ανομβρία μηνών κι είχαν στεγνώσει τα πάντα
παντού μιαν αγριάδα άχρωμη
ανασεμιά θανάτου από αναίτιες ώρες
φάνηκαν να καταφθάνουν απ το πουθενά
είχα μόλις φθάσει κοιτούσα και το τελευταίο πετούμενο
με μαδημένα φτερά να αγωνιά να δραπετεύσει στη ζωή
μεθυσμένη φιγούρα μοχθούσε να κρυφτεί στη νύκτα
να σβήσει στο φως του σκότους
λέξεις άπληστες από εικόνα μες σε εικόνα
και τότε την είδα ξαφνικά μες σε σιωπή
είχε αφανίσει τη σκιά της δίχως συνείδηση
λυμένα μαλλιά και στο γυμνό κορμί τα σημάδια των ληστών
ξεσχισμένη λαχτάρα έφευγε απ τα χέρια της
και δαγκωμένο σφιχτά ένα μικρό σύννεφο
άχνιζε μέσα απ τα χείλη της πανικό
έσταζαν λάβα τα μάτια της κι έβαφε την άκρια των οριζόντων
άρχισε να τραγουδά φορώντας παρελθόν στους ήχους της
σιγά,αργά ξεδίπλωσε τα πονεμένα πόδια της
τα πνιγμένα σε αίμα καθώς ζωγράφισε ηδονικά
μια ψυχή που μόλις άνθιζε δειλά κι ύστερα με απαίτηση
έσβηναν τα μάτια της και στο απόλυτο σκότος πια
εμφανίστηκαν αέρινες σπασμένες σκιές
μυρωμένες βροχής παράπονα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου