ξέρεις πώς εγεννήθηκα;
δεν στο 'πα μην τρομάξεις
με σμίλεψε μια Νύκτα ο Άνεμος
σε κείνη την αρμυρή πέτρα
την βαπτισμένη σε κινδύνους φωτιάς
κι όπως είχε τελειώσει
αδιανόητος πόλεμος με θάνατο αστεφάνωτο
βούλιαζαν ανθρώπων όνειρα
αντάριαζε στήθος άλικο κι ανυπεράσπιστο
απ το πικρό μου δάκρυ
στο πρώτο κιόλας κτύπημα
χαρά που πήρε ο Άνεμος
κλέβοντας το μέγα μυστικό
Νύκτας ανυποψίαστης ...
δε γνώρισα μήτρας θαλπωρή
κι ουδέ ανθρώπου αγκάλη
και όταν μου έδωσε πνοή
μου φύτεψε τη φλέβα μου
την γεμάτη αιμάτινη σκουριά
και με άφησε στην άκρια ενός πελάγου
αερικό γεννήθηκα κι ας μοιάζω των ανθρώπων
όπου κι αν επιλέξω θα φανώ συχνά το αποφεύγω
κλώθω να ντύσω με ομορφιά το βάθος ενός θανάτου
δεν στο 'πα μην τρομάξεις
με σμίλεψε μια Νύκτα ο Άνεμος
σε κείνη την αρμυρή πέτρα
την βαπτισμένη σε κινδύνους φωτιάς
κι όπως είχε τελειώσει
αδιανόητος πόλεμος με θάνατο αστεφάνωτο
βούλιαζαν ανθρώπων όνειρα
αντάριαζε στήθος άλικο κι ανυπεράσπιστο
απ το πικρό μου δάκρυ
στο πρώτο κιόλας κτύπημα
χαρά που πήρε ο Άνεμος
κλέβοντας το μέγα μυστικό
Νύκτας ανυποψίαστης ...
δε γνώρισα μήτρας θαλπωρή
κι ουδέ ανθρώπου αγκάλη
και όταν μου έδωσε πνοή
μου φύτεψε τη φλέβα μου
την γεμάτη αιμάτινη σκουριά
και με άφησε στην άκρια ενός πελάγου
αερικό γεννήθηκα κι ας μοιάζω των ανθρώπων
όπου κι αν επιλέξω θα φανώ συχνά το αποφεύγω
κλώθω να ντύσω με ομορφιά το βάθος ενός θανάτου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου