σε δάσος εγκαταλειμμένο σε βροχή
που φάνταζε αήττητο φως ήλιου αθέατου
γυμνή χόρευε ανάσα αχόρταγη λαβωμένη
δίψασε το αίμα μου σαν άνοιξε ψυχή μεσούρανα
παθιασμένες εκρήξεις και απίστησα σε μόχθους
σχισμένες σάρκες από ματιές τυραγνισμένες
και κανείς δεν αποτόλμησε με συνείδηση
να δει την τρυφεράδα του κινδύνου σαν παρήλθε
πώς γιεννιέται πάθος απο σάρκα γης απάτητης
στο πρώτο άγγιγμα γυμνών λόγων βιασμένου χαμόγελου
αρώματα γυμνώθηκαν και γης αμόλυντη υποταγμένη
κρύβει σε λιόγερμα σπέρμα αρχαίας κραυγήςάγνωστης
και μνήμες λεύτερες μελλοντικών ερώτων άγριας θάλασσας
ξέψυχη ομίχλη στα ριζά ενός χειμώνα βυθίζει είδωλα
σε κολασμένους παραδείσους αδοκίμαστους στο άχρονο.
που φάνταζε αήττητο φως ήλιου αθέατου
γυμνή χόρευε ανάσα αχόρταγη λαβωμένη
δίψασε το αίμα μου σαν άνοιξε ψυχή μεσούρανα
παθιασμένες εκρήξεις και απίστησα σε μόχθους
σχισμένες σάρκες από ματιές τυραγνισμένες
και κανείς δεν αποτόλμησε με συνείδηση
να δει την τρυφεράδα του κινδύνου σαν παρήλθε
πώς γιεννιέται πάθος απο σάρκα γης απάτητης
στο πρώτο άγγιγμα γυμνών λόγων βιασμένου χαμόγελου
αρώματα γυμνώθηκαν και γης αμόλυντη υποταγμένη
κρύβει σε λιόγερμα σπέρμα αρχαίας κραυγήςάγνωστης
και μνήμες λεύτερες μελλοντικών ερώτων άγριας θάλασσας
ξέψυχη ομίχλη στα ριζά ενός χειμώνα βυθίζει είδωλα
σε κολασμένους παραδείσους αδοκίμαστους στο άχρονο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου