Σάββατο 10 Ιουνίου 2017

Λησμονημένα

αντάμωσα τον ήχο μιας σκοτεινής ξηρασίας
ώρα μικρή κι ανίδεη σαν πατούσα με γυμνά πόδια
για πρώτη φορά σε βύθισμα ζωής που έσβηνε
βωμοί που αγκομαχούσαν αναδύονταν
μέσα από στάχτες και σκουριά
τα πορφυρά καλοκαίρια δεν άντεξαν να ταξιδέψουν
ανάμεσα από κατακρεουργημένες ψυχές
στην όχθη του κόσμου ώριμος πόνος
βάραινε όρια αμετακίνητα και ποιος να αναμετρηθεί
με το πανίσχυρο κουφάρι τόσων φιλοδοξιών
απίστησα στο θάνατο τρις και καμιά σπονδή δεν κάνω
αδράχνω τον ήχο μυστικά
συσπειρωμένος ουρανός βρυχάται
αμετάπιστη σε σκοτάδι να παραδοθώ
μοχθώ βαθιά να ριζώσω σε ρυθμούς λησμονημένους
μαχαιρώνοντας κάτοπτρα με εικόνα απατηλή
ποτέ δεν διάλεξα το δρόμο μου ούτε το τέρμα του πόθησα
οι αξίες κρύβονται λυσσαλέα σε κάθε αρχαία καταιγίδα
κάτω και μέσα απ του αίματός μου τους πνιγμούς
διψώ και ξεδιψώ με κάθε σταλαγματιά φωτός. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου