ολάνοιχτα χέρια κι ένας αιώνας
καθόταν απαλά με τόσο δισταγμό
πάνω στο στέρνο σου το ακύμαντο
κι εγώ γυμνή βήμα στο βήμα να εύχομαι
μόχθους φιλιών Νύκτας ανεξαργύρωτης
κι όταν ο χρόνος απίστησε
κάτι συνέβη εκεί στην όχθη λέξης
και κινήθηκε βοριάς ανάμεσα σε ενοχές
μιας μυρωδιάς ενωμένων σωμάτων
η φρόνηση λάθεψε για μια σταγόνα μπλέ
ακαταστάλαχτη ελευθερία δολοφόνησε
μεσάνυκτα και η ανάγκη υποταγμένη
σε τιμονιέρη ακάλεστο και μες στα βλέμματα
ήλιοι διάσπαρτοι αλητεύουν σε άγνωστο δράμα
ξεψύχησε η ανάσα μου μες στη δική σου δίψα
πόσο βουβά τα δάκρυα παντέρημα νερά
ντυμένα μεστόν Αύγουστο αιμάτινη κραυγή
τσακισμένα απο αγωνία φωτός νεογέννητου
τρελά μεσημέρια σε ταξίδι αρμύρας ευτυχισμένης
κι ακόμη γυμνή βήμα στο βήμα εξέρχομαι της Αβύσσου
καθόταν απαλά με τόσο δισταγμό
πάνω στο στέρνο σου το ακύμαντο
κι εγώ γυμνή βήμα στο βήμα να εύχομαι
μόχθους φιλιών Νύκτας ανεξαργύρωτης
κι όταν ο χρόνος απίστησε
κάτι συνέβη εκεί στην όχθη λέξης
και κινήθηκε βοριάς ανάμεσα σε ενοχές
μιας μυρωδιάς ενωμένων σωμάτων
η φρόνηση λάθεψε για μια σταγόνα μπλέ
ακαταστάλαχτη ελευθερία δολοφόνησε
μεσάνυκτα και η ανάγκη υποταγμένη
σε τιμονιέρη ακάλεστο και μες στα βλέμματα
ήλιοι διάσπαρτοι αλητεύουν σε άγνωστο δράμα
ξεψύχησε η ανάσα μου μες στη δική σου δίψα
πόσο βουβά τα δάκρυα παντέρημα νερά
ντυμένα μεστόν Αύγουστο αιμάτινη κραυγή
τσακισμένα απο αγωνία φωτός νεογέννητου
τρελά μεσημέρια σε ταξίδι αρμύρας ευτυχισμένης
κι ακόμη γυμνή βήμα στο βήμα εξέρχομαι της Αβύσσου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου