Στης αστραπής τη λάμψη φυλακίστηκα. Μεθώ στου αιωνίου πετάγματος το φωτεινό ταξίδι.
Ανασαίνω πικρή αρμύρα ,ανορθώνω τα χέρια,αγγίζω της Αύρας το πρόσωπο.
Εκείνη, αποστρέφει το βλέμμα, στη θέα του Αύσωνα.
Δεν κατανοώ, παρά τη χάρη μιας μοναδικής κατάβασης στο Ιερό Άβατο της Μαγείας.Μιας Μαγείας,
που κάποτε δεν είναι κατανοητή, αλλά είναι η ουσία αυτής καθ' αυτής της ζωής.
Στου Ταινάρου τους αδιάβατους δρόμους, ανεμπόδιστη η πορεία,από χάρη των Θεών.
Βαθιά που είναι τα σπήλαια!...
Και κατέρχομαι μαζί σου, σε τούτο το ταξίδι των μυστηρίων. Στου μεγίστου πόνου την ιαχή θα τυλιχθούμε,εκεί που το Έρεβος με το Φως ανταμώνουν σε χορό αρμονικό θα διαβούμε.
Στάζει άνοιξη στην αγκαλιά σου Αύσωνα, μα εσύ σωπαίνεις. Από τις φτερούγες του Έρωτα,δρέψε μονάχα μιαν ελπίδα μικρή και χάρισε την μου. Είναι ώριμος ο κίνδυνος πια.
Ανθίζουν στις άκρες των χειλιών σου μύρια μειδιάματα. Το όνομά μου στα χείλη του, καίει τ' ουρανού τη θλίψη. Αλκυνόη, ψιθυρίζει και του ορίζοντα τα τείχη συνθλίφτηκαν.
Φάνηκαν μέσα στη θάλασσα τα χρυσά περγαμόντα. Μικροί υάκινθοι, έτρεμαν κάτω απ του φωτός το χάδι. Και τα όστρακα. Αχ! αυτά τα όστρακα, που κρατούν στην αγκαλιά τους, τη λαχτάρα του Αρχάγγελου.
Θεέ του Παντός και του Τίποτα, μίλησέ μου. Εγώ, η Ακυνόη σου το ζητώ, που με έπλασες στο χθες και το αύριο στο τώρα και το ποτέ.
Ο Πλάστης μου δεν αποκρίθηκε.
Σκύβει για να θωρώ μες στην αγκάλη του. Λαβωμένα τα τέσσερα κατάρτια από του πόνου του την ηχώ. Το δάκρυ του καυτό, άνοιξε στα δυο του σύμπαντος το κορμί και το αίμα αχνίζει πικρό, ολόζεστο. Στο αίμα τούτο βυθομετρώ τον ήχο. Τον ήχο ενός πόνου που δεν έχει έλεος.
Τώρα γνωρίζω. Κοιτάζω τ' άδεια χέρια μου και θυμάμαι.
Θυμάμαι που έχασα τη ζωή μου στην καυτή πέτρα. Κάτω από επιθυμίες ιερές,παραδόθηκα στη σμίλη του μέλλοντος. Ατενίζω τη λαβωμένη φωνή της θάλασσας και πνίγω τους ήλιους στο σχισμένο της στέρνο.
Ανυπέρβλητα τα εμπόδια του πάθους. Ενός πάθους γιγαντιαίου, για το χτίσιμο μιας και μόνης αλήθειας.
Ω! Αύσωνα , απάντησέ μου παρακαλώ.
Ξέρεις ποια είναι η διαφορά , ανάμεσα στην αλήθεια και την πραγματικότητα;
Στρέφει το βλέμμα του πάνω μου όλο απορία, και μου απαντά:
Αλκυνόη, η αλήθεια και η πραγματικότητα, είναι το ίδιο ακριβώς.
Ρουφώ το δάκρυ του Θεού μου, να κατακαύσω τις μνήμες, να σβήσω το πριν μιας ευτυχίας ποδοπατημένης ,ανίερης ψεύτικης, ουδέ καν ευτυχίας.
Η αλήθεια, Αύσωνα, είναι τούτο που νοιώθουμε, που κατακτούμε με το ανάλαφρο βήμα και το λεύτερο φτερούγισμα της ψυχής. Η πραγματικότητα, είναι ο,τι απομένει στα χέρια που δολοφόνησαν την αλήθεια.
Η πτώση μας είναι η πραγματικότητα και η ουσία του βυθίσματός μας , η αλήθεια.
Λούζω το κορμί στο αίμα μου. Καλώ τον Αύσωνα να εξαγνίσει τις επιθυμίες, αναζητώντας έκφραση στο πρόσωπο του Πρωτέα.
Επτά οι πληγές του κορμιού και ο πόνος δε μετριέται. Με φυλακίζεις στην ευδαιμονία μιας επίπλαστης γαλήνης.
Έσμιξε σύννεφο με γης. Στιγμές οδυνηρές, στιγμές δεμένες με την πραγματικότητα, κι εγώ να λατρεύω την Αλήθεια. Αυτή την Αλήθεια που φωλιάζει στου ανέμου το χέρι και θεριεύει την πύρινη λαίλαπα.
Εγένετο μην Μαιμακτηριών και ημέρα η έκτη.
Η θέρμη του Ήλιου, βυθίζεται λαβωμένη στα σπλάχνα τα άσπιλα μιας καταπράσινης θάλασσας.
Σκοτώνω το όνειρο που είναι ψεγάδι του νου,να διαβώ στο όραμα μιας φύσης ανωτέρας.
Αιμορράγησε ο Λόγος από την ευήθεια του ψεύδους σου, Αύσωνα.
Ο τρόμος γεννιέται ορμητικά, ραγίζει του μύθου η θέληση.
Των υδάτων η ρευστότητα κρύφτηκε. Παγωνιά ξεχύνεται από τις φτερούγες των γλάρων.
Δραπέτης κατέρχεσαι, περιγελώντας τη διστακτικότητά μου.
Η προδοσία σου επιτελείται και στα δυο επίπεδα της φύσης.
Με παραδίδεις, στου αιωνίου εσώτερου θανάτου, τα χέρια. Δεν έχει ιερότητα τούτη η κόλαση, που μ' αποδιώχνει στον βασανιστικότερο ήχο του παραδείσου.
Ενός παραδείσου, που η φωτιά κι ο αγέρας αποθέτουν την καρδιά των ασφόδελων, στου κορμιού μου τις επτά πληγές.
Πυκνή ομίχλη. Δεν έχω δυνατότητα ν' ανασάνω. Παγωνιά, κρυμμένη σε χάδι.
Αέρινη φιγούρα με τυλίγει απαλά, την ώρα που κινδυνεύει να αφανιστεί και η τελευταία δυνατότητα να σε εμπιστευτώ.
Η Στύγα , κόρη του Ωκεανού , μου ψιθυρίζει λόγια παρήγορα. Μα σε νοιώθω, μονάχα τους πόνους, από το βασανιστικό παιγχνίδι σου Αύσωνα.
Σιγά,σιγά, τούτος ο θεσπέσιος και μυστικός κόσμος, σβήνει για σένα,πάνω στην ψευδαισθησία των αισθημάτων σου, της θέλησής σου.
Ζητώ απ τους θεούς που θυμωμένοι κραδαίνουν βαριά τιμωρία, να μη σ' αγγίξουν. Κι ας νομίζεις πως μονάχος σεσωσμένος διαβαίνεις τις πύλες τις μυστικές.
Έμεινα μονάχη. Πάλι. Ασυντρόφευτη για πάντα ίσως.
Και τότε....
Άνοιξε του φωτός το στέρνο, εξήλθεν ύδωρ και αίμα.
Εφάνη ο Εις, έχοντας φωτιά στα χέρια και... Είπε :
Όταν εισέλθεις στου πόνου σου τα σπήλαια, άγγιζε τις πληγές και θ' ανθίζει η ελπίδα.
Αποκρίθηκα : Άλλο πιο κάτω αν διαβώ , η παγωνιά με θανατώνει και τα μέλη είναι άπνοα.
Και είπε: Το βλέμμα του ήχου είναι διάπυρο. Άντλησε του μύθου την ψυχή και ύστερα... Ύστερα πέταξε πάνω στου αίματός σου το διάβα, ο,τι σέπεται.
Αποκρίθηκα: Δεν έχω όραση, δεν έχω επιθυμίες.Δεν έχω Γνώση, παρά της Ερήμου...
Και είπε: Πλανάσαι.
Και εγένετο ημέρα η έκτη, μηνός απόντος και έτους αγνώστου.
Με το φόβο στο νου και τους πόνους στις σάρκες. Αργοσβήνει η ζωή, η ανάσα φώλιασε στης φωτιάς το τραγούδι, ύστερα σιωπή.
Συμφιλιωμένος με τούτη,χρόνια τώρα, αναπαύθηκα.
Η μοναξιά γιγάντωνε, εγώ σμίκραινα ολοένα και περισσότερο. Ο φόβος κυρίαρχος, μάχεται την ώριμη επιθυμία να χαρίσω τα πάντα, όλα τούτα που δε χωρούν πια μέσα μου, ξεχειλίζουν και χύνονται στης Ερήμου το ολόλευκο πρόσωπο.
Ύστερα φώναξα εκείνον που με γέννησε.
Ήλθε ξανά, με φωτιά νερό κι αγέρα. έσυρε τη γη μακριά, μ' ελευθέρωσε και είπε:
Να κοιτάξεις μακριά με ο,τι σου έδωσα.
Εσφάλισα τους οφθαλμούς ,άνοιξα του μετώπου την όραση,άδειασε ο νους. Γεννήθηκε ήχος μέγας. Σκότος,γεύση πικρή,τρόμος.
Ω! Εσύ που με γέννησες, μείνε σιμά μου..Είμαι τρομοκρατημένος, κρυώνω, αγνοώ.
Και είπε: Έξελθε της Ερήμου, μόνος .Εγώ σε καλώ. Μη γονατίσεις, μην φωνάξεις,παρά στον ήχο μιας μουσικής άγνωστης. Φθαρτός εσύ που δεν πόνεσες. Νεκρός όποιος δε μ' άγγιξε. Έλα δίχως τον τρόμο, μονάχα με της προσδοκίας το χαμόγελο.
Κίνησα.
Η Έρημος με κατέκαυσε, η παγωνιά της με διαμέλισε. Θωρώ μια λάμψη ,βιάζομαι να εισέλθω.
Κατέρχομαι , ανερχόμενος . Είναι τέτοια η οδύνη των πόνων, που η φωνή αφανίστηκε στης απόγνωσης το χέρι.
Οι σάρκες μου, κομμάτια διάσπαρτα. Το αίμα αχνίζει. Ποταμός που η ροή του με τρελαίνει.
Τερατόμορφα όντα ξεσχίζουν τη Σκέψη,αχρηστεύουν το αθώο μου κοίταγμα.
Οι φωνές τους που με περιγελούν, διασκορπούν την ελπίδα. Δεν έχει αέρα ακόμα, τα πνευμόνια πονούν.
Κατέρχομαι ανερχόμενος
Βλέπω του μίσους το πρόσωπο. Αποστρέφω το βλέμμα.
Βοήθειααααα !.... Μα η φωνή.... Φωνή δεν έχω, ο τρόμος πνίγει την έκκληση.
Απλώνω το χέρι, να σταματήσω της φρίκης το ράπισμα. Μα το χέρι μου, είναι αποσαρκωμένο, άδειο κι αδύναμο. Κατέρχομαι ,ανερχόμενος.
Είδα το άδειο σου πρόσωπο, να καθρεφτίζει το τίποτα της ψυχής. Έχασα τις αισθήσεις να φύγει ο τρόμος.
Παραδίδω την εύθραυστη μνήμη σ' Αυτόν που με γέννησε. Τον ρωτώ με αγωνία, γιατί οι πόνοι γιατί οι πόνοι με θανατώνουν αργά-αργά;
Και είπε: Δε μ' αγάπησες.
Αποκρίθηκα:Δεν γνωρίζω την σημασία των λόγων σου.Είναι στοιχεία άγνωστα που με παιδεύουν.
Και είπε: Ψεύδεσαι.
Αποκρίθηκα : Ναι! γιατί στην τόσο μακρά και μικρή ζωή μου , μονάχα τον Αύσωνα αγάπησα ,κι αυτός δεν ένοιωσε αχ! καρδιά μου , άλλο από ένα τίποτα.
Πνιγμένος στου πόνου το δάκρυ, κατέρχομαι ανερχόμενος. Τα σπήλαια απύθμενα. Το Φως Του αχνό, η παγωνιά μου αφάνταστη. Και οι δυο Έρημοι να με σφυροκοπούν εκατέρωθεν.
Ανασαίνω πικρή αρμύρα ,ανορθώνω τα χέρια,αγγίζω της Αύρας το πρόσωπο.
Εκείνη, αποστρέφει το βλέμμα, στη θέα του Αύσωνα.
Δεν κατανοώ, παρά τη χάρη μιας μοναδικής κατάβασης στο Ιερό Άβατο της Μαγείας.Μιας Μαγείας,
που κάποτε δεν είναι κατανοητή, αλλά είναι η ουσία αυτής καθ' αυτής της ζωής.
Στου Ταινάρου τους αδιάβατους δρόμους, ανεμπόδιστη η πορεία,από χάρη των Θεών.
Βαθιά που είναι τα σπήλαια!...
Και κατέρχομαι μαζί σου, σε τούτο το ταξίδι των μυστηρίων. Στου μεγίστου πόνου την ιαχή θα τυλιχθούμε,εκεί που το Έρεβος με το Φως ανταμώνουν σε χορό αρμονικό θα διαβούμε.
Στάζει άνοιξη στην αγκαλιά σου Αύσωνα, μα εσύ σωπαίνεις. Από τις φτερούγες του Έρωτα,δρέψε μονάχα μιαν ελπίδα μικρή και χάρισε την μου. Είναι ώριμος ο κίνδυνος πια.
Ανθίζουν στις άκρες των χειλιών σου μύρια μειδιάματα. Το όνομά μου στα χείλη του, καίει τ' ουρανού τη θλίψη. Αλκυνόη, ψιθυρίζει και του ορίζοντα τα τείχη συνθλίφτηκαν.
Φάνηκαν μέσα στη θάλασσα τα χρυσά περγαμόντα. Μικροί υάκινθοι, έτρεμαν κάτω απ του φωτός το χάδι. Και τα όστρακα. Αχ! αυτά τα όστρακα, που κρατούν στην αγκαλιά τους, τη λαχτάρα του Αρχάγγελου.
Θεέ του Παντός και του Τίποτα, μίλησέ μου. Εγώ, η Ακυνόη σου το ζητώ, που με έπλασες στο χθες και το αύριο στο τώρα και το ποτέ.
Ο Πλάστης μου δεν αποκρίθηκε.
Σκύβει για να θωρώ μες στην αγκάλη του. Λαβωμένα τα τέσσερα κατάρτια από του πόνου του την ηχώ. Το δάκρυ του καυτό, άνοιξε στα δυο του σύμπαντος το κορμί και το αίμα αχνίζει πικρό, ολόζεστο. Στο αίμα τούτο βυθομετρώ τον ήχο. Τον ήχο ενός πόνου που δεν έχει έλεος.
Τώρα γνωρίζω. Κοιτάζω τ' άδεια χέρια μου και θυμάμαι.
Θυμάμαι που έχασα τη ζωή μου στην καυτή πέτρα. Κάτω από επιθυμίες ιερές,παραδόθηκα στη σμίλη του μέλλοντος. Ατενίζω τη λαβωμένη φωνή της θάλασσας και πνίγω τους ήλιους στο σχισμένο της στέρνο.
Ανυπέρβλητα τα εμπόδια του πάθους. Ενός πάθους γιγαντιαίου, για το χτίσιμο μιας και μόνης αλήθειας.
Ω! Αύσωνα , απάντησέ μου παρακαλώ.
Ξέρεις ποια είναι η διαφορά , ανάμεσα στην αλήθεια και την πραγματικότητα;
Στρέφει το βλέμμα του πάνω μου όλο απορία, και μου απαντά:
Αλκυνόη, η αλήθεια και η πραγματικότητα, είναι το ίδιο ακριβώς.
Ρουφώ το δάκρυ του Θεού μου, να κατακαύσω τις μνήμες, να σβήσω το πριν μιας ευτυχίας ποδοπατημένης ,ανίερης ψεύτικης, ουδέ καν ευτυχίας.
Η αλήθεια, Αύσωνα, είναι τούτο που νοιώθουμε, που κατακτούμε με το ανάλαφρο βήμα και το λεύτερο φτερούγισμα της ψυχής. Η πραγματικότητα, είναι ο,τι απομένει στα χέρια που δολοφόνησαν την αλήθεια.
Η πτώση μας είναι η πραγματικότητα και η ουσία του βυθίσματός μας , η αλήθεια.
Λούζω το κορμί στο αίμα μου. Καλώ τον Αύσωνα να εξαγνίσει τις επιθυμίες, αναζητώντας έκφραση στο πρόσωπο του Πρωτέα.
Επτά οι πληγές του κορμιού και ο πόνος δε μετριέται. Με φυλακίζεις στην ευδαιμονία μιας επίπλαστης γαλήνης.
Έσμιξε σύννεφο με γης. Στιγμές οδυνηρές, στιγμές δεμένες με την πραγματικότητα, κι εγώ να λατρεύω την Αλήθεια. Αυτή την Αλήθεια που φωλιάζει στου ανέμου το χέρι και θεριεύει την πύρινη λαίλαπα.
Εγένετο μην Μαιμακτηριών και ημέρα η έκτη.
Η θέρμη του Ήλιου, βυθίζεται λαβωμένη στα σπλάχνα τα άσπιλα μιας καταπράσινης θάλασσας.
Σκοτώνω το όνειρο που είναι ψεγάδι του νου,να διαβώ στο όραμα μιας φύσης ανωτέρας.
Αιμορράγησε ο Λόγος από την ευήθεια του ψεύδους σου, Αύσωνα.
Ο τρόμος γεννιέται ορμητικά, ραγίζει του μύθου η θέληση.
Των υδάτων η ρευστότητα κρύφτηκε. Παγωνιά ξεχύνεται από τις φτερούγες των γλάρων.
Δραπέτης κατέρχεσαι, περιγελώντας τη διστακτικότητά μου.
Η προδοσία σου επιτελείται και στα δυο επίπεδα της φύσης.
Με παραδίδεις, στου αιωνίου εσώτερου θανάτου, τα χέρια. Δεν έχει ιερότητα τούτη η κόλαση, που μ' αποδιώχνει στον βασανιστικότερο ήχο του παραδείσου.
Ενός παραδείσου, που η φωτιά κι ο αγέρας αποθέτουν την καρδιά των ασφόδελων, στου κορμιού μου τις επτά πληγές.
Πυκνή ομίχλη. Δεν έχω δυνατότητα ν' ανασάνω. Παγωνιά, κρυμμένη σε χάδι.
Αέρινη φιγούρα με τυλίγει απαλά, την ώρα που κινδυνεύει να αφανιστεί και η τελευταία δυνατότητα να σε εμπιστευτώ.
Η Στύγα , κόρη του Ωκεανού , μου ψιθυρίζει λόγια παρήγορα. Μα σε νοιώθω, μονάχα τους πόνους, από το βασανιστικό παιγχνίδι σου Αύσωνα.
Σιγά,σιγά, τούτος ο θεσπέσιος και μυστικός κόσμος, σβήνει για σένα,πάνω στην ψευδαισθησία των αισθημάτων σου, της θέλησής σου.
Ζητώ απ τους θεούς που θυμωμένοι κραδαίνουν βαριά τιμωρία, να μη σ' αγγίξουν. Κι ας νομίζεις πως μονάχος σεσωσμένος διαβαίνεις τις πύλες τις μυστικές.
Έμεινα μονάχη. Πάλι. Ασυντρόφευτη για πάντα ίσως.
Και τότε....
Άνοιξε του φωτός το στέρνο, εξήλθεν ύδωρ και αίμα.
Εφάνη ο Εις, έχοντας φωτιά στα χέρια και... Είπε :
Όταν εισέλθεις στου πόνου σου τα σπήλαια, άγγιζε τις πληγές και θ' ανθίζει η ελπίδα.
Αποκρίθηκα : Άλλο πιο κάτω αν διαβώ , η παγωνιά με θανατώνει και τα μέλη είναι άπνοα.
Και είπε: Το βλέμμα του ήχου είναι διάπυρο. Άντλησε του μύθου την ψυχή και ύστερα... Ύστερα πέταξε πάνω στου αίματός σου το διάβα, ο,τι σέπεται.
Αποκρίθηκα: Δεν έχω όραση, δεν έχω επιθυμίες.Δεν έχω Γνώση, παρά της Ερήμου...
Και είπε: Πλανάσαι.
Και εγένετο ημέρα η έκτη, μηνός απόντος και έτους αγνώστου.
Με το φόβο στο νου και τους πόνους στις σάρκες. Αργοσβήνει η ζωή, η ανάσα φώλιασε στης φωτιάς το τραγούδι, ύστερα σιωπή.
Συμφιλιωμένος με τούτη,χρόνια τώρα, αναπαύθηκα.
Η μοναξιά γιγάντωνε, εγώ σμίκραινα ολοένα και περισσότερο. Ο φόβος κυρίαρχος, μάχεται την ώριμη επιθυμία να χαρίσω τα πάντα, όλα τούτα που δε χωρούν πια μέσα μου, ξεχειλίζουν και χύνονται στης Ερήμου το ολόλευκο πρόσωπο.
Ύστερα φώναξα εκείνον που με γέννησε.
Ήλθε ξανά, με φωτιά νερό κι αγέρα. έσυρε τη γη μακριά, μ' ελευθέρωσε και είπε:
Να κοιτάξεις μακριά με ο,τι σου έδωσα.
Εσφάλισα τους οφθαλμούς ,άνοιξα του μετώπου την όραση,άδειασε ο νους. Γεννήθηκε ήχος μέγας. Σκότος,γεύση πικρή,τρόμος.
Ω! Εσύ που με γέννησες, μείνε σιμά μου..Είμαι τρομοκρατημένος, κρυώνω, αγνοώ.
Και είπε: Έξελθε της Ερήμου, μόνος .Εγώ σε καλώ. Μη γονατίσεις, μην φωνάξεις,παρά στον ήχο μιας μουσικής άγνωστης. Φθαρτός εσύ που δεν πόνεσες. Νεκρός όποιος δε μ' άγγιξε. Έλα δίχως τον τρόμο, μονάχα με της προσδοκίας το χαμόγελο.
Κίνησα.
Η Έρημος με κατέκαυσε, η παγωνιά της με διαμέλισε. Θωρώ μια λάμψη ,βιάζομαι να εισέλθω.
Κατέρχομαι , ανερχόμενος . Είναι τέτοια η οδύνη των πόνων, που η φωνή αφανίστηκε στης απόγνωσης το χέρι.
Οι σάρκες μου, κομμάτια διάσπαρτα. Το αίμα αχνίζει. Ποταμός που η ροή του με τρελαίνει.
Τερατόμορφα όντα ξεσχίζουν τη Σκέψη,αχρηστεύουν το αθώο μου κοίταγμα.
Οι φωνές τους που με περιγελούν, διασκορπούν την ελπίδα. Δεν έχει αέρα ακόμα, τα πνευμόνια πονούν.
Κατέρχομαι ανερχόμενος
Βλέπω του μίσους το πρόσωπο. Αποστρέφω το βλέμμα.
Βοήθειααααα !.... Μα η φωνή.... Φωνή δεν έχω, ο τρόμος πνίγει την έκκληση.
Απλώνω το χέρι, να σταματήσω της φρίκης το ράπισμα. Μα το χέρι μου, είναι αποσαρκωμένο, άδειο κι αδύναμο. Κατέρχομαι ,ανερχόμενος.
Είδα το άδειο σου πρόσωπο, να καθρεφτίζει το τίποτα της ψυχής. Έχασα τις αισθήσεις να φύγει ο τρόμος.
Παραδίδω την εύθραυστη μνήμη σ' Αυτόν που με γέννησε. Τον ρωτώ με αγωνία, γιατί οι πόνοι γιατί οι πόνοι με θανατώνουν αργά-αργά;
Και είπε: Δε μ' αγάπησες.
Αποκρίθηκα:Δεν γνωρίζω την σημασία των λόγων σου.Είναι στοιχεία άγνωστα που με παιδεύουν.
Και είπε: Ψεύδεσαι.
Αποκρίθηκα : Ναι! γιατί στην τόσο μακρά και μικρή ζωή μου , μονάχα τον Αύσωνα αγάπησα ,κι αυτός δεν ένοιωσε αχ! καρδιά μου , άλλο από ένα τίποτα.
Πνιγμένος στου πόνου το δάκρυ, κατέρχομαι ανερχόμενος. Τα σπήλαια απύθμενα. Το Φως Του αχνό, η παγωνιά μου αφάνταστη. Και οι δυο Έρημοι να με σφυροκοπούν εκατέρωθεν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου