαλίζω τα μάτια, ν' ακούσω τη λαχτάρα , του άχρονου αμαρτήματος.
Τίποτα επάνω στην πόλη .
Η Σπάρτη των μεγάλων αντιθέσεων, νοιώθω πως με αναγνωρίζει.Το παλιό μίσος μας , σαν μανιασμένος βοριάς με ραπίζει, δίχως έλεος.
Αγγίζω στο στέρνο τον Αύσωνα .
Εκείνος με σφίγγει δυνατά, γλυκά, ακέραια και με παίρνει μαζί του , ταξίδι μυστικό στ' ουρανού τα μονοπάτια.
Ο λόγος του γλυκός , απαλός , επίμονος , γεμάτος απάίτηση, μ' αφήνει ξέπνοη.
Η λαχτάρα στην κίνησή του με ζωντανεύει...
Με... εξουσιάζει ! ;; ! ...
 Είναι παράξενο. Νοιώθω... ικανοποιημένη. Εγώ, που ποτέ δε μ άρεσε ο εξουσιασμός και η χειραγώγηση .
Υποτάσσομαι στην επιβλητική του θωριά.
Δεσπόζει σ' ολόκληρο το είναι μου . Με συναπαίρνει η λάμψη της αστραπής.
Παραδίδομαι ανευ όρων.
Με αδράχνουν οι φλόγες της ιεράς κολάσεως.
Κατέφαγαν και το τελευταίο μόριο της ύπαρξης.
Πάλι και πάλι τούτος ο θάνατος.Είναι μια λύτρωση που με γεννά πλαίρια μα, με ανάσα σπασμένη.
Νοιώθω την κόπωση βαθια στο νου και την ψυχή . Τα μέλη μου πονούν, το δάκρυ δεν ξεπλαίνει , παρά τη μνήμη .
Σελίγο ο αγέρας θ' αφήσει ξέπνοη και στεγνη, τούτη την ψυχή που τα κομμάτια της δε βρίσκω ποτέ. Τόση σπατάλη !...
Συνέρχομαι δίχως μνήμες , στην αγκαλιά του εραστή μου που τη νοιώθω χαλαρή , δείγμα πως απουσιάζει.
Τον καλώ από τα βάθη των ιστορικών αναδρομών. Επιστρέφει με παράπονο για τη δική μου εγκατάλειψη.
Πώς να του εξηγήσω, πως έζησα τόση ομορφιά , που μόνο εκείνος ξέρει να γεννά;
Ραίνω του κορμιού του τις πληγές , με άπειρα καυτά φιλιά , φορώντας γιορτινό χαμόγελο.Ω! Αύσωνα , σ' α γ α π ά ω, ψιθυρίζω απαλά .Έτσι αναίτια, δίχως συναίρεση τούτη η λέξη είναι το άπαν και το μηδέν.
Ε σ ύ κι Ε γ ώ.
Εκείνος γίνεται ένα παιδί κι εγώ σαστίζω.
Ύστερα τον αγαπάω πιότερο νοιώθοντας την υπεροχή του.
Ακριβώς γιατί έχει τη μεγαλοπρέπεια , να ανασύρει τούτη την καταλυτική αλήθεια και να μου την προσφέρει...
Στου κορμιού μου τις υγρές διαδρομές ο εραστής μου αίρει την αμαρτία.
Παραδίδεται στο ασίγαστο πάθος που μας τυραννά και με κομμένη την ανάσα, στου Ευρώτα τα ήρεμα νερα με λούζει. σαν ξαποσταίνει το πάθος.
Απο το πάθος της ψυχής όμως , που το ξέρει τόσο καλά απο το μακρινό παρελθόν, και πάλι δε γνωρίζει πως να με λυτρώσει.
Δε μπόρεσε ποτέ να κατανοήσει τι σημαίνει "ποιώ" με της ψυχής και του νου τους πόνους .
Την ώρα που η Σπάρτη βυθίζεταισε τόνους φωτός απαλούς , που δίνουν μιαν ονειρική του Νότου παράσταση, αντιλαμβάνομαικαι πάλι το πλησίασμα της ώρας του θανάτου.
Εκείνος,απαιτεί να κάνουμε μαζί τούτο το καινούριο όσο και προαιώνιο ταξίδι. Αυτή την οδυνηρή μετάβαση από την κόλαση στον παράδεισο, καθώς είπε κι ο Οδυσσέας.
Και ναι! δε μπορει αλλιώς , παρά νάναι ολότελα μοναχικό τούτο το πέρασμα από το Τ ί π ο τ α στο Α π α ν.
Γιατί τούτη την ώρα , η ψυχή Μόνη ,Γυμνή και Ανοχύρωτη, βασανίζεται αναζητώντας την έκφραση του εαυτού της , στα μεγάλα μυστήρια.
Αναζητά , το στίγμα της ταυτότητάς της και το στίγμα ενός κόσμου που την πονά και την θανατώνει....
 Εκει , έχει την αίσθηση της πορείας προς την αυτογνωσία κι όμως . το "σημείο" είναι διάφορο κάθε φορά.
Στο ταξίδι τούτο, η ψυχή κλαδεύει χωρίς να κόβει, διαλύει την ώρα που ανασυγκροτεί, ξεσχίζει και δεν πονά, νεκρώνει και εμφυσά Ζωή ζώσα , θανατώνεται και δεν πεθαίνει. χειρουργεί δίχως να ματώνει, μα κύρια
α γ α π ά . Πόσος αχ! ναι! πόσος πόνος ....
Τέλος ανασύρει την πεμπτουσία της αλήθειας της και υφαίνει το χειτώνα του λόγου της , για να μη φαίνεται μόνη, να ενδυθει και οχυρωμένη να τραγουδήσει.
Στρυφογυρίζω στην γλυκόχυμη αγκάλη του Αύσωνα . Θωπεύω τη γρανιτένια του όψη. Ανασαίνω βαθιά το μύρο των χρόνων του .
Του ζητώ ν' απαλύνει τους πόνους μου, που γεννούν τον προαιώνιο φόβο της απώλειας , στις ώρες της ανασφάλειας . Αγγιζει το πρόσωπό μου απαλά και το στρέφει στο δικό του βλέμμα .
Βυθίζομαι σ' αυτά τα μάτια που τα κατοικούν επτά ολοφώτεινοι Ήλιοι.
Ω! Απόλλωνα, πώς λάμπει τούτη η ομορφιά μιας ψυχής που ξεχείλησε από τα βλέφαρά του !...
Ε! εσύ Πρωτέα , μάγεψε τους ασφόδελους για να ράνω του κορμιου του τους πόνους. Έλα ω! ωραία Ερατώ , να υφάνεις με γιασεμί το λίκνο μας .
Αιθέρα υιέ του Ερέβους και της Νύκτας , θα σε ανταμώσω ξανά.
Ο Νηρέας , θα προστατεύει τον εραστή μου,Μην τον αγγιξεις, παρακαλώ σε.
Ρέα μητέρα των θεών , ικετεύω σε...προστάτεψε τούτη την μοναδική συντροφευμένη πορεία από το Τ ί π ο τ α στο Α π α ν.
Μήνυσε στο Δία ,το δρολάπι του να μην τον μαστιγώσει... Οι Ερυνίες , να μη στρέψουν το βλέμμα τους πάνω του. Η Ίρις που με ακολουθεί, να διώχνει μακριά του την Αελλώ με το φύσημα της λαίλαπας , την Ωκυπέτη με την ορμητικότητά της και την Κελαινώ με τα μαύρα σύννεφα.
Ακόμη βυθισμένη σ' αυτο το φως ,γεύομαι τα χάδια του .
Στροβιλίζομαι στην ευτυχία.
Μεθώ.
Απλώνω τα χέρια και αφαιρώ το Ταλαιτόν*εκ της κεφαλής του εραστού μου. Το φορώ στα μαλλιά ,διότι ο δικός μου ήλιος βασιλεύει.
Αγάπησέ με, του φωνάζω. γιατί μονάχα αυτό με ζωντανεύει .
Με αδράχνει κτητικά και το φιλί συντρίβει την ανάσα . Ύστερα , με χαϊδεύει άγρια και τρυφερά μα... με έναν πόνο ανείπωτο.
Νοιώθω το θυμό του και τον κοιτάζω ερωτηματικά .Την αγάπη σου ζήτησα, γιατί με μαλώνεις; του ψιθυρίζω.Μου απαντά ,πως με τις επικλήσεις μου αισθάνθηκε πως του αφαιρώ την ισχύ.
Δεν είναι καθόλου αλήθεια ,αποκρίνομαι. Αυτή την ώρα ,κανείς δεν έχει καμμιά ισχύ. Ησύχασε δεν θα αποκοπούμε. Το υπόσχομαι.
Ηρεμος πιά,γλυκά,όλος απαίτηση με οδηγει στου Ταινάρου την πορφύρα.
Γίγνεσθαι εκ του μηδενός η ανάσα .Άλλως γενέσθαι η ζωή.
Είναι μήνας Εκατομβέας και τα χρυσά φτερά του έρωτα λάμπουν.
Τυλιγμένοι σε φως και γλαυκό,ρέουμε στο στήθος τ' ουρανού. Ο Ερωτας αόρατος , στεφανώνει με υακίνθους το ακύμαντο στίγμα του νόστου .
Πυρακτωμένοι,λογχεύουμε το όνειρο ,λάφυρο χαμόγελο στο στέρνο της γης . Ω! φευ! Ο θάνατος δε λογχεύει ,ουδέ στέκει κοντά. Γεννιέται στη ράχη του ονείρου ,θεριεύει την αυγή και μετουσιώνεται σε ζώσα παράσταση στο κύλωμα της ανοικτής μου παλάμης .
Δρολάπι με μαστίγωσε και ω! η φλόγα με αφανίζει. Τούτη η φλόγα που απάτριδη περιφέρω και μου κατατρώγει τα σπλάχνα .
Ο θάνατος έκφυλος πιά ,περιφέρεται εντός μου. Αναζητώ τα μυστικά των παιχγνίων .Δεν κατέχω τον κώδικα. Οι ασπάλαθοι κεντούν το κορμί μου..
Οπόνος εξαντλητικός . Το αίμα μου ρέει άφθονο.Νοιώθω έναν άγνωστο φόβο να με πνίγει. Η ζωή χύνεται αργά -αργά μέσα απ τις διάτρητες παλάμες μου και χάνεται σ ένα τίποτα . Η ανάσα σβήνει, τα μέλη δίχως ζωή. Δεν ορίζω παρά ελάχιστη σκέψη.
Δυό χέρια μ' αγγιζουν, ένα καυτο φιλί, με μάτια κλειστά με παίρνει απο του πόνου τη δίνη, δυό δάκρυα με σπρώχνουν στου θανάτου τη ράχη.
Να μ' αγαπήσεις σουζήτησα , μ' ένα χαμόγελο να υφάνεις τη λήθη.
Ψίθυρος η φωνή μου, σε μιά βουή εκκωφαντική. και σβήνω πάνω στα φτερά του Έρωτα. Ο Αύσωνας , μ' ένα λυγμό αφανίζει τους ήχους και, στην πλατειά του αγκάλη, ανασαίνω το μύρο μιάς ζωής άγνωστης μυστικής .
Το φώς των ματιών του διαλύει το σκότος , η μουσική των λέξεων ανοίγει μια νέα πορεία. Ανθίζει η ελπίδα την ώρα του θανάτου της μνήμης .Θαρρώ πως της Σελλήνης το τραγούδι με τύλιξε και φέρνω τα χείλη στο αγαπημένο κορμί του εραστή μου .
Γεννηθείναι η ζωή στη λάμψη του απειροελαχίστου φωτός .Είναι αργά να νοιώθω της θυσίας το γλυκόχυμο χάδι.Σέπεται του Πρωτέα το ροδαλό μειδίαμα.Δεν θά 'χει όρια τούτη η πρώτη μυστική ένωση.
Των ασπαλάθων το πρόσωπο σβήνει ... Τα μυστικά των παιγχνίων άγνωστα πάντα . Τα σημάδια βαθιά και οι πόνοι ώριμοι.
Σταυρώνομαι στο αστέρι του Νότου. Απλώνω τα χέρια και αφαιρώ το Ταλετόν απο του κορμιού τις ανάγκες. Ένας ολοκαίνουριος ήλιος έχει ανατήλει ολόδικός μου και τον αποθέτω στα λόγια σου .
Ω! ύμνε της Μέμφιδας! Στην Ερατώ σαν θα φθάσεις δεν θά 'χω να ζήσω και να θυμηθώ.
Ασύλληπτα πανώρια ένωση. Ψυχή με ψυχή ,σάρκα με σάρκα , ανάσα με πόθους .
Ω! εσύ που με γέννησες στο απερωστό του φωτός .
Ω! εσύ που με τους ήλιους με μάγεψες στου κύματος τον λαμπερό σπασμό.
Ω! εσύ που με πόνεσες γιατρεύοντας του Θανάτου τα ίχνη.
Ω! εσύ που η ζωή μου στα χέρια σου πάνω ανθίζει.
Ω! εσύ που κάνεις του κορμιού τους ήχους να καρπίζουν στο΄Απαν που μας κατοικει.
Σβήνει η ώριμη ώρα Σε γοργή της Ιριδας παράστασηζωγραφίζει η Ρέα το θυμό του Δία. Η Άρτεμις φθάνει πάνω στου τόξου τον ήχο.Ρένει του Απόλλωνα το πρόσωπο με των φιλιών μας το τραγούδι.Βυθίζομαι... Ω! ναι! βυθίζομαι και σε παίρνω μαζί μου.
 Δεν έχει δρόμους επιστροφής .Δεν αποκοπήκαμε ,το είχα υποσχεθεί.
Το "σημείο" ανοίγει μιας θύελλας το μανιασμένο θυμό. Περνούσαμε δίπλα κι η χαρά έχει χρώματα. Ο Νηρέας ,μας άφησε μόνους να μην ταράξει του βυθίσματος την μοναδική πορεία . Η Νύκτα ανοίγειέναν ήχο στου αγνώστου Δία τη λαξεμένη φοβία.Η όραση δρέπει του μυστικού ταξιδιού τις ιερές τελετές .
Η πολυγευστικότητα ανοίγει διαύλους . Με το ένα κορμί μέσα στ' άλλο μιαν ανάσα ολόζεστη, σπασμένηκι απροσπέλαστη και τα χέρια σου .Ω! τα χέρια σου που μου αλλάζουν το σχήμα ,αχρηστεύουν το μύθο και γεννούν το ολάνοικτο όνειρο. Σε κρατώ σφιχτά και σε γεύομαι,δίχως ανάσα , δίχως όρια, δίχως ανάπαυλα .Μεκρατάς και ρουφάς της ζωής μου τους χυμούς που ξεχείλησαν. Γεννιέμαι ξανά και ξανά, σε κάθε σου γουλιά που προσπαθεί να πνίξει των χειμάρων την ορμή που μου γέννησες.
Κι ύστερα! Ω! ύστερα η ξαφνική κραυγή της άνοιξης που διαλύει του σύμπαντος την αταραξία.
Τελική και ολοκληρωτική μου παράδοση. Με πήρες μαζί σου στην εκτίναξη του πανώριου φωτός ,πάνω σε υδάτινους αναστεναγμούς ,που πασχιζουν για γαλήνη.
Μένω! Σιμά σου. Ανιχνεύω το πρόσωπο του δικού μου θεού.
Το όνομάσου στα χείλη μου τραγούδι και φως ,παράπονο και χάδι,χαρά κι ανθισμένα χαμόγελα,μιαν αγκαλιά ευτυχία.
Και ,,,σ αγαπώ.Έτσι ξαφνικά και αναίτια . Μα όχι υπάρχει αιτία . Ναι! υπάρχεις Εσύ!...
Στου θεου το πρόσωπο αχνίζει του πόνου το δάκρυ.Στα χέρια σου μ' αποθέτει και δε νοιωθω εντροπή. ο Πλάστης μου, ξέρει πόσο σ αγαπώ και τι σου χαρίζω, Ετσι αφήνομαι μ' εμπιστοαύνη στου χαμογέλιου σου το φως .
Με αιχμαλώτισες .
Χαράξαμε χθες το παραμύθι, στου Κάστρου τη λαβωμένη παρειά.
Από των γλάρων το πέταγμα σταθήκαμε πιο δυνατοί.
Το ταξίδι ξεκίνησε κάτω απο την προστασία όλων των θεών. Ισως δεν επιστρέψουμε στον κόσμο των πόνων και των ανίερων προσδοκιών.
Ίσως......
============================================
*1 Αύσων γυιός του Οδυσσέα και της Κίρκης ή της Καλυψούς ,γενάρχης των Αυσόνων
*2 Ταλετόν =υψηλοτερη κορυφη του Ταϋγέτου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου