Βάδιζε σκυφτός και μονολογούσε : κοίτα τους, βαδίζουν και κοιτάζουν κάτω ,μοιάζουν παραδομένοι σε μυστικές νότες, εκτελώντας χορευτικές φιγούρες , κυνηγοί της σκιάς τους, αναζητούν τα όρια, κάποτε την αντανάκλαση μιας λέξης που δραπέτευσε, μοιάζουν απελπισμένοι να πιουν φως , αγκομαχώντας αναζητούν λύτρωση ανασεμιάς απ΄ο,τι τους περιέχει... Έλεγε. έλεγε...
Αφουγκραζόμουν την αγωνία του, ρίγησα από χαρά, τον ζύγωσα θαρρετά και του είπα: Λοιπόν, να τους νοιάζεστε πρέπει,γιατί βασανίζονται όταν κοιτάζουν μέσα τους τόσο βαθιά, σαν μεθούν απ τις λέξεις που τρύπωσαν κάτω απ το δέρμα τους.Και ξέρετε;- συνέχισα- ανασαίνουν μόνο την μυρωδιά του αίματός τους και παράφορα αγαπούν, παράφορα ξαναγεννήθηκαν κάθε φορά που τους αγάπησες, γιατί με τόλμη και αλήθεια ξεθάβουν τις περίεργες εκείνες λέξεις, που κατοικούν στις σάρκες τους .
Χωρίσαμε σε απόλυτη σιωπή,με άλλες κατευθύνσεις .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου