Έφθασαν γιορτές απρόσμενες με θορύβους σπαθιά να κατακερματίζουν το γέλιο των ανθρώπων.
Τραγικές θάλασσες βουτηγμένες σε πυρκαγιά σβήνουν του σύμπαντος ένα ένα τα περάσματα.
Μεθυσμένα μεσάνυκτα κυοφορούν αιώνες αιχμάλωτους και στάθηκαν σε δάσος πυκνό και άφεγγο.
Πρόβαλα με το σύθαμπο στους ώμους ψηλαφιστά βαδίζοντας ανάμεσα από παύσεις οδυνηρές.
Του σταυρού μου τα σημάδια αθέατα, αναζητώ του ίσκιου μου τα μυστικά πραγματώνοντας
μια - μια τις καταχρήσεις της ανάπαυλας μιας και δεν έζησα ποτέ σε πορεία κοινή.
Μόνος έμαθα να καρφώνω τις ανάσες μου αναπολώντας αναζητήσεις που χάθηκαν πίσω από ήχο
στο βαθύ μονοπάτι ψυχής που ανέτειλε σε κάθε νύκτα γυμνή και απρόσεκτη.
Μάτωσε το γέλιο των ανθρώπων κάηκε κι έμεινε η στάχτη του να λεκιάζει τον ερχομό των μοιραίων αιώνων των αβασάνιστων.
Ψηλαφιστά σέρνω τα ίχνη του σταυρού μου κι ολοένα βαραίνει κι αγκομαχώ σα νά 'χα κορμί ανθρώπου στίγμα ανίερο. Ξέρω να μπαίνω στο αδύνατον πια, να λικνίζομαι διαπερνώντας τις ζωές μου. Πόσες χίμαιρες ξόδεψα δεν θυμάμαι ...
Κείνο που δεν ξέχασα είναι σαν σταυρώνομαι ξανά και ξανά, την ώρα της πιο ανείπωτης οδύνης
με το δάκρυ μου να δένω της συνείδησης τις μνήμες με τον ολόδικό μου ουρανό για να βρει μονοπάτι να γλιστρήσει μια λύτρωση, μια μονάχα την κάθε φορά.
Τραγικές θάλασσες βουτηγμένες σε πυρκαγιά σβήνουν του σύμπαντος ένα ένα τα περάσματα.
Μεθυσμένα μεσάνυκτα κυοφορούν αιώνες αιχμάλωτους και στάθηκαν σε δάσος πυκνό και άφεγγο.
Πρόβαλα με το σύθαμπο στους ώμους ψηλαφιστά βαδίζοντας ανάμεσα από παύσεις οδυνηρές.
Του σταυρού μου τα σημάδια αθέατα, αναζητώ του ίσκιου μου τα μυστικά πραγματώνοντας
μια - μια τις καταχρήσεις της ανάπαυλας μιας και δεν έζησα ποτέ σε πορεία κοινή.
Μόνος έμαθα να καρφώνω τις ανάσες μου αναπολώντας αναζητήσεις που χάθηκαν πίσω από ήχο
στο βαθύ μονοπάτι ψυχής που ανέτειλε σε κάθε νύκτα γυμνή και απρόσεκτη.
Μάτωσε το γέλιο των ανθρώπων κάηκε κι έμεινε η στάχτη του να λεκιάζει τον ερχομό των μοιραίων αιώνων των αβασάνιστων.
Ψηλαφιστά σέρνω τα ίχνη του σταυρού μου κι ολοένα βαραίνει κι αγκομαχώ σα νά 'χα κορμί ανθρώπου στίγμα ανίερο. Ξέρω να μπαίνω στο αδύνατον πια, να λικνίζομαι διαπερνώντας τις ζωές μου. Πόσες χίμαιρες ξόδεψα δεν θυμάμαι ...
Κείνο που δεν ξέχασα είναι σαν σταυρώνομαι ξανά και ξανά, την ώρα της πιο ανείπωτης οδύνης
με το δάκρυ μου να δένω της συνείδησης τις μνήμες με τον ολόδικό μου ουρανό για να βρει μονοπάτι να γλιστρήσει μια λύτρωση, μια μονάχα την κάθε φορά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου