Ξανοιγμένοι σε μύθους την ώρα που ξεντύθηκε η μέρα ξεδιάντροπα
μας χώρισε δυνατή,βαριά βροχή φερμένη από νύκτα αγέρωχη.
Αιχμάλωτοι σε σκοτάδια μείναμε άπρακτοι.
Να βρυχάται ο στεναγμός του ίσκιου που θάφτηκε κάτω απ τη γης
κι ίσα που μπόρεσα να δω τα μάτια σου τα φορτωμένα μυστικά.
Άπλωσα τα χέρια μου μα η βροχή αδιαπέραστη και δημιουργώ παύσεις
πολλές παύσεις την μια πίσω απ την άλλη τις στέλνω ν ανασάνουν δίπλα σου.
Μα δεν έβρισκαν άλλο απ τα μάτια σου που γεννούσαν φαντάσματα
αλλοτινών καιρών εκλείψεις υπάρξεων πριν τη λύτρωση.
Η βροχή κόπασε ξάφνου με χλομές μυρωδιές ξεχασμένες κι άγγιζαν
μια μοναξιά που δεν την εξόρκισε κανείς.
Τότε είδα καθαρά πως δεν είχες κορμί κι ακουμπισμένη σε ξεθεωμένη μοναξιά
σαν λέξη δηλητηριασμένη από άκεφο όνειρο, είχες αντλήσει την ψυχή μέσα στο βλέμμα
έτοιμη να την αδειάσεις στην εξουσία του θανάτου.
Τρέμουλο με διαπέρασε και φώναξα με απόγνωση εκείνο το...."ΜΗ"...
Πού βρήκα τέτοια τόλμη;
Μου απάντησαν τα μάτια σου τα φορτωμένα μυστικά τυραγνισμένα,
πως έχασες του κορμιού σου την εικόνα γιατί δεν σε άγγιξε ποτέ μιαν αγκαλιά
ποτέ χέρι δεν ταξίδεψε πάνω σου υπαγορεύοντας ζωή με τρυφεράδα.
Δυνάμωσε η βροχή που θυμωμένα πάσχιζε να πνίξει της γης τα μυστήρια
που σαν πύρινη κόλαση περιγελούσαν τα συντρίμμια μελλοντικών καιρών.
Ποιος τολμά ν αγαπήσει τις στάχτες του, να αναστήσει κείνη την πύρινη λαίλαπα
που κρύβει της αλήθειας την αιτία, που κτίζει την μια υπόσταση δίπλα στη άυλη ίδια του;
Δάκρυ σκοτεινό ντυμένο απ της νύκτας το αγέρωχο πήγαινε - έλα έπνιξε τις υποψίες
που έπεφταν πάνω μας ν αντέξει η ψυχή να σαρκωθεί.
Πρώτος άθλος κι έπεται ο αγώνας να αντέχεις την ευτυχία της μοναχικότητας και μετά την τόλμη ν αγαπάς ...
μας χώρισε δυνατή,βαριά βροχή φερμένη από νύκτα αγέρωχη.
Αιχμάλωτοι σε σκοτάδια μείναμε άπρακτοι.
Να βρυχάται ο στεναγμός του ίσκιου που θάφτηκε κάτω απ τη γης
κι ίσα που μπόρεσα να δω τα μάτια σου τα φορτωμένα μυστικά.
Άπλωσα τα χέρια μου μα η βροχή αδιαπέραστη και δημιουργώ παύσεις
πολλές παύσεις την μια πίσω απ την άλλη τις στέλνω ν ανασάνουν δίπλα σου.
Μα δεν έβρισκαν άλλο απ τα μάτια σου που γεννούσαν φαντάσματα
αλλοτινών καιρών εκλείψεις υπάρξεων πριν τη λύτρωση.
Η βροχή κόπασε ξάφνου με χλομές μυρωδιές ξεχασμένες κι άγγιζαν
μια μοναξιά που δεν την εξόρκισε κανείς.
Τότε είδα καθαρά πως δεν είχες κορμί κι ακουμπισμένη σε ξεθεωμένη μοναξιά
σαν λέξη δηλητηριασμένη από άκεφο όνειρο, είχες αντλήσει την ψυχή μέσα στο βλέμμα
έτοιμη να την αδειάσεις στην εξουσία του θανάτου.
Τρέμουλο με διαπέρασε και φώναξα με απόγνωση εκείνο το...."ΜΗ"...
Πού βρήκα τέτοια τόλμη;
Μου απάντησαν τα μάτια σου τα φορτωμένα μυστικά τυραγνισμένα,
πως έχασες του κορμιού σου την εικόνα γιατί δεν σε άγγιξε ποτέ μιαν αγκαλιά
ποτέ χέρι δεν ταξίδεψε πάνω σου υπαγορεύοντας ζωή με τρυφεράδα.
Δυνάμωσε η βροχή που θυμωμένα πάσχιζε να πνίξει της γης τα μυστήρια
που σαν πύρινη κόλαση περιγελούσαν τα συντρίμμια μελλοντικών καιρών.
Ποιος τολμά ν αγαπήσει τις στάχτες του, να αναστήσει κείνη την πύρινη λαίλαπα
που κρύβει της αλήθειας την αιτία, που κτίζει την μια υπόσταση δίπλα στη άυλη ίδια του;
Δάκρυ σκοτεινό ντυμένο απ της νύκτας το αγέρωχο πήγαινε - έλα έπνιξε τις υποψίες
που έπεφταν πάνω μας ν αντέξει η ψυχή να σαρκωθεί.
Πρώτος άθλος κι έπεται ο αγώνας να αντέχεις την ευτυχία της μοναχικότητας και μετά την τόλμη ν αγαπάς ...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου