Αφιερωμένο
30-6-2018
Σαβ.16:00΄
Σίγαζαν οι κατακλυσμοί
οι ανεμοδείκτες σπασμένοι πρόωρα αιώνες πολλούς
τώρα πια...
κι όμως ηχούσαν ανάμεσα σε πυρωμένα χείλη
με τα σημάδια όσων δεν ειπώθηκαν να χτίζουνε μορφή
σέρνω με τις φλέβες μου χυμούς που εξατμίζονται
πήλινες γίνανε οι λέξεις κι αλαζονικές
σε αλυσοδεμένους χρόνους ανταμώσαμε
δεν έχω μνήμες,μονάχα οράματα φερμένα από μακριά
μιλούσε η ερημιά που έκτιζες, έμοιαζε υπερφυσικό
τρόμαζε ο καιρός ξεχείλιζε η παλάμη μου φως που ταξιδεύει
σε νύκτα χαμηλωμένη τα πουλιά γίνονται αγάλματα
κοιτάζω τα παρόντα
γυμνώθηκε η θάλασσα από παραπλανήσεις
νύκτα που δεν τελείωσε ακούραστα βογκά
έτσι ξεκάρφωνες όλες τις ρωγμές με βιάση να προλάβεις
τότε με ρώτησες : "θα πεθάνω τώρα;"
όχι -σου αποκρίθηκα -δεν φθάνει ο θάνατος εδώ
με πίστεψες είχε παρέλθει ο καιρός των εγκλημάτων
άνοιξες μυστικό διάλογο με την παλάμη μου
ζωντάνευε ο άγνωστος που κατοικούσε μέσα σου
τον κοίταζες ξαφνιασμένα ,καλοδιάθετα και σίγησα
να γίνει η σμίξη τούτη που ημερεύει τη σιωπή
σφράγισα με τα χείλη μου στο κέντρο του μετώπου σου
όσες μνήμες είχες τρυφερές να παντρευτούν
μ ένα καλό που ξαναστάθηκε
ράντιζα τα στεγνωμένα χείλη σου μυστικά ωκεανών
τρυφερά ,ανάλαφρα ,γαληνεμένα
της τελευταίας ανάσας το φιλί καλά το έχω προφυλαγμένο
έξω απ το βάθος άσπλαχνης γης
ως το αγιασμένο φως να φθάνει.
30-6-2018
Σαβ.16:00΄
Σίγαζαν οι κατακλυσμοί
οι ανεμοδείκτες σπασμένοι πρόωρα αιώνες πολλούς
τώρα πια...
κι όμως ηχούσαν ανάμεσα σε πυρωμένα χείλη
με τα σημάδια όσων δεν ειπώθηκαν να χτίζουνε μορφή
σέρνω με τις φλέβες μου χυμούς που εξατμίζονται
πήλινες γίνανε οι λέξεις κι αλαζονικές
σε αλυσοδεμένους χρόνους ανταμώσαμε
δεν έχω μνήμες,μονάχα οράματα φερμένα από μακριά
μιλούσε η ερημιά που έκτιζες, έμοιαζε υπερφυσικό
τρόμαζε ο καιρός ξεχείλιζε η παλάμη μου φως που ταξιδεύει
σε νύκτα χαμηλωμένη τα πουλιά γίνονται αγάλματα
κοιτάζω τα παρόντα
γυμνώθηκε η θάλασσα από παραπλανήσεις
νύκτα που δεν τελείωσε ακούραστα βογκά
έτσι ξεκάρφωνες όλες τις ρωγμές με βιάση να προλάβεις
τότε με ρώτησες : "θα πεθάνω τώρα;"
όχι -σου αποκρίθηκα -δεν φθάνει ο θάνατος εδώ
με πίστεψες είχε παρέλθει ο καιρός των εγκλημάτων
άνοιξες μυστικό διάλογο με την παλάμη μου
ζωντάνευε ο άγνωστος που κατοικούσε μέσα σου
τον κοίταζες ξαφνιασμένα ,καλοδιάθετα και σίγησα
να γίνει η σμίξη τούτη που ημερεύει τη σιωπή
σφράγισα με τα χείλη μου στο κέντρο του μετώπου σου
όσες μνήμες είχες τρυφερές να παντρευτούν
μ ένα καλό που ξαναστάθηκε
ράντιζα τα στεγνωμένα χείλη σου μυστικά ωκεανών
τρυφερά ,ανάλαφρα ,γαληνεμένα
της τελευταίας ανάσας το φιλί καλά το έχω προφυλαγμένο
έξω απ το βάθος άσπλαχνης γης
ως το αγιασμένο φως να φθάνει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου