Μεθαύριο θα είναι πολύ αργά να μπεις
στης κολάσεως τα βάθη να βαπτιστείς άνθρωπος
σε τριγυρνούν φαντάσματα ψεύτικων αναμνήσεων
πώς έγινες ίδιος μ εκείνα τα καράβια
που σαπίζουν έκπληκτα μπρος στο αδύνατο
ριζώνεις σε γη απελπισμένη υποταγμένος σε καταδίκες
λικνίζεσαι σε παραισθήσεις πίσω από αόριστη συνείδηση
γεννάς εξουθενωμένες ελπίδες υφαίνοντας χίμαιρες
εμπιστεύτηκες τη ζωή κι αγνόησες του θανάτου το χνώτο
δεν αναγνώρισες τη μοναξιά της φυλακής σου
τι να προσμένεις άρα γε στην άκτιστη ζήση σου
αχάρακτος άνθρωπος τυφλός και άλαλος στα γεναιόδωρα
είναι συνήθεια το αβέβαιο αφού κινδυνεύεις στο βέβαιο
δηλητηριασμένα όνειρα που βρυχώνται σε νύκτα ατέλειωτη
έχω τσακίσει τα μέλη μου
έχω καρφώσει τη ματιά μου στα μάτια σου
στέλνω την αρμονία του σύμπαντος να σπάσει τη σάρκα σου
μα δεν ξυπνάς αρνείσαι να ανέβεις την κλίμακα σωτήριας καθόδου
έχει εξουσία ο θάνατος , επέλεξες και χαμηλώνει το φως
ανοίγεις τα κάτοπτρα μα είναι ανέφικτο να φθάσει ως εσένα η λάβα μου
δεν ήξερες από μέρες θεού άπιστου, ουδέ
από εκτελεσμένες ταπεινώσεις αγιοσύνης
μέσα σε έκρηξη πτώσεων θριαμβικών
με τα τσακισμένα μέλη μου σε έσφιξα να σε λικνίσω
πάνω στον αχνό απ το δάκρυ μου αλλά
τυφλό ον σε παραλήρημα και γλίστρησες
δίχως τη μνήμη της γεύσης αναστεναγμού λύτρωσης
ξέχασες και βιώνεις την παρουσία γιατί σε απειλεί η απουσία
πέθανες ήδη μέσα στην αβεβαιότητα μην αντέχοντας την αμηχανία
μπρος στου αγνώστου τον σεισμό και βεβήλωσες την αγιοσύνη
ενός Ιούδα που έχει ακόμη αποθέματα σιωπής
ηχεί το τραγούδι της Νύκτας κι ο Ιούδας που δεν καταριέται ποτέ
στέκει λεύτερος γιατί καμιά εξουσία δεν τον βαραίνει
εγώ έχω στοιχειώσει πάνω στης ανταρσίας την επιλογή.
στης κολάσεως τα βάθη να βαπτιστείς άνθρωπος
σε τριγυρνούν φαντάσματα ψεύτικων αναμνήσεων
πώς έγινες ίδιος μ εκείνα τα καράβια
που σαπίζουν έκπληκτα μπρος στο αδύνατο
ριζώνεις σε γη απελπισμένη υποταγμένος σε καταδίκες
λικνίζεσαι σε παραισθήσεις πίσω από αόριστη συνείδηση
γεννάς εξουθενωμένες ελπίδες υφαίνοντας χίμαιρες
εμπιστεύτηκες τη ζωή κι αγνόησες του θανάτου το χνώτο
δεν αναγνώρισες τη μοναξιά της φυλακής σου
τι να προσμένεις άρα γε στην άκτιστη ζήση σου
αχάρακτος άνθρωπος τυφλός και άλαλος στα γεναιόδωρα
είναι συνήθεια το αβέβαιο αφού κινδυνεύεις στο βέβαιο
δηλητηριασμένα όνειρα που βρυχώνται σε νύκτα ατέλειωτη
έχω τσακίσει τα μέλη μου
έχω καρφώσει τη ματιά μου στα μάτια σου
στέλνω την αρμονία του σύμπαντος να σπάσει τη σάρκα σου
μα δεν ξυπνάς αρνείσαι να ανέβεις την κλίμακα σωτήριας καθόδου
έχει εξουσία ο θάνατος , επέλεξες και χαμηλώνει το φως
ανοίγεις τα κάτοπτρα μα είναι ανέφικτο να φθάσει ως εσένα η λάβα μου
δεν ήξερες από μέρες θεού άπιστου, ουδέ
από εκτελεσμένες ταπεινώσεις αγιοσύνης
μέσα σε έκρηξη πτώσεων θριαμβικών
με τα τσακισμένα μέλη μου σε έσφιξα να σε λικνίσω
πάνω στον αχνό απ το δάκρυ μου αλλά
τυφλό ον σε παραλήρημα και γλίστρησες
δίχως τη μνήμη της γεύσης αναστεναγμού λύτρωσης
ξέχασες και βιώνεις την παρουσία γιατί σε απειλεί η απουσία
πέθανες ήδη μέσα στην αβεβαιότητα μην αντέχοντας την αμηχανία
μπρος στου αγνώστου τον σεισμό και βεβήλωσες την αγιοσύνη
ενός Ιούδα που έχει ακόμη αποθέματα σιωπής
ηχεί το τραγούδι της Νύκτας κι ο Ιούδας που δεν καταριέται ποτέ
στέκει λεύτερος γιατί καμιά εξουσία δεν τον βαραίνει
εγώ έχω στοιχειώσει πάνω στης ανταρσίας την επιλογή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου