γονατίζω στο πρώτο αμάρτημα
καλοκαιριού που διασκέδαζε
εξουθενωμένο από λέξεις λησμονημένες
δεν εκλιπαρώ το παιδί που δεν άντεξε
καμιάν ανάσταση και μεταναστεύει
αναζητώντας τις λέξεις που σαβανώθηκαν
αφρόντιστες τόσο, πονεμένες να σαρκωθούν
χαμηλή πτήση αθώες και πάλι, κρατούν ζωή
σφαλιγμένη σε νότες με νόηση αρχαίου σπέρματος
ραγίζει ήχος αξόδευτος και ματαιοπονώ
ο,τι θα ενδυθεί την εγκαρτέρηση
τα βράδια αναρωτιέμαι συχνά
γιατί φαντάζει αήττητη η δυστυχία
πώς θα ξεντυθεί το σώμα να λουσθεί ολόκληρη η ψυχή,
ηδονή ως να χορτάσει απ την πρώτη ηλιαχτίδα
καλοκαιριού που διασκέδαζε
εξουθενωμένο από λέξεις λησμονημένες
δεν εκλιπαρώ το παιδί που δεν άντεξε
καμιάν ανάσταση και μεταναστεύει
αναζητώντας τις λέξεις που σαβανώθηκαν
αφρόντιστες τόσο, πονεμένες να σαρκωθούν
χαμηλή πτήση αθώες και πάλι, κρατούν ζωή
σφαλιγμένη σε νότες με νόηση αρχαίου σπέρματος
ραγίζει ήχος αξόδευτος και ματαιοπονώ
ο,τι θα ενδυθεί την εγκαρτέρηση
τα βράδια αναρωτιέμαι συχνά
γιατί φαντάζει αήττητη η δυστυχία
πώς θα ξεντυθεί το σώμα να λουσθεί ολόκληρη η ψυχή,
ηδονή ως να χορτάσει απ την πρώτη ηλιαχτίδα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου