ανθρώπων κορμιά τόξα
σχίζουν της βροχής το πρόσωπο
δεν έχω αφή,δεν έχω όραση
ρημαγμένες φωνές με ακολουθούν
σε παλιούς σταθμούς,σε βρωμερά καφενεία
λογαριάζω να ξεφύγω από ύπνο πέλαγο
σκοντάφτω αδιάκοπα ανάμεσα σε διαστήματα
καρφώνονται τα πόδια μου σε μνήμες γκρεμισμένες
στα χέρια μου κεντούν μικρά πουλιά
δυο μοναξιές σε ατέλειωτη υπεκφυγή
ντύνω σφιχτά τον ήχο μου που παγώνει
στη ρωγμή των χειλιών
πόσο πλαταίνει ο ουρανός ποτέ δεν έμαθα
μονάχα το χνώτο της γης με ταλανίζει
εκεί στις στάχτες που αγωνιώ να χαράξω
ένα όνομα που να με χωρά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου