πόσοι δρόμοι προσηλωμένοι στο ψεύδος το αβοήθητο
στέκονται περιμένοντας τη σωτηρία απ τον παράδεισο
πλανόδιες λέξεις χάραζαν σώματα με συλλαβές άπλαστες
ξορκίζοντας φόβους ανύπαρκτους τυλιγμένους σε λόγο ακάλεστο
πριν γεννηθώ γνώριζα το μύθο σου τον άτεχνο σαν ψευδομαρτυρούσε
ανεπαίσθητος ο θόρυβος στη ρωγμή τ ουρανού σαν ντύθηκε η σιωπή
κοίτα πόσους διαφορετικούς ήχους έχουν οι σιωπές σαν διαβαίνουν θάλασσα
και πώς γελάστηκες οτι με το φτερούγισμα δεν θά 'ναι διασταυρωμένες
στα αδιάβατα τείχη δε γεννιέται έρωτας από αξόδευτη μοναξιά
συλλαβίζω το όνομα ενός θεού μα ήχο δεν ανιχνεύω κι ο θεός άγνωστος
λέξεις σταυρωμένες σε όχθες θηλυκών χειμάρρων σφίνωναν
απελπισία κραυγών αδιαπέραστων συλλαμβάνουν τον θάνατο σε αγγέλου χνάρι
απλώνω το χέρι χάδι στου βυθού μου το δάκρυ μα μετανόησα
γυμνή θάλασσα με περιττριγύριζε χωρίς ανάπαυλα άτακτες εκρήξεις
μικρού θυμού πτυχές σε πίστη περιπέτεια που ξέμεινε σε μουράγιο
όταν θα βγω με τ αμαρτήματα κουβαριασμένα στην ψυχή μη ξεχαστείς
απ τα συρματόσχοινα ενός κοινοβίου οι σάρκες μου άγρια ξοδιάστηκαν
σε μια παραίσθηση κομμάτι κομμάτι με λέξη αναπλάθαμε μόνοι ζωή
θάνατος καθοδηγητής απελπισμένα στα ναυάγια μιάς φρίκης με παρέδωσε
όταν θα βγώ με ξεπλυμένα τ αμαρτήματα και ξεχαστείς σε συμπληγάδες
μες σε τραγούδι ανίερης σιωπής θα φυλακίζω τις λέξεις που με πρόδωσαν..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου